Ήταν στο δώμα. Κάτω, η θάλασσα κοιμότανε,
λευκή στο φεγγαρόφωτο και στους ατμούς,
μια νιότη όπως ο θάνατος αιώνια.
Εκεί, με τα μεγάλα μάτια της κλειστά
πεισματικά, θαρρείς για να κρατήσει
φυλακισμένο το όνειρο,
η Κίρκη με περίμενε. Κορμί ντυμένο
μόνο με την αρμύρα του νερού,
της γης την άχνη, του καιρού το ρίγος,
παιδική σάρκα σφριγηλή, αφημένη στο άγνωστο.
Το πόσο περπατήσαμε ο ένας του άλλου
τη μοναξιά, διαβαίνει η πίκρα και το παίρνει.
Κι ο Έρωτας έχει πάντα ένα σκυμμένο πρόσωπο
όταν κοιτάει στη χώρα της ανάμνησης,
ψάχνοντας για μια κίνηση, για μια γραμμή,
για έναν ίσκιο πνιγμένο, για ένα θρόισμα,
ζώντας ξανά το μυστικό κύμα, ανεβαίνοντας
την ερημιά.
Μα ωστόσο, η Κίρκη
ήταν εκεί, ταξιδεμένη απ’ τις αγρύπνιες μου
χρόνια και χρόνια, ήταν εκεί και με περίμενε,
παιδική σάρκα, οδυνηρά μεγαλωμένη
στου αγνώστου το καρτέρεμα.
Σκύβοντας, ήπια,
πρώτα, νερό απ’ τα χείλη της. Το καλοκαίρι
τραγουδούσε βαθιά μέσα στις φλέβες
το κομμένο τραγούδι του. Περιπλανήθηκα
ώρα πολλή στη σκοτεινή της γη, κοιτώντας
παράφορα τα κλεισμένα ματόφυλλα, κρούοντας τις πύλες
του μέσα κόσμου της, μιλώντας
τα λόγια που είναι σαν φτερά.
Μα η Κίρκη,
με το κορμί αφημένο στην πρωτόγνωρη αίσθηση,
με την πηγή της ανοιχτή στη βαριά δίψα μου,
κρατούσε πάντα στα θαυμάσια βύθη κάποιον ουρανό
φυλακισμένο, κι ένα φως που τρέμιζε άχραντο
στα απροσπέλαστα δάση. Μοναχή σα να ταξίδευε
με το ζεστό πουλί της αναπνιάς, ξένη κι ολόδική μου.
Είναι μακριά
τώρα το καλοκαιρινό νησί, η χαρά που πέτρωσε,
είναι μακριά και το κορμί της Κίρκης, η γιορτή
του πάθους πάνω από τη θάλασσα, κοντά
στην αιώνια νιότη.
Και στις μεγάλες κάμαρες γυρίζουν
τώρα τα μάτια της ολάνοιχτα, ξεκομμένα απ’ το σώμα.
Ανάβουνε μικρές φωτιές μέσα στα χέρια μου,
παίζουνε πίσω απ’ τα παραπετάσματα,
τυραννούνε τις νύχτες μου, απρόσιτα άστρα.
Ανατέλλουν στη ρέμβη μου, βασιλεύουν στα δάκρυά μου,
μοίρα από φως και σκοτάδι, πικρή και ανεξήγητη,
σαν τη μοίρα της ποίησης,
που αγρυπνάει
στην ψυχή μου.
~
Γιώργος Γεραλής.1961. Τα μάτια της Κίρκης. Αθήνα: Φέξης.
λευκή στο φεγγαρόφωτο και στους ατμούς,
μια νιότη όπως ο θάνατος αιώνια.
Εκεί, με τα μεγάλα μάτια της κλειστά
πεισματικά, θαρρείς για να κρατήσει
φυλακισμένο το όνειρο,
η Κίρκη με περίμενε. Κορμί ντυμένο
μόνο με την αρμύρα του νερού,
της γης την άχνη, του καιρού το ρίγος,
παιδική σάρκα σφριγηλή, αφημένη στο άγνωστο.
Το πόσο περπατήσαμε ο ένας του άλλου
τη μοναξιά, διαβαίνει η πίκρα και το παίρνει.
Κι ο Έρωτας έχει πάντα ένα σκυμμένο πρόσωπο
όταν κοιτάει στη χώρα της ανάμνησης,
ψάχνοντας για μια κίνηση, για μια γραμμή,
για έναν ίσκιο πνιγμένο, για ένα θρόισμα,
ζώντας ξανά το μυστικό κύμα, ανεβαίνοντας
την ερημιά.
Μα ωστόσο, η Κίρκη
ήταν εκεί, ταξιδεμένη απ’ τις αγρύπνιες μου
χρόνια και χρόνια, ήταν εκεί και με περίμενε,
παιδική σάρκα, οδυνηρά μεγαλωμένη
στου αγνώστου το καρτέρεμα.
Σκύβοντας, ήπια,
πρώτα, νερό απ’ τα χείλη της. Το καλοκαίρι
τραγουδούσε βαθιά μέσα στις φλέβες
το κομμένο τραγούδι του. Περιπλανήθηκα
ώρα πολλή στη σκοτεινή της γη, κοιτώντας
παράφορα τα κλεισμένα ματόφυλλα, κρούοντας τις πύλες
του μέσα κόσμου της, μιλώντας
τα λόγια που είναι σαν φτερά.
Μα η Κίρκη,
με το κορμί αφημένο στην πρωτόγνωρη αίσθηση,
με την πηγή της ανοιχτή στη βαριά δίψα μου,
κρατούσε πάντα στα θαυμάσια βύθη κάποιον ουρανό
φυλακισμένο, κι ένα φως που τρέμιζε άχραντο
στα απροσπέλαστα δάση. Μοναχή σα να ταξίδευε
με το ζεστό πουλί της αναπνιάς, ξένη κι ολόδική μου.
Είναι μακριά
τώρα το καλοκαιρινό νησί, η χαρά που πέτρωσε,
είναι μακριά και το κορμί της Κίρκης, η γιορτή
του πάθους πάνω από τη θάλασσα, κοντά
στην αιώνια νιότη.
Και στις μεγάλες κάμαρες γυρίζουν
τώρα τα μάτια της ολάνοιχτα, ξεκομμένα απ’ το σώμα.
Ανάβουνε μικρές φωτιές μέσα στα χέρια μου,
παίζουνε πίσω απ’ τα παραπετάσματα,
τυραννούνε τις νύχτες μου, απρόσιτα άστρα.
Ανατέλλουν στη ρέμβη μου, βασιλεύουν στα δάκρυά μου,
μοίρα από φως και σκοτάδι, πικρή και ανεξήγητη,
σαν τη μοίρα της ποίησης,
που αγρυπνάει
στην ψυχή μου.
~
Γιώργος Γεραλής.1961. Τα μάτια της Κίρκης. Αθήνα: Φέξης.
Ο Γιώργος Γεραλής (Σμύρνη, 1917 - Αθήνα, 1996) ήταν Έλληνας φιλόλογος
και ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Μετά την καταστροφή της
Σμύρνης το 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε
στη Νομική και τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και
εργάστηκε ως σύμβουλος σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου (Οργανισμός
Σιδηροδρόμων) αλλά και σε εκδοτικούς οίκους ως υπεύθυνος εκδόσεων. Στη
λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1936 με δημοσιεύματα στη Νέα Εστία και το
1939 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του Κύκνοι στο Λυκόφως, η οποία έγινε
ευνοϊκώς δεκτή από την κριτική. Ακολούθησε η συλλογή Λυρικά τοπία
(1950), ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα ασχολήθηκε επίσης με την παιδική
λογοτεχνία, τη λεξικογραφία (ως συνεργάτης στην έκδοση του Μεγάλου
Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης των εκδόσεων Δημητράκου) και μεταφράσεις
από την αρχαία ελληνική και τη σύγχρονή του ευρωπαϊκή ποιητική παραγωγή.
Ως σημαντικότερη προσφορά του στο χώρο της λογοτεχνίας θεωρείται η
τρίτη του ποιητική συλλογή, που έχει τίτλο Αίθουσα αναμονής (1957).
Συνεργάστηκε με έντυπα όπως τα Καλλιτεχνικά Νέα, η Νέα Εστία, τα
Πειραϊκά Γράμματα, ο Κύκλος, τα Νέα Ελληνικά κ.α. Τιμήθηκε με το βραβείο
της Ομάδας των Δώδεκα (1958), το δεύτερο και το πρώτο Κρατικό Βραβείο
Ποίησης (1958 και 1976 αντίστοιχα), ενώ έργα του μεταφράστηκαν στα
γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Ξεκινώντας από το χώρο της
παραδοσιακής ποίησης με εμφανείς καταβολές στο χώρο του συμβολισμού, ο
Γεραλής υιοθέτησε στην πορεία της δημιουργίας του στοιχεία από τη
λεγόμενη μοντερνιστική ποιητική γραφή με βασικό αντικείμενο του
προβληματισμού του την ανθρώπινη οδύνη και σκέψη αντλημένη από τη
βιωμένη εμπειρία του. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση έργων αρχαίων
ελλήνων και λατίνων, καθώς και συγχρόνων του ευρωπαίων ποιητών. Η
συλλογή του Νέα Ποιήματα τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Τα τελευταία
χρόνια της ζωής του έζησε απομονωμένος στην τελευταία του κατοικία στην
περιοχή Γκύζη. [Βιογραφία]