Κάποια βραδιά το γιασεμί
και μιαν αυγούλα ο δυόσμος
μου είπανε που κρύβεται
ο πιο ωραίος κόσμος.
Και γω τον φανταζόμουνα
σε μαγικά παλάτια
μα είν’ εδώ σε μια καρδιά
και τον φρουρούν δυο μάτια.
και μιαν αυγούλα ο δυόσμος
μου είπανε που κρύβεται
ο πιο ωραίος κόσμος.
Και γω τον φανταζόμουνα
σε μαγικά παλάτια
μα είν’ εδώ σε μια καρδιά
και τον φρουρούν δυο μάτια.
Δυο μάτια χρυσοκέντηστα,
δυο χείλη κερασένια,
τόνε φρουρούν κι εμένανε
με βαλαντώνει η έγνοια.
Πώς να μπορέσω να διαβώ
τα κεντησμένα μάτια
και να κατεβώ της καρδιάς
τα μύρια σκαλοπάτια;
Έτσι καθώς μου τά ‘πανε
το γιασεμί κι ο δυόσμος,
πως μες στα φύλλα αυτής καρδιάς
κρύβετ’ αυτός ο κόσμος.
Θαρρώ πως δεν θα τα διαβώ
τα κεντησμένα μάτια,
μηδέ ποτέ θα κατεβώ
αυτά τα σκαλοπάτια.
Φοβάμαι ότι θα μου πουν
τα κερασένια χείλη,
φτάνει ως εδώ μην προχωράς,
ας μείνουμε δυο φίλοι.
πηγή
Ο Στέλιος Δουμένης γεννήθηκε στη Σαλαμίνα. Την δεκαετία του 1940 μετά δυσκολίας κατορθώνει να μάθει γράμματα. Από πολύ νωρίς και για βιοποριστικούς λόγους ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως του κτηνοτρόφου, πτηνοτρόφου, σερβιτόρου αλλά και του Κουρέα. Παράλληλα ασχολήθηκε με την μουσική, τον στίχο και την ποίηση. Την μουσική υπηρέτησε κατά βάση μετά το 1950.
Γράφει χαρακτηριστικά η Ευγενία Σπετσιώτου-Μέλλιου για την ποίηση του Στέλιου Δουμένη: Διαβάζοντας ποιήματα του Στέλιου Δουμένη φέρνεις στον νου σου Δροσίνη, Πορφύρα, αγγίζεις τις χορδές του Βάρναλη και αντιλαμβάνεσαι πως οι σκέψεις και ο προβληματισμός του Ρίτσου έχουν κοινή αφετηρία τις ίδιες πηγές από τις οποίες ήπιε νερό και δροσίστηκε, δίψασε πάλι και αγωνίστηκε ένας απλός βιοπαλαιστής εμπλουτισμένος με τις ευαισθησίες της φυλής του. πηγή