Για αυτή τη φράση υπάρχουν δύο εκδοχές, ως προς τη προέλευσή της:
1η Εκδοχή: To 1837 o βασιλιάς Όθωνας και η γυναίκα του, Αμαλία, έφτασαν στην Αθήνα. Η άφιξή τους έγινε με μεγάλες τιμές και μάλιστα τους καλωσόρισαν και θρυλικοί αγωνιστές. Ο Μακρυγιάννης, μάλιστα, χάρισε στον Όθωνα ένα ζευγάρι τσαρούχια, για να ολοκληρώσει την παραδοσιακή ελληνική φορεσιά του. Οι βασιλείς διοργάνωσαν μια μεγάλη χοροεσπερίδα στο παλάτι. Στη χοροεσπερίδα βρέθηκαν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Μήτρος Πλαπούτας, το πρωτοπαλίκαρό του, οι οποίοι γλέντησαν και το έριξαν στο χορό. Μάλιστα ο Πλαπούτας ήταν και πολύ καλός χορευτής.
Χαρακτηριστικό συνήθειό του ήταν να πετάει ψηλά τα τσαρούχια του, μια φιγούρα που θαύμαζαν πολύ όσοι τον παρακολουθούσαν. Και μόλις ακούστηκε η μουσική για τσάμικο, εκείνος ήταν έτοιμος να αρχίσει τις γνωστές του φιγούρες. Όμως στην αίθουσα υπήρχαν πολυέλαιοι και ο Κολοκοτρώνης φρόντισε να τους... προστατέψει από τα τσαρούχια. «Το νου σου, Μήτσο, σιγά τον πολυέλαιο!», είπε και έμεινε!
2η Εκδοχή: Η άλλη, έχει τις ρίζες της στην εκκλησιαστική παράδοση και αναφέρεται στη συνήθεια που υπήρχε και ίσως υπάρχει ακόμη και στις μέρες μας, στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, με το άναμμα των πολυελαίων στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία.
Ο καντηλανάφτης αφού άναβε τους πολυελαίους τους κινούσε, χρησιμοποιώντας ένα κοντάρι, τον έναν από την ανατολή προς τη δύση και τον άλλον από το βορρά προς τον νότο έτσι ώστε να σχηματιστεί το σημείο του σταυρού. Αν όμως η κίνηση αυτή ήταν βιαστική, κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα του πολυελαίου και γιαυτό του έλεγαν «σιγά τον πολυέλαιο».