Με ρώτησες πώς έγινα τρελός.
Να πώς:
Μιαν αυγή, καιρό πολύ πριν γεννηθούνε άμετροι θεοί, ξύπνησα από ένα λήθαργο κι είδα
πως μου είχαν κλέψει όλες τις μάσκες μου -τις εφτά μάσκες που είχα δημιουργήσει
κι είχα φορέσει σ' εφτά ζωές.
πως μου είχαν κλέψει όλες τις μάσκες μου -τις εφτά μάσκες που είχα δημιουργήσει
κι είχα φορέσει σ' εφτά ζωές.
΄Ετρεξα τότε ακάλυπτος στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους φωνάζοντας:
"Κλέφτες, κλέφτες, καταραμένοι κλέφτες!"
"Κλέφτες, κλέφτες, καταραμένοι κλέφτες!"
Πολλοί άντρες και γυναίκες με περιγέλασαν, κι άλλοι έτρεξαν φοβισμένοι στα σπίτια τους.
Σαν έφτασα στην αγορά, ένας νέος πάνω από μια στέγη φώναξε:
"Είναι τρελός!". Σήκωσα το κεφάλι για να τον δω. Τότε, για πρώτη φορά, ο ήλιος φίλησε το γυμνό πρόσωπό μου και η ψυχή μου γέμισε αγάπη για τον ήλιο, κι απ΄τη στιγμή εκείνη δεν ήθελα πια τις μάσκες μου. Και εκστασιασμένος φώναξα: " Ευλογημένοι, ευλογημένοι εκείνοι που έκλεψαν τις μάσκες μου!"
΄Ετσι έγινα τρελός.
Και μέσα στην τρέλα μου βρήκα και τα δυο: λευτεριά και σιγουριά. Τη λευτεριά της μοναξιάς και τη σιγουριά πως δεν με καταλαβαίνουν. Γιατί αυτοί που μας καταλαβαίνουν κάτι υποδουλώνουν μέσα μας..
Αλλά, ας μην είμαι και τόσο περήφανος για τη σιγουριά μου. Κι ένας κλέφτης ακόμα, όταν είναι φυλακισμένος, είναι προφυλαγμένος από έναν άλλον κλέφτη.
O Kahlil ή Khalil Gibran (1883-1931), ποιητής, στοχαστής και ζωγράφος,
που έγινε ευρύτερα γνωστός με το βιβλίο του "Ο προφήτης", γεννήθηκε στο
Bsharri του Λιβάνου από φτωχή οικογένεια μαρωνιτών χριστιανών. Το 1895 η
οικογένειά του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες,
μετά τη φυλάκιση του πατέρα του και τη δήμευση της περιουσίας του από
τις οθωμανικές αρχές, και εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη, περιοχή όπου υπήρχε
μεγάλη κοινότητα λιβανέζων. Επειδή δεν είχε πάει καθόλου σχολείο, λόγω
των οικονομικών δυσκολιών των παιδικών του χρόνων (είχε διδαχθεί τα
αραβικά στο σπίτι), γράφτηκε στο αγγλόφωνο σχολείο-γυμνάσιο της
περιοχής. Το 1898 επέστρεψε στη Βηρυτό, όπου γράφτηκε στο κολέγιο και
παρέμεινε για τέσσερα χρόνια για να επανασυνδεθεί με τις πολιτισμικές
του ρίζες. Εν τω μεταξύ, η ικανότητά του στη ζωγραφική είχε ήδη
συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του αβάν-γκαρντ φωτογράφου, καλλιτέχνη και
εκδότη της Βοστώνης Fred Holland Day, που τον ενθαρρύνει στις
προσπάθειές του. Το 1904 οργανώνει την πρώτη του έκθεση ζωγραφικής στη
Βοστώνη, κατά τη διάρκεια της οποίας γνωρίζεται με την οκτώ χρόνια
μεγαλύτερή του Mary Elizabeth Haskell, με την οποία θα συνδεθεί με φιλία
για όλη του τη ζωή. Το 1908 πηγαίνει στο Παρίσι για να μαθητεύσει για
δύο χρόνια κοντά στον Αύγουστο Ροντέν, όπου γνωρίζεται με τον, επίσης
πιστό φίλο του, γλύπτη Youssef Howayek. Ενώ τα πρώτα έργα του Γκιμπράν
είναι γραμμένα στα αραβικά, τα περισσότερα έργα του μετά το 1918 είναι
γραμμένα απευθείας στα αγγλικά. Σαν συγγραφέας, θα επιχειρήσει με την
πένα του να γεφυρώσει τον πολιτισμό της Ανατολής με αυτόν της Δύσης.
Ζώντας στην Αμερική, θα προσπαθήσει, δίκην προφήτη, να διασώσει την
ελληνοχριστιανική πολιτισμική παράδοση του ανθρωπισμού, της οποίας η
εγκατάλειψη είναι περισσότερο από αισθητή, και, ταυτόχρονα, να
επανασυνδέσει τον δυτικό άνθρωπο με τη σοφία που είναι κρυμένη μέσα του.
Ο Γκιμπράν ξανάγραψε πολλές φορές τον "Προφήτη" -μια σύνθεση 23
ποιητικών στοχασμών- μέχρι να εκδοθεί, τελικά, το 1923. Γραμμένο από τον
ίδιο στην αγγλική γλώσσα, είναι το βιβλίο που τον έκανε περισσότερο
γνωστό και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Πέθανε τον Απρίλιο του 1931 στη
Ν. Υόρκη από φυματίωση και κίρρωση του ήπατος και θάφτηκε στην πατρίδα
του. Τίτλοι βιβλίων