Ο Δημήτρης Ροδόπουλος, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Μ. Καραγάτση, γεννήθηκε (1908) και πέθανε (1960) στην Αθήνα. Το ψευδώνυμό του, Καραγάτσης το επινόησε από το όνομα του δέντρου φτελιά ή καραγάτσι, που φιλοξενούσε στον ίσκιο του αυτόν και τα αναγνώσματά του, τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια της εφηβείας του που τα περνούσε στη Ραψάνη της Θεσσαλίας. Το «Μ» του ψευδώνυμού του προέρχεται μάλλον από το αρχικό του ρωσικού ονόματος Μίτια που είχε ένας από του ήρωες του έργου Αδελφοί Καραμαζώφ του
Ντοστογιέφσκι, που αγαπούσε ιδιαίτερα.
Ντοστογιέφσκι, που αγαπούσε ιδιαίτερα.
Τελειώνοντας τις γυμνασιακές σπουδές του στη Θεσσαλονίκη το 1924, έφυγε για να σπουδάσει στην Γκρενόμπλ, απ’ όπου επέστρεψε ένα χρόνο αργότερα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στη συνέχεια Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες. Ως έφηβος έγραφε ποιήματα τα οποία υπέγραφε με το ψευδώνυμο Δ. Πτελεάτης, ενώ το 1929 απέσπασε τον γ΄ έπαινο στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Νέας Εστίας, με το διήγημα Η κυρία Νίτσα.
Διηγήματα ήταν όλα τα πρώτα του έργα από το 1925 ως το 1933. Το 1933 γράφει το Συνταγματάρχη Λιάπκιν, εγκαινιάζοντας την ώριμη περίοδο της πεζογραφίας του και το 1935 εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων Το συναξάρι των αμαρτωλών. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς παντρεύεται τη Νίκη Καρυστινάκη από την ΄Ανδρο. Το 1936 γεννιέται η κόρη τους στην οποία δίνουν το όνομα Μαρίνα, αυτό της πρωταγωνίστριας του έργου του Χίμαιρα , που έχει αρχίσει να δημοσιεύεται σε συνέχειες από το πρωτοχρονιάτικο τεύχος της Νέας Εστίας. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται η Νυχτερινή Ιστορία και το 1938 ο Γιούγκερμαν σε συνέχειες στο ίδιο περιοδικό.
Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν, η Χίμαιρα και ο Γιούγκερμαν εντάσσονται από τον ίδιο το συγγραφέα στην τριλογία Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο. Κοινό θέμα των τριών έργων είναι η αποτυχημένη προσπάθεια τριών ξένων που βρέθηκαν στην Ελλάδα να προσαρμοστούν στο περιβάλλον της. Το 1940 εκδίδεται ο Γιούγκερμαν και η συλλογή διηγημάτων Η λιτανεία των ασεβών.
Το 1942 γράφει το φανταστικό μυθιστόρημα Το χαμένο νησί και το 1943 εκδίδονται οι νουβέλες Το μπουρίνι, Νυχτερινή ιστορία, Λειτουργία σε λα ύφεσις, δημοσιεύεται σε συνέχειες το μυθιστόρημα Ο καθηγητής Λουκάς Κατελάνος και η μελέτη του με τίτλο Ο έρωτας στο νεοελληνικό μυθιστόρημα.
Στη συνέχεια εξαγγέλλει τη συγγραφή σειράς δέκα ιστορικών μυθιστορημάτων, με στόχο την κάλυψη της νεότερης ελληνικής ιστορίας από την Επανάσταση του 1821 ως τη σύγχρονη εποχή, με τίτλο Ο κόσμος που πεθαίνει. Τελικά γράφει μόνο τρία: Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου (1944), Αίμα χαμένο και κερδισμένο (1947) και Τα στερνά του Μίχαλου (1949). Το 1945 κυκλοφορεί το διήγημά του Ο τρελός με τα κουδούνια και ένα χρόνο αργότερα η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Πυρετός. Το 1946 πεθαίνει η μητέρα του και γράφει γι’ αυτή το Μεγάλο ΄Υπνο, το περισσότερο αυτοβιογραφικό από τα έργα του. Την ίδια χρονιά αρχίζει και η ενασχόλησή του με το θέατρο. Γράφει το πρώτο του θεατρικό, Μπαρ Ελδοράαδο και αναλαμβάνει την κριτική θεάτρου στην εφημερίδα Η Βραδυνή. Το 1948 γράφει τη μυθιστορηματική βιογραφία Βασίλης Λάσκος και διασκευάζει για το θέατρο το έργο του Προσπέρ Μεριμέ Κάρμεν η χιτάνα.
Το 1950 και 1951 εκδίδονται αντίστοιχα οι συλλογές διηγημάτων Το νερό της βροχής και Το μεγάλο συναξάρι. Το 1952 γράφει την Ιστορία των Ελλήνων και δημοσιεύει δύο κεφάλαια της Μεγάλης Χίμαιρας, η οποία εκδίδεται το 1953, ουσιαστικά ως αναθεωρημένη έκδοση της Χίμαιρας. Ένα χρόνο αργότερα εκδίδεται το μυθιστόρημα Αμρι α μούγκου: Στο χέρι του Θεού και το σατιρικό μυθιστόρημα Ο θάνατος κι ο Θόδωρος.
Το 1956 γράφει τον Κίτρινο φάκελο, ξεκινάει τη συγγραφή του μυθιστορήματος Σέργιος και Βάκχος και τιμάται με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Το 1958 εκδίδεται Το μυθιστόρημα των τεσσάρων, γραμμένο από κοινού με τους Βενέζη, Τερζάκη και Μυριβήλη. Το 1959 εκδίδεται το Σέργιος και Βάκχος, ογκώδες μυθιστόρημα σατιρικό και υπονομευτικό της ιστορίας. Πεθαίνει αφήνοντας ανολοκλήρωτη την ενότητα τεσσάρων έργων που σχεδίαζε, προλαβαίνοντας να ξεκινήσει μόνο το 10.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος σε ασφαλιστική εταιρεία, ως υπάλληλος σε διαφημιστική εταιρεία, διατέλεσε πολεμικός ανταποκριτής στο Γράμμο και ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, ενώ πολιτεύτηκε με το Κόμμα των Προοδευτικών, χωρίς όμως να εκλεγεί. Ο Καραγάτσης, όπως και οι υπόλοιποι της Γενιάς του ’30, εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα σε μια εποχή που ο πνευματικός χώρος έχει κορεστεί από την ηθογραφία και έχουν αρχίσει να μπαίνουν οι βάσεις για νέα λογοτεχνικά σχήματα με «διανοίξεις προς ένα πνεύμα παγκοσμιότητας, χωρίς όμως αρνήσεις της ελληνικής ιθαγένειας».
Αν και ο ίδιος έχει γαλουχηθεί από το καθαρά ηθογραφικό μυθιστόρημα, καταφέρνει να εισαγάγει στην Ελλάδα ένα νέο τύπο μυθιστορήματος, το αστικό. Μαζί με το Θράσο Καστανάκη θεωρείται ο εισηγητής στην Ελλάδα, του καθαυτό ευρωπαϊκού μυθιστορήματος ή ακριβέστερα του νεορεαλιστικού μυθιστορήματος. Με την πεζογραφία του μας δίνει το περίγραμμα μιας εποχής, της εποχής του μεσοπολέμου, όταν αναζητούσε ακόμη την ταυτότητά της. Είναι, επίσης, σαφέστατα προσανατολισμένος προς το δρόμο του ρεαλισμού με σαφείς επηρεασμούς από το νατουραλισμό του Ζολά και τον ψυχολογικό ρεαλισμό του Ντοστογιέφσκι.
Και ενώ ο Καραγάτσης φαίνεται να υστερεί σε ύφος και καλλιέπεια από τους υπόλοιπους της γενιάς του ’30, η αφήγησή του θεωρείται αμεσότερη, φυσική, «ενίοτε δημοσιογραφική, με ξαφνικές εξάρσεις, εικονικές ή ιλιγγιώδεις διεισδύσεις σε βάθος».
Πειραματίζεται με τις αφηγηματικές τεχνικές, αλλά δεν πειραματίζεται με τη γλώσσα, δεν παραβιάζει το νόημα της στίξης, δεν καταφεύγει σε γλωσσικές εκκεντρικότητες, γεγονός που την καθιστά τόσο απλή σε βαθμό που συχνά χαρακτηρίζεται «αβασάνιστη, ανεπεξέργαστη και εντελώς άνιση».
Ο Καραγάτσης είναι αυθεντικός δημοτικιστής. Αν και ζει σε μια εποχή που η μάχη του δημοτικισμού με μια γλώσσα νεκρή που ταλαιπωρεί το ΄Έθνος βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, φαίνεται στο έργο του ανυποψίαστος για τη μάχη αυτή, γράφει σε μια δημοτική καθημερινή που παραμένει νευρώδης και δυναμική. Η ανέλιξη του μύθου στα έργα του Καραγάτση είναι εντυπωσιακή και αφήνει να φανούν τα κίνητρά του, χωρίς αυτά να φαίνονται «κατασκευασμένα» για να πιέσουν το ξετύλιγμα της υπόθεσης.
΄Οσο για τους ήρωές του, εισάγονται από μη αναμενόμενους χώρους. Ο Καραγάτσης, διαλέγει τύπους ανθρώπων από τη μεγαλοαστική ή μικροαστική ζωή, ανθρώπους που στερούνται , παραστρατούν ή αποτυχαίνουν. Δεν παρουσιάζονται ποτέ υποτονικοί και βασανίζονται, δρώντας διαρκώς στην αμαρτωλή πλευρά της ζωής. Το ήθος τους περιγράφεται με ελευθεριότερο χαρακτήρα και παρουσιάζονται να ζουν ταλαιπωρημένοι από τα πάθη τους, βασικότερο από τα οποία προβάλλεται το ερωτικό.
΄Όπως έχει επισημανθεί και από τους κριτικούς αλλά και από τους αναγνώστες του, η ματιά του Καραγάτση χαρακτηρίζεται από έναν καθολικό βιολογικό ερωτισμό και η ερωτική σεξουαλική, αλλά όχι χυδαία, ατμόσφαιρα των έργων του φιλοξενεί ανθρώπους έρμαια των παθών τους και των υλικών τους λειτουργιών. Ο αιώνας της βιολογίας και της ψυχανάλυσης στην οποία γεννιέται προβάλλουν τον άνθρωπο σαν μηχανιστικό εξάρτημα σκοτεινών υλικών νόμων. Αυτή η νέα μορφή ανθρώπου φαίνεται να γοητεύει τον Καραγάτση που συχνά στα έργα του φαίνεται ως θιασώτης της βιολογίας και του φροϋδισμού, περισσότερο ίσως, απ’ όσο θα ’πρεπε. Πηγή
«Το όραμα τελειώνει. Τελειώνει; Η Μαρίνα κοιτάει ολόγυρα’ πλέει η άσπρη εκκλησία στον ήλιο, που μπαίνει ανεμπόδιστος από τα μεγάλα παράθυρα’ οργιάζει στα χρώματα και στη λαμπράδα ενός γιορτερού κόσμου. Το κεφάλι του γερο-ιερέα, με λυτά μαλλιά και τα μακριά γένια έχει κάτι από την ήρεμη λάμψη μύστη ορφικού. Οι ψαλμοί, πρωτόγονα μελωδικοί, αναβλύζουν από ψυχές κρυστάλλινες. Στα έξυπνα, τα’ ανήσυχα και τυραγνισμένα πρόσωπα του κόσμου ζωγραφίζεται χαμόγελο κρατημένης χαράς κι αμυδρής ειρωνείας»…
…«Η τελετή τέλειωσε. Η Μαρίνα βγαίνει από την εκκλησία, στηριγμένη στο μπράτσο του άντρα της. Ο πλακόστρωτος περίβολος ξαπλώνεται θαμπωμένος από φως κιτρινόχρυσο, εξαίσια αντίθεση στον καταγάλανο θόλο τ΄ ουρανού. Από το πέλαγο ο μπάτης σιγοπνέει γεμάτος αρμυρές οσμές κι αργοσαλεύει τα φύλλα των φοινικιών. Δεξιά, σε κατανομή αμφιθεατρική, υψώνεται η ηλιόλουστη πολιτεία, σμιλεύοντας το λευκό ασβέστη της με τη ζαφειρόσκονη τ’ ουρανού. Η ζωή της χαμογελάει’ της ανοίγει την γλυκιάν αγκαλιά της να την δεχτεί, να την βαφτίσει στις χαρές της. Με στέρνο πλημμυρισμένο από ευτυχία μισοκλείνει τα μάτια μπροστά στην εξαίσια εικόνα και το μεθυστικό όραμα. Χαμογελάει γλυκά, Και γέρνοντας ολόκορμη προς τον άντρα της, του παραδίδει το ριζικό της»
**********
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η μεγάλη χίμαιρα»)
«Το όραμα τελειώνει. Τελειώνει; Η Μαρίνα κοιτάει ολόγυρα’ πλέει η άσπρη εκκλησία στον ήλιο, που μπαίνει ανεμπόδιστος από τα μεγάλα παράθυρα’ οργιάζει στα χρώματα και στη λαμπράδα ενός γιορτερού κόσμου. Το κεφάλι του γερο-ιερέα, με λυτά μαλλιά και τα μακριά γένια έχει κάτι από την ήρεμη λάμψη μύστη ορφικού. Οι ψαλμοί, πρωτόγονα μελωδικοί, αναβλύζουν από ψυχές κρυστάλλινες. Στα έξυπνα, τα’ ανήσυχα και τυραγνισμένα πρόσωπα του κόσμου ζωγραφίζεται χαμόγελο κρατημένης χαράς κι αμυδρής ειρωνείας»…
…«Η τελετή τέλειωσε. Η Μαρίνα βγαίνει από την εκκλησία, στηριγμένη στο μπράτσο του άντρα της. Ο πλακόστρωτος περίβολος ξαπλώνεται θαμπωμένος από φως κιτρινόχρυσο, εξαίσια αντίθεση στον καταγάλανο θόλο τ΄ ουρανού. Από το πέλαγο ο μπάτης σιγοπνέει γεμάτος αρμυρές οσμές κι αργοσαλεύει τα φύλλα των φοινικιών. Δεξιά, σε κατανομή αμφιθεατρική, υψώνεται η ηλιόλουστη πολιτεία, σμιλεύοντας το λευκό ασβέστη της με τη ζαφειρόσκονη τ’ ουρανού. Η ζωή της χαμογελάει’ της ανοίγει την γλυκιάν αγκαλιά της να την δεχτεί, να την βαφτίσει στις χαρές της. Με στέρνο πλημμυρισμένο από ευτυχία μισοκλείνει τα μάτια μπροστά στην εξαίσια εικόνα και το μεθυστικό όραμα. Χαμογελάει γλυκά, Και γέρνοντας ολόκορμη προς τον άντρα της, του παραδίδει το ριζικό της»
**********
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ περιοδικό ΜΠΟΥΚΕΤΟ αρ. 44, 3/7/1942 (αναδημοσίευση από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 27/6/2008)
"Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο κι είμαι συμπαθητικότατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θ’ αποδειχθεί στην κηδεία μου, όπου θα ‘ρθει κόσμος και κοσμάκης, να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει απ’ το νεκροταφείο, ο κόσμος κι ο κοσμάκης, βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης."