Ξημερώματα, αλλάζοντας όλες οι τροχιές
που διασχίζουν τον ουρανό από μισοσβησμένο άστρο σε άστρο,
ζευγαρώνοντας τα τέλη των δρόμων
σε τρένα φωτός
τώρα μας τραβούν στο φως της μέρας μέσα από τα κρεβάτια μας˙
και ξεκαθαρίζει ό,τι πίεζε το μυαλό μας:
σβήνουν τα λογής σχήματα από νέον
που αρμένιζαν και πρήζονταν και άστραφταν
κάτω στην γκρίζα λεωφόρο ανάμεσα στα μάτια
σε ροζ και κίτρινα, γράμματα και παλλόμενα σημάδια.
Κρεμασμένα από ψηλά φεγγάρια, δύουν, δύουν!
Από το παράθυρο βλέπω
μια αχανή πολιτεία, επιμελώς φανερωμένη,
καμωμένη εύθραυστη με μαεστρία,
λεπτομέρεια πάνω στη λεπτομέρεια,
μαρκίζα πάνω στην πρόσοψη,
να ορθώνεται προς τα πάνω τόσο νωθρά πάνω στον
άτολμο λευκό ουρανό, μοιάζει να ταλαντεύεται εκεί.
(Όπου έχει αργά μεγαλώσει
σε ουρανούς από υγρό γυαλί
από λιωμένες χάντρες σιδήρου και χάλκινους κρυστάλλους,
ο μικρός χημικός «κήπος» σʼ ένα βάζο
τρέμει και ακινητεί ξανά,
ωχρό μπλε, μπλε- πράσινο, και πήλινο).
Τα σπουργίτια βιαστικά ξεκινούν το παιχνίδι τους.
Τότε, στα δυτικά, «Μπουμ!» κι ένα νέφος καπνού.
«Μπουμ!» και η εκρηκτική σφαίρα
από μπουμπούκια ανθίζει ξανά.
(Και όλοι οι υπάλληλοι που δουλεύουν στα εργοστάσια
όπου ένας τέτοιος ήχος λέει «Κίνδυνος», ή κάποτε είπε «Θάνατος»,
στρέφουν μέσα στον ύπνο τους και νιώθουν
τις μικρές τρίχες νʼ ανασηκώνονται
στη ράχη του λαιμού τους). Το νέφος καπνού απομακρύνεται.
Ένα πουκάμισο παίρνεται από την σαν αρμαθιασμένη σειρά ρούχων.
Κατά μήκος του δρόμου κάτω
η υδροφόρα έρχεται
εκσφενδονίζοντας τους συριγμούς της, χιονάτα ριπίζοντας αντίπερα
φλούδες κι εφημερίδες. Το νερό στεγνώνει
φωτεινό-ξηρό, σκοτεινό-υγρό, το καλούπι
του δροσερού καρπουζιού.
Ακούω της μέρας το σαλτάρισμα καθώς εξαπολύεται το πρωινό
από πέτρινους τοίχους και σάλες και σιδερένια κρεβάτια,
σκόρπιοι ή ομαδικοί καταρράκτες,
συναγερμοί για το αναμενόμενο:
αλλόκοτοι έρωτες όλων των ειδών σηκώνονται,
που το βραδινό τους γεύμα θα προετοιμάζουν όλη μέρα,
θα γευματίσεις καλά
με τη δικιά του καρδιά, τη δικιά του, και τη δικιά του,
λοιπόν στείλε τους για τις δουλειές σου στοργικά,
να σέρνουν στους δρόμους τις μοναδικές τους αγάπες.
Μαστίγωσέ τους με τριαντάφυλλα μόνο,
φωτίσου ωσάν το ήλιο,
για πάντα στον ένα, ή αρκετούς, ερχομούς πρωινών
που το κεφάλι του θα έχει πέσει στο χείλος του κρεβατιού του,
που το πρόσωπό του θα στρέφει
λοιπόν έτσι η εικόνα
της πόλης μεγαλώνει μέσα στʼ ανοιγμένα μάτια του
ανεστραμμένη και παραμορφωμένη. Όχι. Εννοώ
παραμορφωμένη και φανερωμένη,
αν το βλέπει καθόλου.
που διασχίζουν τον ουρανό από μισοσβησμένο άστρο σε άστρο,
ζευγαρώνοντας τα τέλη των δρόμων
σε τρένα φωτός
τώρα μας τραβούν στο φως της μέρας μέσα από τα κρεβάτια μας˙
και ξεκαθαρίζει ό,τι πίεζε το μυαλό μας:
σβήνουν τα λογής σχήματα από νέον
που αρμένιζαν και πρήζονταν και άστραφταν
κάτω στην γκρίζα λεωφόρο ανάμεσα στα μάτια
σε ροζ και κίτρινα, γράμματα και παλλόμενα σημάδια.
Κρεμασμένα από ψηλά φεγγάρια, δύουν, δύουν!
Από το παράθυρο βλέπω
μια αχανή πολιτεία, επιμελώς φανερωμένη,
καμωμένη εύθραυστη με μαεστρία,
λεπτομέρεια πάνω στη λεπτομέρεια,
μαρκίζα πάνω στην πρόσοψη,
να ορθώνεται προς τα πάνω τόσο νωθρά πάνω στον
άτολμο λευκό ουρανό, μοιάζει να ταλαντεύεται εκεί.
(Όπου έχει αργά μεγαλώσει
σε ουρανούς από υγρό γυαλί
από λιωμένες χάντρες σιδήρου και χάλκινους κρυστάλλους,
ο μικρός χημικός «κήπος» σʼ ένα βάζο
τρέμει και ακινητεί ξανά,
ωχρό μπλε, μπλε- πράσινο, και πήλινο).
Τα σπουργίτια βιαστικά ξεκινούν το παιχνίδι τους.
Τότε, στα δυτικά, «Μπουμ!» κι ένα νέφος καπνού.
«Μπουμ!» και η εκρηκτική σφαίρα
από μπουμπούκια ανθίζει ξανά.
(Και όλοι οι υπάλληλοι που δουλεύουν στα εργοστάσια
όπου ένας τέτοιος ήχος λέει «Κίνδυνος», ή κάποτε είπε «Θάνατος»,
στρέφουν μέσα στον ύπνο τους και νιώθουν
τις μικρές τρίχες νʼ ανασηκώνονται
στη ράχη του λαιμού τους). Το νέφος καπνού απομακρύνεται.
Ένα πουκάμισο παίρνεται από την σαν αρμαθιασμένη σειρά ρούχων.
Κατά μήκος του δρόμου κάτω
η υδροφόρα έρχεται
εκσφενδονίζοντας τους συριγμούς της, χιονάτα ριπίζοντας αντίπερα
φλούδες κι εφημερίδες. Το νερό στεγνώνει
φωτεινό-ξηρό, σκοτεινό-υγρό, το καλούπι
του δροσερού καρπουζιού.
Ακούω της μέρας το σαλτάρισμα καθώς εξαπολύεται το πρωινό
από πέτρινους τοίχους και σάλες και σιδερένια κρεβάτια,
σκόρπιοι ή ομαδικοί καταρράκτες,
συναγερμοί για το αναμενόμενο:
αλλόκοτοι έρωτες όλων των ειδών σηκώνονται,
που το βραδινό τους γεύμα θα προετοιμάζουν όλη μέρα,
θα γευματίσεις καλά
με τη δικιά του καρδιά, τη δικιά του, και τη δικιά του,
λοιπόν στείλε τους για τις δουλειές σου στοργικά,
να σέρνουν στους δρόμους τις μοναδικές τους αγάπες.
Μαστίγωσέ τους με τριαντάφυλλα μόνο,
φωτίσου ωσάν το ήλιο,
για πάντα στον ένα, ή αρκετούς, ερχομούς πρωινών
που το κεφάλι του θα έχει πέσει στο χείλος του κρεβατιού του,
που το πρόσωπό του θα στρέφει
λοιπόν έτσι η εικόνα
της πόλης μεγαλώνει μέσα στʼ ανοιγμένα μάτια του
ανεστραμμένη και παραμορφωμένη. Όχι. Εννοώ
παραμορφωμένη και φανερωμένη,
αν το βλέπει καθόλου.
~
Μετάφραση Γιώργος Παναγιωτίδης