Είναι κάποιο πουλί στο δάσος που σαν τ’ ακούς να κελαηδά, στέκεις και κοκκινίζεις απ’ το σάστισμά σου.
Είν’ ένα εκκρεμές που δε σημαίνει πια τις ώρες.
Είναι, βαθιά στο χώμα, τρυπωμένη μια φωλιά γιομάτη κάτασπρα ζωάκια.
Είναι μια εκκλησιά που πάει τον κατήφορο και μια λίμνη που όλο ανηφορά.
Είν’ ένα καροτσάκι παρατημένο μες στα δέντρα ή που το βλέπεις καταστόλιστο μ’ ένα σωρό
κορδέλες, να κατρακυλάει το μονοπάτι κάτου.
κορδέλες, να κατρακυλάει το μονοπάτι κάτου.
Είν’ ένας θίασος μικρά παιδιά μασκαρεμένα, που τα θωρείς ανάμεσ’ απ’ τ’ ανάρια δέντρα, να περπατάν στη δημοσιά.
Είναι, τέλος, κάποιος, που αν τύχει και πεινάς είτε διψάς, σε διώχνει.
~
Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης