Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Νίκος Καζαντζάκης, «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (αποσπάσματα, βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή)

* Το βιβλίο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά αποτελεί ένα από τα πλέον γνωστά έργα του Νίκου Καζαντζάκη τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στο εξωτερικό. Το μυθιστόρημα αυτό είναι το πρώτο που γράφει ο συγγραφέας στα ελληνικά και εκδίδε-ται μεταπολεμικά ως ύμνος για τη φιλία και την ελευθερία. Ο Ζορμπάς  βρίσκεται  ακριβώς  στη  μέση  ανάμεσα  στα
  προγενέ-στερα –όχι και τόσο επιτυχημένα– και στα επόμενα επιτυχημέ-να μυθιστορήματα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Καζαντζάκης πλάθει τον μύθο του Αλέξη Ζορμπά μετά την ολοκλήρωση και την έκδοση των περιπλανήσεων του Οδυσσέα του· η Οδύσειά του αποτελεί τον συγγραφικό  στίβο  στον  οποίο  ο  συγγραφέας  αγωνίστηκε  να  διαμορφώσει τον ποιητικό του χαρακτήρα και να διασώσει το γλωσσολογικό και φιλοσοφικό του ιδεώδες. Νικητής ως άλλος Οδυσσέας  γεμάτος  γνώση  και πράξη,  σοφός  και  αγωνιστής,  καταπιάνεται με τη συγγραφή μυθιστορημάτων: ο ίδιος όμως τα  θεωρούσε  πάρεργα,  γιατί  δεν  φιλοδοξούσε  να  γίνει  πεζο-γράφος,  αλλά  ένας  μεγάλος  ποιητής·  τέτοιον  θεωρούσε  τον  εαυτό  του  ο  κρητικός  συγγραφέας·  έναν  ποιητή  των  αιώνων  όπως ο Όμηρος, ο Κορνάρος, ο Δάντης.

Το  βιβλίο  του  Νίκου  Καζαντζάκη  είναι  ίσως  το  καλύτερο  από τη σειρά των μυθιστορημάτων που έγραψε ο συγγραφέας στα μεταπολεμικά χρόνια και συγκαταλέγεται στα 100 Καλύτε-ρα Βιβλία όλων των Εποχών σύμφωνα με την έκθεση που συ-ντάχθηκε το 2002 από τη Νορβηγική Λέσχη του Βιβλίου.Ο  Καζαντζάκης  κατόρθωσε  να  δημιουργήσει  μια  λογο-τεχνική  προσωπικότητα  η  οποία  παραμένει  αναλλοίωτη  και  ανόθευτη μετά από αρκετές δεκαετίες· ο Ζορμπάς αποτελεί το σύμβολο του αυθόρμητου ανθρώπου που ζει την κάθε στιγμή επιτυγχάνοντας την υστεροφημική αθανασία· ο μυθιστορημα-τικός ήρωας του Νίκου Καζαντζάκη αντιπροσωπεύει τον χαρα-κτηριστικό τύπο Νεοέλληνα, που ενσαρκώνει την ελληνική λα-ϊκή  κουλτούρα  και  έχει  δίκαια  συσχετιστεί  με  τον  χαρακτήρα  του σύγχρονου Έλληνα, ως Ζορμπάς ο Έλληνας.

Υπόθεση

Στο  βιβλίο  Βίος  και  Πολιτεία  του  Αλέξη  Ζορμπά  περιγράφεται  η γνωριμία και το χρονικό της φιλίας του Καζαντζάκη και του Ζορμπά, καθώς και τα περιστατικά που διαδραματίστηκαν κατά τη συνεργασία των δύο προσώπων όταν οργάνωσαν την επι-χείρηση λιγνίτη στην Πραστοβά της Μάνης.

Η πλοκή του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στην Κρήτη ενώ αντίστοιχα ο πραγματικός Γιώργης Ζορμπάς μεταμορφώ-νεται στο μυθοπλαστικό πρόσωπο του Αλέξη Ζορμπά. Η ιστο-ρία  ξεκινά  τη  στιγμή  που  συναντιούνται  στον  Πειραιά  οι  δύο  βασικοί  ήρωες  του  βιβλίου:  ο  Συγγραφέας  και  ο  Ζορμπάς. 

Ο  Συγγραφέας, αφού εντυπωσιάστηκε με τον αντισυμβατικό χα-ρακτήρα  του  Ζορμπά  και  το  διαρκώς  φιλοσοφούμενο  πάθος  του για τη ζωή, αποφασίζει να τον προσλάβει στην επιχείρη-ση ως επιστάτη. Στην Κρήτη, εγκαθίστανται στο ξενοδοχείο της Μαντάμ Ορτάνς, μιας ξεπεσμένης σαντέζας, που δεν αργεί να γίνει η ερωμένη του Ζορμπά, μια από τις πολλές γυναίκες της πολυτάραχης ζωής του.

Σημαντικός  κορμός  του  μυθιστορήματος  είναι  οι  συζητή-σεις  των  δύο  φίλων  κατά  τη  διάρκεια  της  συνεργασίας  τους  στο λιγνιτωρυχείο το οποίο αποδεικνύεται ένα προσχηματικό συγγραφικό κατασκεύασμα. Ο Συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται διόλου για επιχειρήσεις και κέρδη, αλλά μοναδική του έγνοια είναι  η  αέναη  αναζήτηση  απαντήσεων  στα  φιλοσοφικά  ερω-τήματα  που  τον  τυραννούν. 

Ο  Ζορμπάς  με  την  εμπειρία  του  βίου του και την απλή λογική του προσπαθεί να του αποδείξει ότι οι απαντήσεις που βασανίζουν τον συγγραφέα δεν βρίσκο-νται ούτε στην περίπλοκη λογική σκέψη ούτε στα βιβλία, αλλά μέσα στην ίδια τη ζωή· οι απαντήσεις των φιλοσοφικών ερω-τημάτων αποκαλύπτονται πηγαία, αρκεί κανείς να βιώνει την κάθε στιγμή της ζωής με ειλικρινές πάθος, απαλλαγμένος από οποιεσδήποτε ελπίδες, εμμονές και προσδοκίες.

Ήρωες

Στο μυθιστόρημα εμφανίζονται οι ήρωες:

ο Συγγραφέας-Αφη-γητής,  ο  Αλέξης  Ζορμπάς,  η  Μαντάμ  Ορτάνς,  η  Χήρα,  ο  Μι-μυθός,  η  Λόλα,  ο  καπετάν  Μαυραντώνης,  ο  Μανόλακας,  ο  μπαρμπα-Αναγνώστης, ο Κοντομανολιός, ο παπα-Στέφανος, ο Παυλής  και  άλλα  πρόσωπα  ως  βοηθητικά  για  την  προαγωγή  της ιστορίας.

Πρωταγωνιστές της ιστορίας του Καζαντζάκη αποτελούν ο Συγγραφέας  και  ο  Ζορμπάς·  ο  Συγγραφέας  ως  Αφηγητής  σε  πρώτο πρόσωπο, δηλαδή ο ίδιος ο Καζαντζάκης. Ο Συγγραφέ-ας και ο Ζορμπάς λειτουργούν στην πλοκή του έργου ως alter ego· ως ο άλλος εαυτός ο Ένας του Άλλου. Η σημασία του μυ-θιστορήματος  βρίσκεται  στα  πρόσωπα  και  στους  στοχασμούς  των δύο αυτών ηρώων που λειτουργούν ως αντικατοπτρισμός του ίδιου ανθρώπου.

Οι βασικές γυναικείες μορφές του έργου, η Μαντάμ Ορτάνς και η Χήρα, αναμειγνύονται στο μύθο κυρίως ως σύμβολα επι-θυμίας προκειμένου να αναδείξουν κυρίως τις πτυχές του χα-ρακτήρα  και  την  προσωπικότητα  των  δύο  αντρικών  μορφών  του  μυθιστορήματος.  Μια  παρακινδυνευμένη  θεωρία  μπορεί  να στηριζόταν και στη λογοτεχνική εικασία ότι η Μαντάμ Ορ-τάνς και η Χήρα αποτελούν τη θηλυκή πλευρά των δύο βασι-κών αντρικών ηρώων.

Οι δευτεραγωνιστές του μυθιστορήματος, όπως ο Μιμυθός, ο «νεραϊδιάρης», ο μπαρμπα-Αναγνώστης, ο πρόκριτος, ο κα-πετάν Μαυραντώνης, ο δημογέροντας, ο Μανόλακας, ο αγρο-φύλακας, ο Κοντομανολιός, ο καφετζής, ο παπα-Στέφανος, ο Παυλής, η Λόλα, προωθούν με έναν ξεχωριστό τρόπο τον μύθο αναδεικνύοντας  γεγονότα  και  περιστατικά  που  φανερώνουν  άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας των βασικών ηρώων και ταυτόχρονα σκιαγραφούν περίτεχνα τον χαρακτήρα τους.

Αποδοχή

Οι  κριτικές  για  τον  Ζορμπά  στην  Ελλάδα  ποικίλουν·  σχεδόν  όλες  είναι  επαινετικές,  αλλά  μερικοί  ήθελαν  να  περιλάβει  ο  συγγραφέας στο βιβλίο και τον αντιστασιακό αγώνα κατά των Γερμανών. Αρκετοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών εξέφρασαν δημόσια την άποψή τους για τη νέα μυθιστορημα-τική απόπειρα του Νίκου Καζαντζάκη. Μέχρι και ο ποιητής Κώ-στας Βάρναλης γράφει κριτική, που δημοσιεύεται στις 23 Δε-κεμβρίου 1946 στην εφημερίδα Ο Ρίζος της Δευτέρας:

«Ένα σοβαρό βιβλίο: Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορ-μπά ενός από τους σοβαρούς λογοτέχνες του τόπου: του Νίκου Καζαντζάκη. Συγγραφέας με αξία. Βιβλίο με αξιώσεις.

Είναι πολύ σπάνιες οι ευκαιρίες για τους κριτικούς των βι-βλίων  να  χαρούν  απλωτό  ένα  καλό  έργο.  Γιατί  το  καλό  έργο  δίνει  μεγάλα  περιθώρια  στη  γνώμη  του  κριτικού  να  ‘ναι  όσο  θέλει ακριβοδίκαιη ή και αυστηρή.

Ο “Αλέξης Ζορμπάς” του κ. Κ. είναι ένα έργο αξιόλογο, όχι μονάχα  με  πολλές  αξιώσεις  αλλά  και  με  πολλήν  αξία.  Είναι  έργο, που με την ωριμότητά του, τη δύναμή του και τον πλού-το του μας λυτρώνει από τη βιβλιοπλημμύρα της μετριότητας αυτών των ημερών. Ο πλούτος, η δύναμη κ’ η ωριμότητα τού “Αλέξη Ζορμπά” υπάρχουνε και στο περιεχόμενο και στη φόρ-μα.  Έργο  ισορροπημένο  και  στέρεο  –πάντα  στη  βάση  που  το  θεμελιώνει  ο  συγγραφέας.  Όλο  το  βιβλίο  είναι  γραμμένο  με  κέφι –κέφι λέω ακόμα και τον ειλικρινή πεσσιμισμό. Ζωντάνια πολλή,  οξύτητα  παρατηρητική  του  μέσα  και  του  έξω  ανθρώ-που, εποπτεία του κόσμου από τ’ αψηλά κ’ από τα χαμηλά, αί-σθημα, χιούμορ, σοφία και πάνου απ’ όλα ύφος αψεγάδιαστο, προσωπικό, όλο χρώμα και λάμψη, υπόδειγμα για τους ευκο-λογράφους καλαμαράδες, και σύνθεση αριστοτεχνική. Όλ’ αυ-τά  κυβερνημένα  από  την  υπεύθυνη  αγωνία  του  δημιουργού  που  ζητάει  την  τελειότητα  και  στα  μέσα  και  στο  σκοπό  –ακα-τάπαυτα».

*Πηγή
Διδάκτορας Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας & Λογοτεχνικής Υφολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
Επιστημονικός Σύμβουλος των Εκδόσεων Καζαντζάκη


[ Το «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΙΠΑ» 
σε μορφή pdf  ΕΔΩ ]



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

1
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΜΠΑ

Τον πρωτογνώρισα στον Πειραιά. Είχα κατέβει στο λιμάνι να πάρω το βαπόρι για την Κρήτη. Κόντευε να ξημερώσει. Έβρεχε. Φυσούσε δυνατή σοροκάδα κι έφταναν οι πιτσιλιές της θάλασσας στο μικρό καφενεδάκι. Κλειστές  οι  τζαμόπορτες,  μύριζε  ο  αγέρας  ανθρώπινη βόχα και φασκόμηλο.  Έκανε  όξω  κρύο  και  τα  τζάμια είχαν  παχνιστεί από  τις ανάσες.  Πέντ'  έξι  θαλασσινοί  ξενυχτισμένοι,  με  τις  καφετιές  από γιδότριχα φανέλες, έπιναν καφέδες και φασκόμηλα και κοίταζαν από τα θαμπωμένα τζάμια τη θάλασσα.

Τα ψάρια, παραζαλισμένα από τα χτυπήματα της φουρτούνας, είχαν βρει καταφύγι χαμηλά στα ήσυχα νερά και περίμεναν πότε να γαληνέψει ο κόσμος απάνω· κι οι ψαράδες, στριμωγμένοι στους καφενέδες, περίμεναν κι αυτοί πότε να πάψει η θεϊκιά ταραχή, να ξεφοβηθούν και ν' ανέβουν στο  πρόσωπο  του  νερού  τα  ψάρια  να  τσιμπήσουν.  Oι  γλώσσες,  οι σκορπιοί, τα σελάχια, γυρνούσαν από τις νυχτερινές επιδρομές τους να κοιμηθούν. Ξημέρωνε. [...] 

Ό,τι απ' όλα μου 'κανε εντύπωση ήταν τα μάτια του, περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα. Έτσι μου φάνηκαν.

Ευτύς ως έσμιξαν οι ματιές μας, θαρρείς και βεβαιώθηκε πως εγώ ήμουν αυτός που ζητούσε, κι άπλωσε το χέρι αποφασιστικά κι άνοιξε την πόρτα. Πέρασε ανάμεσα από τα τραπέζια με γοργό ελαστικό περπάτημα κι ήρθε και στάθηκε από πάνω μου.

– Ταξίδι;, με ρώτησε. Για πού, με το καλό;

– Για την Κρήτη. Γιατί ρωτάς;

– Με παίρνεις μαζί σου;Τον  κοίταξα  με  προσοχή.  Βουλιαγμένα  μάγουλα,  χοντρή  μασέλα, εξογκωμένα ζυγωματικά, ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά, μάτια που σπίθιζαν   .

– Γιατί; τι να σε κάμω; Σήκωσε τους ώμους.

– Γιατί! Γιατί!, έκαμε με περιφρόνηση. Δεν μπορεί τέλος πάντων ο άνθρωπος να κάμει κάτι και χωρίς γιατί; Έτσι, για το κέφι του. Να, πάρε με,ας πούμε, μάγερα· ξέρω και φτιάνω κάτι σούπες!...

Έβαλα τα γέλια. Μου άρεσαν οι τσεκουράτοι τρόποι και τα λόγια του· μου άρεσαν κι οι σούπες. Δε θα 'ταν άσκημο, συλλογίστηκα, να τον πάρω μαζί  μου  το  γέρο  ετούτον κρεμανταλά στο  μακρινό  έρημο  ακρογιάλι. Σούπες,   γέλια,   κουβέντες...   Φαίνουνταν   πολυταξιδεμένος, πολυζωισμένος Σεβάχ Θαλασσινός· μου άρεσε.

– Τι συλλογιέσαι;, μου κάνει, κουνώντας τη χοντρή του κεφάλα. Κρατάς και του λόγου σου ζυγαριά, ε; Ζυγιάζεις με το δράμι, ε; Μωρέ, πάρε απόφαση, κατά διαόλου οι ζυγαριές!

Στέκουνταν από  πάνω  μου  μαντράχαλος,  κοκαλιάρης,  και κουράζουμουν να σηκώνω το κεφάλι να του μιλώ. Έκλεισα τον Ντάντε.

– Κάτσε, του είπα· παίρνεις ένα φασκόμηλο;

Κάθισε· απίθωσε με προσοχή τον μπόγο του στη διπλανή καρέκλα.

– Φασκόμηλο;, έκαμε περιφρονητικά. Έλα εδώ, καφετζή· ένα ρούμι!

Ήπιε το ρούμι ρουφιά ρουφιά· το κρατούσε πολλήν ώρα στο στόμα του να το χαρεί, κι έπειτα το άφηνε αγάλια να κατεβαίνει και να του ζεσταίνει τα σωθικά. «Φιλήδονος, συλλογίστηκα, μερακλής...»

– Τι δουλειά κάνεις;, τον ρώτησα.

– Όλες τις δουλειές· του ποδαριού, του χεριού, του κεφαλιού, όλες. Αυτό μας έλειπε τώρα και να διαλέγουμε.

– Πού δούλευες τώρα τελευταία;

– Σ' ένα μεταλλείο. Είμαι, να ξέρεις, καλός μιναδόρος· καταλαβαίνω από μέταλλα, βρίσκω φιλόνια, ανοίγω γαλαρίες, κατεβαίνω στα πηγάδια, δε φοβούμαι. Δούλευα καλά, έκανα τον αρχιεργάτη, παράπονο δεν είχα· μα να που ο διάβολος έβαλε την ουρά του. Το περασμένο Σαββατόβραδο ήρθα στο κέφι, και μια και δυο κινώ, βρίσκω τον ιδιοχτήτη που 'χε έρθει εκείνη τη μέρα να μας επιθεωρήσει και τον σπάζω στο ξύλο.

– Μα γιατί; τι σου 'καμε;

– Εμένα; τίποτα! Μα τίποτα, σου λέω! Πρώτη φορά τον έβλεπα τον άνθρωπο. Μας μοίρασε και τσιγάρα, ο κακομοίρης.

– Τότε λοιπόν;

– Oυ, κάθεσαι και ρωτάς! Έτσι μου κάπνισε, βρε αδερφέ! Από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία. O πισινός της μυλωνούς είναι ο νους του ανθρώπου.

Είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς του νου του ανθρώπου· τούτος μου φάνηκε  ο  πιο  καταπληχτικός,  και  μου  άρεσε.  Κοίταξα  τον  καινούριο σύντροφο·  το  πρόσωπό  του  ήταν  γεμάτο  ζάρες,  σκαλισμένο, σαρακοτρυπημένο, σα να το 'χαν φάει τα λιοβόρια κι οι βροχές. Ένα άλλο πρόσωπο,  ύστερα  από  λίγα  χρόνια,  μου  'καμε  την  ίδια  εντύπωση, δουλεμένου, δυστυχισμένου ξύλου: το πρόσωπο τουΠαναΐτ Ιστράτη.

– Και τι έχεις στον μπόγο; Τρόφιμα; ρούχα; εργαλεία;

O σύντροφός μου σήκωσε τους ώμους, γέλασε.

– Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, είπε, και να με συμπαθάς.Χάιδεψε με τα μακριά σκληρά του δάχτυλα τον μπόγο.

– Όχι, πρόστεσε· είναι σαντούρι.

– Σαντούρι! Παίζεις σαντούρι;

– Όταν με σφίξουν οι φτώχειες, γυρίζω τους καφενέδες και παίζω σαντούρι.  Τραγουδώ  κιόλα  κάτι  παλιούς  κλέφτικους  σκοπούς, μακεδονίτικους.  Κι  ύστερα  βγάζω  δίσκο·  να,  το  σκούφο  τούτον,  και μαζεύω δεκάρες.

– Πώς σε λένε;

– Αλέξη Ζορμπά. Με λένε και Τελέγραφο, για να με πειράξουν που 'μαι μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου. Μα δεν πάνε να λένε! Με  φωνάζουν  και  Τσακατσούκα,  γιατί  μια  φορά  πουλούσα κολοκυθόσπορους καβουρντισμένους. Με λένε και Περονόσπορο, γιατί όπου  πάω,  λέει,τα  κάνω  μπούλβερη  και  κουρνιαχτό.  Έχω  κι  άλλα παρατσούκλια, μα άλλη ώρα...

– Και πώς έμαθες σαντούρι;

– Εγώ ήμουν είκοσι χρονών. Σ' ένα πανηγύρι του χωριού μου, πέρα, στη ρίζα του Όλυμπου, άκουσα για πρώτη φορά σαντούρι. Πιάστηκε η αναπνοή μου. Τρεις μέρες έκαμα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. «Τι έχεις, μωρέ;», μου κάνει ο πατέρας μου, ο Θεός να συχωρέσει την ψυχή του . «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! 

– Μωρέ, δεν ντρέπεσαι;
Κατσίβελοςείσαι;  όργανα  θα  παίζεις; 

– Εγώ  θέλω  να  μάθω  σαντούρι!...».  Είχα κομπόδεμα μερικά παραδάκια, για να παντρευτώ, σαν έρθει η ώρα. Παιδί πράμα, βλέπεις, παλαβός, το αίμα έβραζε, ήθελα παντριγιά οερίφης! Έδωκα ό,τι είχα και δεν είχα, κι αγόρασα ένα σαντούρι. Να, ετούτο εδώ που βλέπεις. Έφυγα μαζί του, πήγα στη Σαλονίκη, βρήκα ένα μερακλή Τούρκο, τον Ρετσέπ-εφέντη, το δάσκαλο του σαντουριού. Πέφτω στα πόδια του. «Τι θες, μωρέ ρωμιόπουλο;», μου κάνει. 

– Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! 

– Ε, και γιατί μαθές πέφτεις στα πόδια μου; 

– Γιατί δεν έχω παράδες να σε πλερώσω! 

– Έχεις μεράκι για σαντούρι; 

– Έχω. 

– Ε, κάτσε, μωρέ, κι εγώ δε θέλω πλερωμή!». Έκατσα μαζί του ένα χρόνο κι έμαθα. O Θεός ν' αγιάσει τα κόκαλά του, θα 'χει πια πεθάνει. Αν ο Θεός βάζει στην Παράδεισο και σκύλους, ας βάλει και τον Ρετσέπ-εφέντη. Από τον  καιρό  που  έμαθα  σαντούρι,  γίνηκα  άλλος  άνθρωπος.  Όταν έχω σεκλέτιαή όταν με ζορίσει η φτώχεια, παίζω σαντούρι κι αλαφρώνω. Όταν παίζω, μου μιλούν και δεν ακούω· κι αν ακούσω, δεν μπορώ να μιλήσω  . Θέλω, θέλω, μα δεν μπορώ.

– Μα γιατί, Ζορμπά;

– Ε, σεβντάς! [.....]

2
ΣΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ, ΕΧΕΙ ΠΕΘΑΝΕΙ Η ΜΑΝΤΑΜ ΟΡΤΑΝΣ -ΠΟΥ   ΕΙΧΕ ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΖΟΡΜΠΑ-  ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΗΣ.

Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.

Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας.

-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς; 

Μα ο Ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με το παπαγάλο και δεν αποκρίθηκε.

Όταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε:

-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε.

-Όχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.

-Νυστάζεις;

- Όχι.

-Μήτε εγώ. Ας καθίσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω.

Ήμασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε. Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας·έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμποση ώρα σώπαινε. Ένας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε.

Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τά 'βλεπε για πρώτη φορά.

-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε.

-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;

-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το εξηγήσω.

-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν. Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό. Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:

-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δεν λένε αυτό τι λένε;

-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.

-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:

-Καναβάρο*! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.

-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.
 

Στράφηκε πάλι σε μένα

-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχόμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές*· θα ‘χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί· τι ζουμί έβγαλες;

Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του ‘δινα μια απόκριση! Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.

-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.

Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:

-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας· τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα   · τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει· το γευόμαστε, τρώγεται· το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.

Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλο  υ· από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...

Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
 

-Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;

-...Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός"· άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».

Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα· βασανίζουνταν να καταλάβει.

- Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο· τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. Όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!

Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:

- Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: 

«σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!»

Δε μιλούσα· στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.

- Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.

Δε μιλούσα. Να λες «Ναι!» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου λεύτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. 

Το 'ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα.Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.

-Καληνύχτα, αφεντικό, είπε· φτάνει.

Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να ‘ταν πωρικό, το μυαλό μου.Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα· ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει.
 
Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. Ό,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε. [...]

 
Ο Νίκος Καζαντζάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 1883 – Φράιμπουργκ/Γερμανία, 1957) ήταν συγγραφέας, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. [Βιογραφία  

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης