I
Ξάφνου, ένα δέντρο υψώθηκεν. Ω ανύψωση καθάρια!
Ο Ορφέας τραγουδά! Ω ψηλό δέντρο μες στ’ αυτιά!
Κι όλα σιωπήσαν. Μα και στο σώπασμα αυτό μέσα
κάτι καινούριο αρχίζει, μεταμορφώνεται και νεύει.
Ζώα της σιωπής ξετρύπωσαν, μες στο λευτερωμένο
δάσος, το φωτεινό, από κοιτιές και φωλιές μέσα·
και τότε εφάνη, ότι μένανε άφωνα, όχι
γιατί, τάχα, φοβήθηκαν, μήτε γιατί ενεδρεύαν,
παρά γιατί άκουαν. Βρυχηθμός, κραυγή, ουρλιαχτό
μικρά έμοιαζαν μες στις καρδιές τους. Κι όπου, ώς τότε,
δεν ήτανε καλύβα να υποδεχτεί αυτό το τραγούδι
κι ούτε άσυλο του πιο σκοτεινού πόθου, μ’ ένα
έμπασμα, που οι παραστάδες του σειούνταν, —
εκεί, ακριβώς, ναό ’χεις, μέσα στην ακοή τους, φτιάξει.
II
Και σχεδόν παιδούλα ήτα, που ανεφάνη
απ’ του άσματος και της λύρας τη χαρά
κι έλαμπε στα εαρινά της πέπλα καθαρά
κι είχε την κλίνη της μες στο αυτί μου κάνει
κι αποκοιμήθηκε μέσα μου, Κι όσα είχα θαυμάσει
δέντρα, άλλοτε, κι οι απτοί ορίζοντες εκείνοι
και το αισθητό λιβάδι κι όποια είχα δοκιμάσει
έκπληξη, απ’ όλ’ αυτά ο ύπνος της είχε γίνει.
Κοιμότανε τον κόσμο. Τραγουδιστή Θεέ, πώς
έτσι τέλεια την έκαμες, που να μη ζητήσει
πριν ξύπνια να ’ναι; Δες, εγεννήθηκε κι αποκοιμήθη.
Πού να ’ναι ο θάνατός της; Ω, το θέμα αυτό
θα το αποκαλύψεις, πριν το τραγούδι σου σιγήσει; —
Για πού φεύγει, έξω από με;… Μια παιδούλα σχεδόν…
III
Ένας θεός το μπορεί. Πώς, όμως, πες μου, θα μπορούσε
να τον ακολουθεί ένας άντρας, με μια φτενή λύρα;
Η αίσθησή του είναι δίβουλη. Στο σταυροδρόμι
δυο δρόμων της καρδιάς, ναός για τον Απόλλωνα δε στέκει.
Δεν είναι πόθος το τραγούδι, ως το διδάσκεις, μήτε
κι επιδίωξη για κάτι, που κατορθώνεται, στο τέλος·
το τραγούδι είναι ύπαρξη. Και για τον Θεό κάτι είναι
εύκολο. Όμως πότε είμαστε; Και πότε, Αυτός θα στρέψει
ως τη δική μας ύπαρξη τη γη και τ’ άστρα;
Δεν είναι αυτό: τ’ ότι αγαπάς, έφηβε· κι αν ακόμη,
τότε, η φωνή σου τ’ άνοιγε με βία το στόμα: μάθε
να λησμονείς πως τραγουδάς. Εκείνο ρέει. Μια ανάσα
δεύτερη είναι να τραγουδάς αληθινά. Μια ανάσα
για τίποτα. Μέσα στον Θεό μια πνοή. Κι άνεμος είναι.
ΧΧΙΙ
Είμαστε αυτοί που όλο πηγαίνουν.
Μα στοχάσου του χρόνου του
βήμα, σαν κάτι περίσσα μικρό
μες στ’ αυτιά που πάντα απομένουν.
Στη βιάση ό,τι έχει δοθεί
θα ’χει κιόλας περάσει·
γιατί το απομένον κατηχεί,
η μύηση μ’ αυτό θα μας φτάσει.
Αγόρια, μη σπαταλάτε
το θάρρος σας στη βιάση αυτή,
στη δοκιμή ψηλά να πάτε.
Όλα έχουνε πια αναπαυτεί:
Σκότος και φως κοιμάται,
άνθη, βιβλίο έχουν κλειστεί.
Ξάφνου, ένα δέντρο υψώθηκεν. Ω ανύψωση καθάρια!
Ο Ορφέας τραγουδά! Ω ψηλό δέντρο μες στ’ αυτιά!
Κι όλα σιωπήσαν. Μα και στο σώπασμα αυτό μέσα
κάτι καινούριο αρχίζει, μεταμορφώνεται και νεύει.
Ζώα της σιωπής ξετρύπωσαν, μες στο λευτερωμένο
δάσος, το φωτεινό, από κοιτιές και φωλιές μέσα·
και τότε εφάνη, ότι μένανε άφωνα, όχι
γιατί, τάχα, φοβήθηκαν, μήτε γιατί ενεδρεύαν,
παρά γιατί άκουαν. Βρυχηθμός, κραυγή, ουρλιαχτό
μικρά έμοιαζαν μες στις καρδιές τους. Κι όπου, ώς τότε,
δεν ήτανε καλύβα να υποδεχτεί αυτό το τραγούδι
κι ούτε άσυλο του πιο σκοτεινού πόθου, μ’ ένα
έμπασμα, που οι παραστάδες του σειούνταν, —
εκεί, ακριβώς, ναό ’χεις, μέσα στην ακοή τους, φτιάξει.
II
Και σχεδόν παιδούλα ήτα, που ανεφάνη
απ’ του άσματος και της λύρας τη χαρά
κι έλαμπε στα εαρινά της πέπλα καθαρά
κι είχε την κλίνη της μες στο αυτί μου κάνει
κι αποκοιμήθηκε μέσα μου, Κι όσα είχα θαυμάσει
δέντρα, άλλοτε, κι οι απτοί ορίζοντες εκείνοι
και το αισθητό λιβάδι κι όποια είχα δοκιμάσει
έκπληξη, απ’ όλ’ αυτά ο ύπνος της είχε γίνει.
Κοιμότανε τον κόσμο. Τραγουδιστή Θεέ, πώς
έτσι τέλεια την έκαμες, που να μη ζητήσει
πριν ξύπνια να ’ναι; Δες, εγεννήθηκε κι αποκοιμήθη.
Πού να ’ναι ο θάνατός της; Ω, το θέμα αυτό
θα το αποκαλύψεις, πριν το τραγούδι σου σιγήσει; —
Για πού φεύγει, έξω από με;… Μια παιδούλα σχεδόν…
III
Ένας θεός το μπορεί. Πώς, όμως, πες μου, θα μπορούσε
να τον ακολουθεί ένας άντρας, με μια φτενή λύρα;
Η αίσθησή του είναι δίβουλη. Στο σταυροδρόμι
δυο δρόμων της καρδιάς, ναός για τον Απόλλωνα δε στέκει.
Δεν είναι πόθος το τραγούδι, ως το διδάσκεις, μήτε
κι επιδίωξη για κάτι, που κατορθώνεται, στο τέλος·
το τραγούδι είναι ύπαρξη. Και για τον Θεό κάτι είναι
εύκολο. Όμως πότε είμαστε; Και πότε, Αυτός θα στρέψει
ως τη δική μας ύπαρξη τη γη και τ’ άστρα;
Δεν είναι αυτό: τ’ ότι αγαπάς, έφηβε· κι αν ακόμη,
τότε, η φωνή σου τ’ άνοιγε με βία το στόμα: μάθε
να λησμονείς πως τραγουδάς. Εκείνο ρέει. Μια ανάσα
δεύτερη είναι να τραγουδάς αληθινά. Μια ανάσα
για τίποτα. Μέσα στον Θεό μια πνοή. Κι άνεμος είναι.
ΧΧΙΙ
Είμαστε αυτοί που όλο πηγαίνουν.
Μα στοχάσου του χρόνου του
βήμα, σαν κάτι περίσσα μικρό
μες στ’ αυτιά που πάντα απομένουν.
Στη βιάση ό,τι έχει δοθεί
θα ’χει κιόλας περάσει·
γιατί το απομένον κατηχεί,
η μύηση μ’ αυτό θα μας φτάσει.
Αγόρια, μη σπαταλάτε
το θάρρος σας στη βιάση αυτή,
στη δοκιμή ψηλά να πάτε.
Όλα έχουνε πια αναπαυτεί:
Σκότος και φως κοιμάται,
άνθη, βιβλίο έχουν κλειστεί.
Άρης Δικταίος. 1987. Εκλογή από το ποιητικό έργο του Rainer Maria Rilke.
2η έκδ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
Πηγή
**********
2η έκδ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
Πηγή
**********
Ερμηνευτική Προσέγγιση: Η ακολουθία πενήντα πέντε (55) σονέτων που ο Rilke απηύθυνε στο μυθικό Ορφέα γράφτηκε το Φεβρουάριο 1922 στον πύργο Muzot της Ελβετίας, «ως ένα μνημείο για τη Vera Ouckama Knoop», όπως αναφέρει η αφιέρωση του ποιητή στον τόμο που τα περιέχει. Η εικοσάχρονη αιθέρια κοπέλα, κόρη φιλικής οικογενείας, πέθανε από ασθένεια ξαφνικά. Η όλη σύνθεση λειτουργεί ελεγειακά και κάπως υμνητικά, όχι όμως ως μια έξυπνη απόπειρα μοντέρνας επανερμηνείας του κλασικού μύθου όπως τον έχει κληροδοτήσει στην ευρωπαϊκή κουλτούρα ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του (βιβλία 10 και 11) και ο Βιρ-γίλος στα Γεωργικά του. Συνέχεια του κειμένου ΕΔΩ