Καὶ τώρα, κλεῖστε ἑρμητικὰ τὶς θύρες. Τελειώσαν
ὅλα. Νὰ φύγουν κι οἱ στερνοί, νὰ μείνω μοναχή μου.
Ὅλα δικά μου ἦταν ἐδῶ μέσα κι᾿ ὅλα μοῦ λείψαν
κ᾿ ἔμεινε τόσο ἀπίστευτα μοναχικὴ ἡ ψυχή μου.
Νὰ φύγουν ὅλοι! Ἀκάλεστοι κι᾿ ἂς ἤρθανε μὲ δῶρα.
Τίποτε δὲν ἐταίριασε στὴν ἐξαίσια γυμνότη
ποὺ μὲ τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
ποὺ ἐμπρός τους μὲ ταπείνωσαν ἱκέτη καὶ δεσμώτη.
Τώρα προφητικὰ σημαίνει ἡ μυστικὴ καμπάνα
τοῦ «Δείπνου». Ὁ Μέγας Φίλος μου μηνᾶ τὴ θέλησή του
ναρθῆ. Κι᾿ ἂν πάντοτε ἔλειπεν, ὅμως μέσ᾿ στὴν καρδιά του
ἄξια τῆς πίστης μου ἔφεγγε τρισάξια ἡ θύμησή του.
Γιὰ τὴ μεγάλη ἀναμονὴν ἑτοιμασία θ᾿ ἀρχίσω
Ζωντάνεψε στὶς φλέβες μου ἡ εὐγενικὴ γενιά μου.
Τὰ χέρια μου τῆς προσευχῆς, ἕτοιμα νὰ συντρίψουν.
Φραγγέλιο ἡ ἀσυμβίβαστη, περήφανη ἀπονιά μου,
Κ᾿ ἔτσι θὰ νοιώσω, μὲ σεμνὰ χαμηλωμένα μάτια,
νὰ πέφτη ἀπὸ τὸ βάθρο του κ᾿ ἕνας θεὸς ὡραῖος
ποὺ εὔκολα μὲ ψαλμοὺς λατρείας βασίλεψε καὶ μένει
ἀκόμα λαμπροστέφανος κι᾿ ἀνύποπτα μοιραῖος.
Ἔρχεται! Ἀκούω ποὺ χτυπᾶ πιὸ βιαστικὰ ἡ καμπάνα.
Εἶμαι ἕτοιμη. Μονάχη της τὸ τέλος ἀντικρύζει
πιὸ γρήγορο, στὸν πόθο της ἡ τραγικὴ ψυχή μου,
ἀμφίβολη ἂν τὴ πίστεψεν Αὐτὸς ποὺ τὴ γνωρίζει.
ὅλα. Νὰ φύγουν κι οἱ στερνοί, νὰ μείνω μοναχή μου.
Ὅλα δικά μου ἦταν ἐδῶ μέσα κι᾿ ὅλα μοῦ λείψαν
κ᾿ ἔμεινε τόσο ἀπίστευτα μοναχικὴ ἡ ψυχή μου.
Νὰ φύγουν ὅλοι! Ἀκάλεστοι κι᾿ ἂς ἤρθανε μὲ δῶρα.
Τίποτε δὲν ἐταίριασε στὴν ἐξαίσια γυμνότη
ποὺ μὲ τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
ποὺ ἐμπρός τους μὲ ταπείνωσαν ἱκέτη καὶ δεσμώτη.
Τώρα προφητικὰ σημαίνει ἡ μυστικὴ καμπάνα
τοῦ «Δείπνου». Ὁ Μέγας Φίλος μου μηνᾶ τὴ θέλησή του
ναρθῆ. Κι᾿ ἂν πάντοτε ἔλειπεν, ὅμως μέσ᾿ στὴν καρδιά του
ἄξια τῆς πίστης μου ἔφεγγε τρισάξια ἡ θύμησή του.
Γιὰ τὴ μεγάλη ἀναμονὴν ἑτοιμασία θ᾿ ἀρχίσω
Ζωντάνεψε στὶς φλέβες μου ἡ εὐγενικὴ γενιά μου.
Τὰ χέρια μου τῆς προσευχῆς, ἕτοιμα νὰ συντρίψουν.
Φραγγέλιο ἡ ἀσυμβίβαστη, περήφανη ἀπονιά μου,
Κ᾿ ἔτσι θὰ νοιώσω, μὲ σεμνὰ χαμηλωμένα μάτια,
νὰ πέφτη ἀπὸ τὸ βάθρο του κ᾿ ἕνας θεὸς ὡραῖος
ποὺ εὔκολα μὲ ψαλμοὺς λατρείας βασίλεψε καὶ μένει
ἀκόμα λαμπροστέφανος κι᾿ ἀνύποπτα μοιραῖος.
Ἔρχεται! Ἀκούω ποὺ χτυπᾶ πιὸ βιαστικὰ ἡ καμπάνα.
Εἶμαι ἕτοιμη. Μονάχη της τὸ τέλος ἀντικρύζει
πιὸ γρήγορο, στὸν πόθο της ἡ τραγικὴ ψυχή μου,
ἀμφίβολη ἂν τὴ πίστεψεν Αὐτὸς ποὺ τὴ γνωρίζει.
~
Από τη συλλογή «Ηχώ στο Χάος»