Έθου σκότος ...
Αφού τα πάντα μπορείς, χάρισέ του
έναν άχρονον ύπνο ώς τη στιγμή του φωτός.
Όχι με όνειρα, όχι. Αρκετά.
Τον βλέπεις. Περιπλανιέται
σε στενούς, επαναλαμβανόμενους διαδρόμους
δίχως έξοδο, ψιθυρίζοντας
πού είναι, λοιπόν,
το επαγγελμένο πρόσωπο της θείας
δικαιοσύνης, ν’ αντικριστούνε;
Κάθε τόσο ανταμώνει μικρές κραυγές
αποκομμένες από πανάρχαιες ρίζες.
Τις προσπερνά ή τον προσπερνούν, ξαναγυρίζει.
Πού είναι, λοιπόν,
το καταξεσκισμένο ιμάτιο της ανθρώπινης
δικαιοσύνης, για να το αγγίξει;
Γέλια πνιχτά που αντιχτυπούνε σε χαμηλές οροφές.
Έθου σκότος και εγένετο νυξ.
Και στη νύχτα,
γυαλίζει το μαχαίρι τού φονιά,
η οδοντοστοιχία του επίορκου,
κάτω απ’ το έναστρο θαύμα.
Και στη νύχτα,
ο Φρίξος ανεμοδέρνεται μόνος,
ξέροντας πια
πως η Νεφέλη ήταν αδύναμος ίσκιος που χάθηκε,
πως έχουν βουλιάξει στο μύθο οι Κολχίδες
κι οι ποιητές
γυρεύουν, απλώς, ένα σύμβολο,
ν’ αναπαυτούνε.
Έθου σκότος και εγένετο νυξ.
«...Και είδεν ο Θεός ότι καλόν...»
31.12.1982
~
Γιώργος Γεραλής. 1984. Νέα ποιήματα. Αθήνα: Θεωρία.
Αφού τα πάντα μπορείς, χάρισέ του
έναν άχρονον ύπνο ώς τη στιγμή του φωτός.
Όχι με όνειρα, όχι. Αρκετά.
Τον βλέπεις. Περιπλανιέται
σε στενούς, επαναλαμβανόμενους διαδρόμους
δίχως έξοδο, ψιθυρίζοντας
πού είναι, λοιπόν,
το επαγγελμένο πρόσωπο της θείας
δικαιοσύνης, ν’ αντικριστούνε;
Κάθε τόσο ανταμώνει μικρές κραυγές
αποκομμένες από πανάρχαιες ρίζες.
Τις προσπερνά ή τον προσπερνούν, ξαναγυρίζει.
Πού είναι, λοιπόν,
το καταξεσκισμένο ιμάτιο της ανθρώπινης
δικαιοσύνης, για να το αγγίξει;
Γέλια πνιχτά που αντιχτυπούνε σε χαμηλές οροφές.
Έθου σκότος και εγένετο νυξ.
Και στη νύχτα,
γυαλίζει το μαχαίρι τού φονιά,
η οδοντοστοιχία του επίορκου,
κάτω απ’ το έναστρο θαύμα.
Και στη νύχτα,
ο Φρίξος ανεμοδέρνεται μόνος,
ξέροντας πια
πως η Νεφέλη ήταν αδύναμος ίσκιος που χάθηκε,
πως έχουν βουλιάξει στο μύθο οι Κολχίδες
κι οι ποιητές
γυρεύουν, απλώς, ένα σύμβολο,
ν’ αναπαυτούνε.
Έθου σκότος και εγένετο νυξ.
«...Και είδεν ο Θεός ότι καλόν...»
31.12.1982
~
Γιώργος Γεραλής. 1984. Νέα ποιήματα. Αθήνα: Θεωρία.
Ο Γιώργος Γεραλής (Σμύρνη, 1917 - Αθήνα, 1996) ήταν Έλληνας φιλόλογος
και ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Μετά την καταστροφή της
Σμύρνης το 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε
στη Νομική και τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και
εργάστηκε ως σύμβουλος σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου (Οργανισμός
Σιδηροδρόμων) αλλά και σε εκδοτικούς οίκους ως υπεύθυνος εκδόσεων. Στη
λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1936 με δημοσιεύματα στη Νέα Εστία και το
1939 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του Κύκνοι στο Λυκόφως, η οποία έγινε
ευνοϊκώς δεκτή από την κριτική. Ακολούθησε η συλλογή Λυρικά τοπία
(1950), ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα ασχολήθηκε επίσης με την παιδική
λογοτεχνία, τη λεξικογραφία (ως συνεργάτης στην έκδοση του Μεγάλου
Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης των εκδόσεων Δημητράκου) και μεταφράσεις
από την αρχαία ελληνική και τη σύγχρονή του ευρωπαϊκή ποιητική παραγωγή.
Ως σημαντικότερη προσφορά του στο χώρο της λογοτεχνίας θεωρείται η
τρίτη του ποιητική συλλογή, που έχει τίτλο Αίθουσα αναμονής (1957).
Συνεργάστηκε με έντυπα όπως τα Καλλιτεχνικά Νέα, η Νέα Εστία, τα
Πειραϊκά Γράμματα, ο Κύκλος, τα Νέα Ελληνικά κ.α. Τιμήθηκε με το βραβείο
της Ομάδας των Δώδεκα (1958), το δεύτερο και το πρώτο Κρατικό Βραβείο
Ποίησης (1958 και 1976 αντίστοιχα), ενώ έργα του μεταφράστηκαν στα
γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Ξεκινώντας από το χώρο της
παραδοσιακής ποίησης με εμφανείς καταβολές στο χώρο του συμβολισμού, ο
Γεραλής υιοθέτησε στην πορεία της δημιουργίας του στοιχεία από τη
λεγόμενη μοντερνιστική ποιητική γραφή με βασικό αντικείμενο του
προβληματισμού του την ανθρώπινη οδύνη και σκέψη αντλημένη από τη
βιωμένη εμπειρία του. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση έργων αρχαίων
ελλήνων και λατίνων, καθώς και συγχρόνων του ευρωπαίων ποιητών. Η
συλλογή του Νέα Ποιήματα τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Τα τελευταία
χρόνια της ζωής του έζησε απομονωμένος στην τελευταία του κατοικία στην
περιοχή Γκύζη. [Βιογραφία]