Σε ξαναβρήκα όπως ανέβαινα τις ροδοδάφνες.
Τα ερείπια, μες στο απόγεμα της μουσικής,
πέτρα και μύθος κι είπα να ξεκουραστώ
στην πέτρα και στο μύθο και στη θύμησή σου.
Χαμογελώντας ήρθες, φέρνοντας πουλιά,
μέσα στις χούφτες, φέρνοντας χρυσάφι,
σωπασμένα πουλιά, χρυσάφι σκόνη
απλωμένο στο πρόσωπο, σάμπως να ’ρχόσουν
από ’ναν μακρινό, πικρό ουρανό,
απ’ τη φυλή που βούλιαξε και συλλογιέται.
Ξαναβρήκα στα μάτια σου τον αυλό και τη θάλασσα,
τα χαράματα πάνω στα νερά, το χαμόγελο
πλάι στους λόφους που σβήνανε, τα μαχαίρια των άστρων.
Ξαναβρήκα στο φίλημα τον κόμπο της πίκρας.
Έρημος ήταν ο ναός κι απ’ τις κολόνες
κύματα κύματα κυλούσε το σκοτάδι,
κύματα κύματα κυλούσε απ’ τα μαλλιά σου
το θαμπό φως της άλλης ζωής, και τα πουλιά
σωπασμένα στα χείλη σου για πάντα.
Η άνοιξη πέρασε, βέλος κι ανάβρυσμα,
ξημέρωμα λευκό στη μοναξιά του Αιγαίου,
το ταξίδι στο βάθος, οι γιαλοί
να προσμένουν χρησμούς και παραμύθια,
κι η μορφή σου αυστηρή κι ερωτεμένη
και τα μάτια σου τόσο μακρινά,
τραβηγμένα απ’ τη σκέψη κι απ’ τη μοίρα.
«Με τον άνεμο φεύγουμε, καθώς τα φύλλα.»
Όμως ετούτες οι γραμμές δένουν το χρόνο
και η αμετάγνωτη καρδιά ξαναγυρίζει
στο πρώτο ξάφνιασμα —απαλό χόρτο στην αύρα,
ανατολή στα βλέφαρα των αγαλμάτων—
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη μνήμη,
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη ρίζα
η μυθική στιγμή.
Ύστερα πάλι
σκοτεινιάζει παντού. Ο ναός, η νιότη,
τα ώριμα μέτωπα, οι νεκρές παιδικές κρήνες,
οι γελαστοί τάφοι. Κυλιόμαστε μες σ’ έναν ύπνο
με ασήμαντα όνειρα. Φωνές κομματιασμένες,
ψάχνοντας μια μορφή που δεν υπάρχει,
συντρίμμια ενός χρησμού ξεδιαλυμένου,
ενός κόσμου γυμνού.
Θα σε κρατήσω ωστόσο,
πληγή ακριβή, βούλα της άνοιξης, θα σε κρατήσω
στη βάρβαρη γερασμένη εποχή.
Εκατεβήκαμε σκυφτοί τις ροδοδάφνες.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως ματώνει.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως σωπαίνει
πίσω απ’ τα χρόνια, πάνω στα φτερά.
~
Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.
Τα ερείπια, μες στο απόγεμα της μουσικής,
πέτρα και μύθος κι είπα να ξεκουραστώ
στην πέτρα και στο μύθο και στη θύμησή σου.
Χαμογελώντας ήρθες, φέρνοντας πουλιά,
μέσα στις χούφτες, φέρνοντας χρυσάφι,
σωπασμένα πουλιά, χρυσάφι σκόνη
απλωμένο στο πρόσωπο, σάμπως να ’ρχόσουν
από ’ναν μακρινό, πικρό ουρανό,
απ’ τη φυλή που βούλιαξε και συλλογιέται.
Ξαναβρήκα στα μάτια σου τον αυλό και τη θάλασσα,
τα χαράματα πάνω στα νερά, το χαμόγελο
πλάι στους λόφους που σβήνανε, τα μαχαίρια των άστρων.
Ξαναβρήκα στο φίλημα τον κόμπο της πίκρας.
Έρημος ήταν ο ναός κι απ’ τις κολόνες
κύματα κύματα κυλούσε το σκοτάδι,
κύματα κύματα κυλούσε απ’ τα μαλλιά σου
το θαμπό φως της άλλης ζωής, και τα πουλιά
σωπασμένα στα χείλη σου για πάντα.
Η άνοιξη πέρασε, βέλος κι ανάβρυσμα,
ξημέρωμα λευκό στη μοναξιά του Αιγαίου,
το ταξίδι στο βάθος, οι γιαλοί
να προσμένουν χρησμούς και παραμύθια,
κι η μορφή σου αυστηρή κι ερωτεμένη
και τα μάτια σου τόσο μακρινά,
τραβηγμένα απ’ τη σκέψη κι απ’ τη μοίρα.
«Με τον άνεμο φεύγουμε, καθώς τα φύλλα.»
Όμως ετούτες οι γραμμές δένουν το χρόνο
και η αμετάγνωτη καρδιά ξαναγυρίζει
στο πρώτο ξάφνιασμα —απαλό χόρτο στην αύρα,
ανατολή στα βλέφαρα των αγαλμάτων—
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη μνήμη,
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη ρίζα
η μυθική στιγμή.
Ύστερα πάλι
σκοτεινιάζει παντού. Ο ναός, η νιότη,
τα ώριμα μέτωπα, οι νεκρές παιδικές κρήνες,
οι γελαστοί τάφοι. Κυλιόμαστε μες σ’ έναν ύπνο
με ασήμαντα όνειρα. Φωνές κομματιασμένες,
ψάχνοντας μια μορφή που δεν υπάρχει,
συντρίμμια ενός χρησμού ξεδιαλυμένου,
ενός κόσμου γυμνού.
Θα σε κρατήσω ωστόσο,
πληγή ακριβή, βούλα της άνοιξης, θα σε κρατήσω
στη βάρβαρη γερασμένη εποχή.
Εκατεβήκαμε σκυφτοί τις ροδοδάφνες.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως ματώνει.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως σωπαίνει
πίσω απ’ τα χρόνια, πάνω στα φτερά.
~
Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.
Ο Γιώργος Γεραλής (Σμύρνη, 1917 - Αθήνα, 1996) ήταν Έλληνας φιλόλογος
και ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Μετά την καταστροφή της
Σμύρνης το 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε
στη Νομική και τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και
εργάστηκε ως σύμβουλος σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου (Οργανισμός
Σιδηροδρόμων) αλλά και σε εκδοτικούς οίκους ως υπεύθυνος εκδόσεων. Στη
λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1936 με δημοσιεύματα στη Νέα Εστία και το
1939 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του Κύκνοι στο Λυκόφως, η οποία έγινε
ευνοϊκώς δεκτή από την κριτική. Ακολούθησε η συλλογή Λυρικά τοπία
(1950), ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα ασχολήθηκε επίσης με την παιδική
λογοτεχνία, τη λεξικογραφία (ως συνεργάτης στην έκδοση του Μεγάλου
Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης των εκδόσεων Δημητράκου) και μεταφράσεις
από την αρχαία ελληνική και τη σύγχρονή του ευρωπαϊκή ποιητική παραγωγή.
Ως σημαντικότερη προσφορά του στο χώρο της λογοτεχνίας θεωρείται η
τρίτη του ποιητική συλλογή, που έχει τίτλο Αίθουσα αναμονής (1957).
Συνεργάστηκε με έντυπα όπως τα Καλλιτεχνικά Νέα, η Νέα Εστία, τα
Πειραϊκά Γράμματα, ο Κύκλος, τα Νέα Ελληνικά κ.α. Τιμήθηκε με το βραβείο
της Ομάδας των Δώδεκα (1958), το δεύτερο και το πρώτο Κρατικό Βραβείο
Ποίησης (1958 και 1976 αντίστοιχα), ενώ έργα του μεταφράστηκαν στα
γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Ξεκινώντας από το χώρο της
παραδοσιακής ποίησης με εμφανείς καταβολές στο χώρο του συμβολισμού, ο
Γεραλής υιοθέτησε στην πορεία της δημιουργίας του στοιχεία από τη
λεγόμενη μοντερνιστική ποιητική γραφή με βασικό αντικείμενο του
προβληματισμού του την ανθρώπινη οδύνη και σκέψη αντλημένη από τη
βιωμένη εμπειρία του. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση έργων αρχαίων
ελλήνων και λατίνων, καθώς και συγχρόνων του ευρωπαίων ποιητών. Η
συλλογή του Νέα Ποιήματα τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Τα τελευταία
χρόνια της ζωής του έζησε απομονωμένος στην τελευταία του κατοικία στην
περιοχή Γκύζη. [Βιογραφία]