Ἀνύποπτοι ἀπ’ ἀγάπη κι ἀπὸ φῶς
στὴν πρώτη ἐνέδρα πέσαμε τοῦ ἥλιου.
Ἔτσι ν’ ἀρχίσει ποὺ νὰ συγκινεῖ. Τὶς πολιτεῖες νὰ λέει
ποὺ γιὰ μιὰ θάλασσα προσεύχονται τὰ βράδια.
Γιὰ φεγγάρια ποὺ σὲ τρεῖς μέρες πεθαίνουν
κι ἀνασταίνονται.
Ἔτσι μιὰ τέτοια ἀρχὴ ποὺ εὔκολα κάπου νὰ καταλήξει.
Ὁ τόπος ἔπειτα. Οἱ λόφοι κι οἱ σταυροὶ ποὺ θὰ στηθοῦν.
Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ νὰ ξέρει πόσοι θὰ πεθάνουν
καὶ πόσοι πρὶν νὰ ‘ρθοῦν θὰ ξεχαστοῦν.
Πέρ’ ἀπ’ τὰ μονοπάτια ἐκεῖνα τὰ πλαστὰ τῶν στίχων
μὲ ὕφος ἁπλό, χωρὶς νὰ κουραστεῖ
μέσα στὸ διάλογο, τὴν καθημερινὴ ὁμιλία
τὴ λύπη του εὔκολα θὰ τὴν μεταμορφώνει.
Κι ἔτσι ἐπιτέλους εὔκολα θὰ προετοιμαστεῖ ἡ σκηνὴ
νὰ τελειώνει μιὰ γιὰ πάντα μὲ ὅλον ἐκεῖνο
τὸν ὄχλο τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν πραγμάτων
ποὺ ἐπικίνδυνα πληθαίνουν καὶ κινοῦνται
ποὺ ἀπὸ χρόνια συνωθοῦνται πρὸς τὴν ἔξοδο…
Ἔτσι ἄρχισε. Χωρὶς ἐκείνη τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἰδεῶν
τὴν ἐπαιτεία στὶς ἀποχρώσεις καὶ τοὺς ἴσκιους.
Χωρὶς νὰ περιμένει ἐκείνους τοὺς θεοὺς
ποὺ φανερώνονται ἀκανόνιστα. Χωρὶς νὰ ἐκλιπαρεῖ
τὸν ἦχο τῆς βροχῆς ὅταν τὸ φίδι τοῦ καλοκαιριοῦ
περνάει στὶς φλέβες του. Χωρὶς νὰ φθείρεται
τὸ σάπιο φῶς ἀποκαλύπτοντας…
Ἀλλ’ ὅταν ἦρθε τῶν ἡρώων ἡ σειρὰ
καὶ φάνηκαν σὲ συνοδεῖες ἀτέλειωτες κι ἐκφράσεις
νὰ τὸν κοιτοῦν ἀπὸ βαθιὰ μ’ ἐμπιστοσύνη
σὲ μιὰ γραμμὴ προσμένοντας νὰ μποῦν ἢ σ’ ἕνα δρόμο
νὰ ξαναζωντανέψουν μιὰ στιγμή, ἔστω ἀλλαγμένοι,
ἦταν ἡ τρίτη νύχτα πιὰ καὶ τὸ κατάλαβε
πὼς ἔτσι μὲ τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴν ἀλήθεια
ποὺ καταπιάστηκε καὶ θέλησε νὰ πεῖ
σὲ στίχους πάλι ἦταν μοιραῖο νὰ καταλήξει…
~
Τάσος Ζερβός – Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΡΗΜΟΣ (1961-1962)
στὴν πρώτη ἐνέδρα πέσαμε τοῦ ἥλιου.
Ἔτσι ν’ ἀρχίσει ποὺ νὰ συγκινεῖ. Τὶς πολιτεῖες νὰ λέει
ποὺ γιὰ μιὰ θάλασσα προσεύχονται τὰ βράδια.
Γιὰ φεγγάρια ποὺ σὲ τρεῖς μέρες πεθαίνουν
κι ἀνασταίνονται.
Ἔτσι μιὰ τέτοια ἀρχὴ ποὺ εὔκολα κάπου νὰ καταλήξει.
Ὁ τόπος ἔπειτα. Οἱ λόφοι κι οἱ σταυροὶ ποὺ θὰ στηθοῦν.
Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ νὰ ξέρει πόσοι θὰ πεθάνουν
καὶ πόσοι πρὶν νὰ ‘ρθοῦν θὰ ξεχαστοῦν.
Πέρ’ ἀπ’ τὰ μονοπάτια ἐκεῖνα τὰ πλαστὰ τῶν στίχων
μὲ ὕφος ἁπλό, χωρὶς νὰ κουραστεῖ
μέσα στὸ διάλογο, τὴν καθημερινὴ ὁμιλία
τὴ λύπη του εὔκολα θὰ τὴν μεταμορφώνει.
Κι ἔτσι ἐπιτέλους εὔκολα θὰ προετοιμαστεῖ ἡ σκηνὴ
νὰ τελειώνει μιὰ γιὰ πάντα μὲ ὅλον ἐκεῖνο
τὸν ὄχλο τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν πραγμάτων
ποὺ ἐπικίνδυνα πληθαίνουν καὶ κινοῦνται
ποὺ ἀπὸ χρόνια συνωθοῦνται πρὸς τὴν ἔξοδο…
Ἔτσι ἄρχισε. Χωρὶς ἐκείνη τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἰδεῶν
τὴν ἐπαιτεία στὶς ἀποχρώσεις καὶ τοὺς ἴσκιους.
Χωρὶς νὰ περιμένει ἐκείνους τοὺς θεοὺς
ποὺ φανερώνονται ἀκανόνιστα. Χωρὶς νὰ ἐκλιπαρεῖ
τὸν ἦχο τῆς βροχῆς ὅταν τὸ φίδι τοῦ καλοκαιριοῦ
περνάει στὶς φλέβες του. Χωρὶς νὰ φθείρεται
τὸ σάπιο φῶς ἀποκαλύπτοντας…
Ἀλλ’ ὅταν ἦρθε τῶν ἡρώων ἡ σειρὰ
καὶ φάνηκαν σὲ συνοδεῖες ἀτέλειωτες κι ἐκφράσεις
νὰ τὸν κοιτοῦν ἀπὸ βαθιὰ μ’ ἐμπιστοσύνη
σὲ μιὰ γραμμὴ προσμένοντας νὰ μποῦν ἢ σ’ ἕνα δρόμο
νὰ ξαναζωντανέψουν μιὰ στιγμή, ἔστω ἀλλαγμένοι,
ἦταν ἡ τρίτη νύχτα πιὰ καὶ τὸ κατάλαβε
πὼς ἔτσι μὲ τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴν ἀλήθεια
ποὺ καταπιάστηκε καὶ θέλησε νὰ πεῖ
σὲ στίχους πάλι ἦταν μοιραῖο νὰ καταλήξει…
~
Τάσος Ζερβός – Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΡΗΜΟΣ (1961-1962)
Ευχαριστώ την κ. Αγγελική Κ. που μου έστειλε το ποίημα
Ο Τάσος Ζερβός (1935-1995) γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άσκησε τη δικηγορία στην Αθήνα. Φοιτητής ακόμα, το 1956, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Η πορεία των ίσκιων. Ακολούθησαν οι συλλογές Μορφές και σύμβολα (1957), Η ρίζα του ήλιου (1960), Η μεγάλη έρημος (1962), Άψινθος (1965), Η πορεία των ίσκιων (1966), η μελέτη Ανάγκη Ενισχύσεως της Δικαστικής (1968), τα μυθιστορήματα Επί των ορίων (1968) και Ο βασιλιάς Κλεομένης (1970), καθώς και η συλλογή διηγημάτων Γιατί γελούσε ο Μύσωνας (1980). Επιστρέφοντας στην ποίηση εκδίδει δυο ακόμα συλλογές: Πάραλος (1983) και Ξύλινα τείχη (1987). Όλα τα βιβλία του κυκλοφόρησαν εκτός εμπορίου (από χέρι σε χέρι). Μετά τον αιφνίδιο θάνατό του, σε ηλικία 60 ετών, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Το Ροδακιό η τελευταία ποιητική του συλλογή Προσωπογραφίες ή Το μεσιανό κατάρτι (είχε προλάβει να την ολοκληρώσει) και το 2004 ο συγκεντρωτικός τόμος Τάσος Ζερβός, Τα ποιήματα.