Οταν θα ναι να ‘ρθω σε σένα Θεέ μου
κάνε να ναι μια μέρα που η φύση σέ γιορτή θα
στροβιλίζεται
Θέλω οπως πάντα το έκανα εδώ κάτω
να βρω ενα δρόμο της επιλογής μου,
να φτάσω οπως θα μ’ άρεσε στους παραδείσους
εκεί, οπου τ’ αστέρια φωτίζουνε τα μεσημέρια.
Θα πάρω τό μπαστούνι μου, θα μπώ μες στο μεγάλο
δρόμο
φωνάζοντας στ’ αγαπημένα μου γαϊδούρια :
Είμαι ο Φράνσις Τζέιμς καί πάω στον παράδεισο
αφού κόλαση δέν υπάρχει στη χώρα του Θεού.
Ελάτε του γαλάζιου ουρανού τρυφεροί μου φίλοι θα
τους πω , μαζί μου,
φτωχά αγαπημένα ζώα, που μ’ άξαφνες κινήσεις τών
αυτιών
διώχνετε αλογόμυγες, χτυπήματα και σφήκες.
Να εμφανιστώ ζητώ Θεέ , μπρστά σου ανάμεσα σ’ αυτά
τ’
αγαπημένα
που σκύβουν τό κεφάλι τους σιγά και σταματούν
συγκλίνοντας τά πόδια
με τρόπο τόσο απαλό που φέρνει τη συμπόνια.
Να φτάσω ακολουθούμενος ‘απ’ τα μεγάλα τους αυτιά,
χιλιάδες,
μ’ αυτά που στά πλευρά τους θά ‘χουνε κοφίνια
φορτωμένα,
μ’ αυτά που σέρνουνε καρότσες σαλτιμπάγκων,
άμαξες με φτερά καί γκαζοντενεκέδες,
κι άλλα που ‘χουν στήν πλάτη τους παλιά βαριά
βαρέλια,
μέ γκαστρωμένες γαϊδουρίτσες σαν ασκιά, με βήματ’
ασταθή,
μ’ αυτά πού ‘χουν δεμένες τίς πληγές
τριγυρισμένες από μύγες πεισματάρες.
Κάνε λοιπόν Θεέ μου, άν θές, να ρθω με τα
γαϊδούρια
καί πες μές στην ειρήνη σου οι αγγέλοι νά μας πάνε
στά φουντωτά ‘απ’ τις χλόες Σου ρυάκια
εκεί, οπου τρεμίζουν τά κεράσια καί στιλπνή
οπως των κοριτσιών η γελαστή τους σάρκα.
Κάνε στό χώρο που διαμένουν οι ψυχές
στα Θεϊά Σου τά νερά σκυμμένος, ίδιος με τα
γαϊδούρια,
που η ταπεινή, γλυκύτατη ζωή τους καθώς σκύβουν
θα καθρεφτίζεται μές στήν διαφάνεια της αιώνιας
αγάπης.
~
Μετάφραση: Θέμης Τασούλης
Περιοδικό » Πάροδος » Λαμία, Ιούνιος 2007
κάνε να ναι μια μέρα που η φύση σέ γιορτή θα
στροβιλίζεται
Θέλω οπως πάντα το έκανα εδώ κάτω
να βρω ενα δρόμο της επιλογής μου,
να φτάσω οπως θα μ’ άρεσε στους παραδείσους
εκεί, οπου τ’ αστέρια φωτίζουνε τα μεσημέρια.
Θα πάρω τό μπαστούνι μου, θα μπώ μες στο μεγάλο
δρόμο
φωνάζοντας στ’ αγαπημένα μου γαϊδούρια :
Είμαι ο Φράνσις Τζέιμς καί πάω στον παράδεισο
αφού κόλαση δέν υπάρχει στη χώρα του Θεού.
Ελάτε του γαλάζιου ουρανού τρυφεροί μου φίλοι θα
τους πω , μαζί μου,
φτωχά αγαπημένα ζώα, που μ’ άξαφνες κινήσεις τών
αυτιών
διώχνετε αλογόμυγες, χτυπήματα και σφήκες.
Να εμφανιστώ ζητώ Θεέ , μπρστά σου ανάμεσα σ’ αυτά
τ’
αγαπημένα
που σκύβουν τό κεφάλι τους σιγά και σταματούν
συγκλίνοντας τά πόδια
με τρόπο τόσο απαλό που φέρνει τη συμπόνια.
Να φτάσω ακολουθούμενος ‘απ’ τα μεγάλα τους αυτιά,
χιλιάδες,
μ’ αυτά που στά πλευρά τους θά ‘χουνε κοφίνια
φορτωμένα,
μ’ αυτά που σέρνουνε καρότσες σαλτιμπάγκων,
άμαξες με φτερά καί γκαζοντενεκέδες,
κι άλλα που ‘χουν στήν πλάτη τους παλιά βαριά
βαρέλια,
μέ γκαστρωμένες γαϊδουρίτσες σαν ασκιά, με βήματ’
ασταθή,
μ’ αυτά πού ‘χουν δεμένες τίς πληγές
τριγυρισμένες από μύγες πεισματάρες.
Κάνε λοιπόν Θεέ μου, άν θές, να ρθω με τα
γαϊδούρια
καί πες μές στην ειρήνη σου οι αγγέλοι νά μας πάνε
στά φουντωτά ‘απ’ τις χλόες Σου ρυάκια
εκεί, οπου τρεμίζουν τά κεράσια καί στιλπνή
οπως των κοριτσιών η γελαστή τους σάρκα.
Κάνε στό χώρο που διαμένουν οι ψυχές
στα Θεϊά Σου τά νερά σκυμμένος, ίδιος με τα
γαϊδούρια,
που η ταπεινή, γλυκύτατη ζωή τους καθώς σκύβουν
θα καθρεφτίζεται μές στήν διαφάνεια της αιώνιας
αγάπης.
~
Μετάφραση: Θέμης Τασούλης
Περιοδικό » Πάροδος » Λαμία, Ιούνιος 2007