Το χειμώνα χωνόμασταν σ’ ένα γιαπί∙
το είχαμε σα δικό μας∙
ανάλογα με τον καιρό
αλλάζαμε δωμάτιο.
Την άνοιξη στρώναμε
το στρατιωτικό σου μπουφάν∙
οι εξοχές της Σταυρούπολης
μοσκοβολούσαν θυμάρι.
Μια δυο φορές που λείπαν οι δικοί μου
σε κουβάλησα σπίτι∙
με τάραξες στα δαγκάματα∙
ύστερα λεηλατήσαμε το ψυγείο.
Χωρίσαμε παραμονή του Αϊ-Δημήτρη∙
σου αγόρασα μια μπλούζα ζιβάγκο,
σε κέρασα για τελευταία φορά μπουγάτσα –
και τώρα πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
~
Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)
το είχαμε σα δικό μας∙
ανάλογα με τον καιρό
αλλάζαμε δωμάτιο.
Την άνοιξη στρώναμε
το στρατιωτικό σου μπουφάν∙
οι εξοχές της Σταυρούπολης
μοσκοβολούσαν θυμάρι.
Μια δυο φορές που λείπαν οι δικοί μου
σε κουβάλησα σπίτι∙
με τάραξες στα δαγκάματα∙
ύστερα λεηλατήσαμε το ψυγείο.
Χωρίσαμε παραμονή του Αϊ-Δημήτρη∙
σου αγόρασα μια μπλούζα ζιβάγκο,
σε κέρασα για τελευταία φορά μπουγάτσα –
και τώρα πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
~
Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)