κατάρα — Κύριε — σ' ὅποιον ἐπιβουλεύτηκε
τὸ ψωμὶ τοῦ ποιητοῦ
κατάρα — Κύριε — σ' ἐκεῖνον ὅπου ἔβαλε βέβηλο χέρι
στὰ λιγοστὰ χρήματα τοῦ
πτωχοῦ ζωγράφου
ποὔκλεψε τὴ δεκάρα
ἀπὸ τὴν τεταμένη
τὴν ταπεινὴ
τοῦ διακονιάρη φούχτα
κατάρα!
τὸ ψωμὶ τοῦ ποιητοῦ
κατάρα — Κύριε — σ' ἐκεῖνον ὅπου ἔβαλε βέβηλο χέρι
στὰ λιγοστὰ χρήματα τοῦ
πτωχοῦ ζωγράφου
ποὔκλεψε τὴ δεκάρα
ἀπὸ τὴν τεταμένη
τὴν ταπεινὴ
τοῦ διακονιάρη φούχτα
κατάρα!
χαράμι!
φαρμάκι θὰ γένη τὸ ψωμί!
καὶ τὸ κλεμμένο νόμισμα:
καρφὶ πυραχτωμένο στ' ἄσπλαχνα τὰ στήθη
αὐτῶν ποὺ ἔστερξαν τὶς ἀνομίες
σ' αὐτοὺς π' ἀδίκησαν τὴ φτωχὴ χήρα
ποῦ ἐβαρέσαν τὸ ἀπροστάτευτο παιδὶ
ποῦ σπάσανε τὸ πήλινο τοῦ διψασμένου τάσι
π' ἀρνήθηκαν στὸν ἄρρωστο συμπόνια
ποὺ κοροϊδέψαν τὸ λεπρὸ
χτύπησαν τὸν τρελλὸ
καὶ τὸν τυφλὸ παραπλανῆσαν
ποὺ δυσκολέψαν τὴ ζωὴ τ' ἀνήμπορου
στοὺς ψεύδορκους
στοὺς ἀτιμάσαντες
σ' αὐτοὺς ποὺ βασανίσανε Ὁβραίους εἴτε Χριστιανοὺς
μεσ' στ' ἄνομα στρατόπεδα τῆς Γερμανίας
ὑπάρχει Θεός!
ἡ μέρα περνᾶ
ἡ ὥρα περνᾶ
«ἡ κοινωνία γελᾶ»
σώζονται τὰ προσχήματα
ὅμως αὐτὸς δὲν τὸ κατάλαβε
ποὺ ἔπεσε νὰ κοιμηθῆ ἀφοῦ διέπραξε τὴν ἀνομία
πὼς ξημερώθηκε καὶ ξύπνησε καὶ περπατεῖ
πλέον μεσ' στὴ φοβερὴ μαυρίλα τοῦ θανάτου
(τὸ στόμα του ἀπὸ τώρα γέμισε χώματα)
κι' αὐτοῦ ποὺ ψεύστηκε
κι' αὐτοῦ π' ἀδίκησε
κι' αὐτοῦ ποὺ βάρεσε
θὰν τὸ πλερώσουνε καὶ τὰ παιδιά τους
καὶ λόγο — ὁπωσδήποτε — θὰ δώσουν
ἴσαμε καὶ
δεκάτη πέμπτη γενεὰ
ὑπάρχει Θεός!
ἐτάζονται οἱ καρδιὲς καὶ τὰ νεφρά!
καὶ πλάϊ ἀπ' τὴ σακάτικη τὴ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπω
κρύφτεται ἡ Ἐρινύα
βαθειὰ μέσα στὸν ἴδιο φταίχτη φωλιασμένη
ἀμείλιχτη ἀνελέητη
ποὺ καλὰ ροῦχα καὶ ὀφφίκια καὶ νομιμοφάνειες δὲν ψηφᾶ
ποὺ ἡ καλοπέραση — μὰ πρὸς Θεοῦ ! — δὲν τηνὲ νοιάζει
καὶ τιμωρεῖ
σκληρὰ
τοὺς ἄμυαλους καὶ τοὺς δειλοὺς ποὺ κάνουν τὸ κακὸ
γιατί
ὑπάρχει Θεός!
ἔ! σὺ ἐπίορκε
--ναὶ σὺ ὅπου ψευδόρκησες —
ἐσὺ ποὺ ἔβλαψες μὲ τόσην ἀλαφριὰ — τὸν πλησίον σου –
συνείδηση
ἀπὸ τώρα ἀκοῦς στῆς νεκρικῆς σου ἀκολουθίας
τὰ ψαλσίματα
τοῦ πονηροῦ του πνεύματος τὰ γέλια
νὰ σαρκάζουν:
ἒ ! ψεύτη ἀστὲ ὅσο κι' ἂν προσπαθεῖς
τὴ μούρη σου
γιὰ συμπαθητικὴ — κι' ὡραία ἀκόμη — νὰ μᾶς δείξης
μὴ χάνεσαι:
τὴ λούζει ἀλάκερη
τῆς ἔρημης ψυχῆς σου
ἡ βρῶμα
κι' ἡ ἀνανδρία
κι' ἡ ψευτιὰ
ὑπάρχει Θεός!
ὅπως τοῦ δίκαιου τὸ κάθε τί θὲ νὰ γενῆ χαλάλι
ὁ ἀνομήσας — μή σας νοιάζη — θὰ κριθῆ
ἀκούσατε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ποιητῆ: τὸ ἄνομο ψωμὶ δὲν ὠφελεῖ
ὑπάρχει ὁπωσδήποτε Θεός:
τί κρίμα ὅμως νάν' οἱ ἄνθρωποι τόσο λίγοι!
~
από τη συλλογή Στήν Κοιλάδα με τούς Ροδόνες, εκδ. Ίκαρος,1992
Ο Νίκος Εγγονόπουλος (Αθήνα, 1907 - Αθήνα, 1985) ήταν καθηγητής του Ε.Μ.
Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από
τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του '30, ενώ αποτέλεσε και έναν από
τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το
έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια.
Από το 1923 (σε ηλικία 12 χρονών) μέχρι το 1927 γράφεται εσωτερικός σε
ένα Λύκειο στο Παρίσι. Εκεί διδάσκεται την κλασική γαλλική ποίηση. Το
1924 το μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν θα επηρεάσει και τον ίδιο. Ποιήματα
του Εγγονόπουλου έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά,
ισπανικά, δανικά, πολωνικά, ουγγρικά και τη βενετική διάλεκτο. Επιπλέον
έχουν μελοποιηθεί από το Νίκο Μαμαγκάκη και τον Αργύρη Κουνάδη, ο οποίος
έγραψε τη μουσική υπόκρουση στο ποίημα Μπολιβάρ για το δίσκο της
εταιρίας Διόνυσος, σε απαγγελία του ίδιου του Εγγονόπουλου. Το έτος 2007
ανακηρύχθηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας ως "Έτος Ν.
Εγγονόπουλου". Πίνακές του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στις
Δημοτικές Πινακοθήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου
στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε ιδιωτικές συλλογές. [Βιογραφία]