Αγκάλιασα την αυγή του καλοκαιριού.
Τίποτε δεν σάλευε ακόμα στη μετώπη των ανακτόρων. Το νερό ήταν νεκρό. Οι κάμποι των ίσκιων δεν άφηναν το δρόμο του δάσους. Περπάτησα, ξυπνώντας τις ανάσες ζωντανές και ζεστές, και οι πολύτιμες πέτρες κοίταξαν, και οι φτερούγες σηκώθηκαν αθόρυβα.
Η πρώτη περιπέτεια ήταν, μέσα στο μονοπάτι γεμάτο κιόλας δροσερές και χλωμές λάμψεις, ένα λουλούδι που μου είπε τ’ όνομά του.
Τίποτε δεν σάλευε ακόμα στη μετώπη των ανακτόρων. Το νερό ήταν νεκρό. Οι κάμποι των ίσκιων δεν άφηναν το δρόμο του δάσους. Περπάτησα, ξυπνώντας τις ανάσες ζωντανές και ζεστές, και οι πολύτιμες πέτρες κοίταξαν, και οι φτερούγες σηκώθηκαν αθόρυβα.
Η πρώτη περιπέτεια ήταν, μέσα στο μονοπάτι γεμάτο κιόλας δροσερές και χλωμές λάμψεις, ένα λουλούδι που μου είπε τ’ όνομά του.
Γέλασα στον ξανθό καταρράχτη που έλυσε τα μαλλιά του περνώντας μέσα απ’τα έλατα:στην ασημωμένη κορυφή αναγνώρισα τη θεά.
Τότε σήκωσα ένα προς ένα τα πέπλα. Μέσα στην αλέα, κουνώντας τα χέρια. Κοντά στην πεδιάδα, όπου τη μαρτύρησα στον πετεινό. Στη μεγάλη πολιτεία εκείνη έφευγε ανάμεσα από καμπαναριά και θόλους και, τρέχοντας σαν ένας ζητιάνος επάνω στις μαρμαρένιες προκυμαίες, την κυνηγούσα.
Στην ανηφοριά, κοντά σ’ ένα δαφνόδασος, την αγκάλιασα καθώς μάζευε τα πέπλα της, κι ένιωσα μόλις το απέραντο κορμί της. Η αυγή και το παιδί έπεσαν κατάχαμα στο δάσος.
Όταν ξύπνησα ήταν μεσημέρι.
Από ένα σκαλοπάτι χρυσαφένιο —μέσα από κορδόνια μεταξωτά, κουρτίνες γκρίζες, βελούδα πράσινα και δίσκους κρυστάλλινους, που σκουραίνουν καθώς ο χαλκός στον ήλιο—, βλέπω το χελιδονόχορτο ν’ ανοίγει επάνω σ’ ένα χαλί γεμάτο τεχνουργήματα ασημένια, με μάτια και μαλλιά.
Κομμάτια χρυσαφιού κίτρινου σκόρπια επάνω στην αχάτη, κίονες από ακαζού στηρίζοντας ένα θόλο από σμαράγδια, μπουκέτα με ατλάζι λευκό και λεπτές βέργες από ρουμπίνια αγκαλιάζουν το ρόδο του νερού.
Όμοια μ’ένα θεό με πελώρια μάτια γαλάζια και μορφές από χιόνι, η θάλασσα και ο ουρανός τραβάνε στα μαρμαρένια δώματα το πλήθος τα καινούρια και άλκιμα ρόδα.
Τότε σήκωσα ένα προς ένα τα πέπλα. Μέσα στην αλέα, κουνώντας τα χέρια. Κοντά στην πεδιάδα, όπου τη μαρτύρησα στον πετεινό. Στη μεγάλη πολιτεία εκείνη έφευγε ανάμεσα από καμπαναριά και θόλους και, τρέχοντας σαν ένας ζητιάνος επάνω στις μαρμαρένιες προκυμαίες, την κυνηγούσα.
Στην ανηφοριά, κοντά σ’ ένα δαφνόδασος, την αγκάλιασα καθώς μάζευε τα πέπλα της, κι ένιωσα μόλις το απέραντο κορμί της. Η αυγή και το παιδί έπεσαν κατάχαμα στο δάσος.
Όταν ξύπνησα ήταν μεσημέρι.
Από ένα σκαλοπάτι χρυσαφένιο —μέσα από κορδόνια μεταξωτά, κουρτίνες γκρίζες, βελούδα πράσινα και δίσκους κρυστάλλινους, που σκουραίνουν καθώς ο χαλκός στον ήλιο—, βλέπω το χελιδονόχορτο ν’ ανοίγει επάνω σ’ ένα χαλί γεμάτο τεχνουργήματα ασημένια, με μάτια και μαλλιά.
Κομμάτια χρυσαφιού κίτρινου σκόρπια επάνω στην αχάτη, κίονες από ακαζού στηρίζοντας ένα θόλο από σμαράγδια, μπουκέτα με ατλάζι λευκό και λεπτές βέργες από ρουμπίνια αγκαλιάζουν το ρόδο του νερού.
Όμοια μ’ένα θεό με πελώρια μάτια γαλάζια και μορφές από χιόνι, η θάλασσα και ο ουρανός τραβάνε στα μαρμαρένια δώματα το πλήθος τα καινούρια και άλκιμα ρόδα.
~
Αρθούρος Ρεμπώ, Κείμενα και κριτική,
μετάφραση-επιμέλεια: Βαγγέλης Χατζηδημητρίου,
εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1971
Αρθούρος Ρεμπώ, Κείμενα και κριτική,
μετάφραση-επιμέλεια: Βαγγέλης Χατζηδημητρίου,
εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1971