(Ι)
Τις Κυριακές προπαρασκευάζω θριάμβους˙ δικούς μου, δικούς μας,
των οπαδών που δοκίμασαν άλλα μάτια και δεν αναγνωρίζουν πια
τον αρχηγό τους. Υποψιάζομαι ότι, μεταξύ Πατησίων και Κάνιγγος,
υπάρχει ένα ξεχασμένο πικάπ που παίζει από το πρωί τραγούδια
αρκούντως διαμπερή – σε κάποια από τις πιθανές αφηγήσεις θα
μου το προσφέρεις σαν δώρο κι εγώ θα το δεχτώ σαν υπόσχεση.
Χαιρετάω κρυφά εκείνον που κρατάει μια σακούλα με γάλα, μέλι
και χρυσάνθεμα κι έπειτα στρίβω στη στοά για να καταγράψω τις
σκηνές μία προς μία.
(ΙΙ)
Όσους θριάμβους κι αν προετοιμάσω, θα παραμονεύει πάντα ένας
Αύγουστος συνώνυμος της πιο σπουδαίας ήττας.
Με τον γάτο του Chesire να με σκουντάει κάθε τόσο για ν’ απολαύσω
το θεματικό του χαμόγελο.
Μ’ ένα θαυμάσιο ψωμί που, μόλις τ’ ακουμπήσω στη γλώσσα,
απομαγεύεται. Με μια Ανθή που, εδώ και σαράντα πέντε χρόνια,
ρίχνει τα πέταλά της στην τσέπη του διαβόλου.
Μ’ ένα λεξιλόγιο ιδιαζόντως ειδεχθές που πνίγεται στα «υποτίθεται»
και τα «αργότερα».
Με τη μισθωτή ανοησία της ποσοστιαίας τεκμηρίωσης.
Χωρίς Μάιο.
(ΙΙΙ)
Όμως, ο Μάιος υπάρχει και τον έχω ζήσει. Έχω επιμεληθεί τις λιακάδες του,
έχω σκουπίσει τα σκαλοπάτια του, έχω υπερασπιστεί τις κόκκινες τουλίπες του.
Κάποτε οι εκπλήξεις σταματάνε να έρχονται και τότε ζητούν να τις επινοήσεις.
Τότε, μεταξύ Πατησίων και Κάνιγγος, θα βλέπω τον ήλιο να δύει πάνω στην
αντανάκλαση μιας απρόοπτης χαράς. Θα βρω μέσα στα χέρια σου έναν
εφήμερο τόπο να μετακομίσουν τα μολύβια μου.
Θα γίνουν οι Δευτέρες η Κυριακή που δεν ξέραμε να διεκδικήσουμε.
~
από τη συλλογή Οι αναχωρητές έχουν κιόλας βαρεθεί στην Εδέμ, Κέδρος, 2020
Τις Κυριακές προπαρασκευάζω θριάμβους˙ δικούς μου, δικούς μας,
των οπαδών που δοκίμασαν άλλα μάτια και δεν αναγνωρίζουν πια
τον αρχηγό τους. Υποψιάζομαι ότι, μεταξύ Πατησίων και Κάνιγγος,
υπάρχει ένα ξεχασμένο πικάπ που παίζει από το πρωί τραγούδια
αρκούντως διαμπερή – σε κάποια από τις πιθανές αφηγήσεις θα
μου το προσφέρεις σαν δώρο κι εγώ θα το δεχτώ σαν υπόσχεση.
Χαιρετάω κρυφά εκείνον που κρατάει μια σακούλα με γάλα, μέλι
και χρυσάνθεμα κι έπειτα στρίβω στη στοά για να καταγράψω τις
σκηνές μία προς μία.
(ΙΙ)
Όσους θριάμβους κι αν προετοιμάσω, θα παραμονεύει πάντα ένας
Αύγουστος συνώνυμος της πιο σπουδαίας ήττας.
Με τον γάτο του Chesire να με σκουντάει κάθε τόσο για ν’ απολαύσω
το θεματικό του χαμόγελο.
Μ’ ένα θαυμάσιο ψωμί που, μόλις τ’ ακουμπήσω στη γλώσσα,
απομαγεύεται. Με μια Ανθή που, εδώ και σαράντα πέντε χρόνια,
ρίχνει τα πέταλά της στην τσέπη του διαβόλου.
Μ’ ένα λεξιλόγιο ιδιαζόντως ειδεχθές που πνίγεται στα «υποτίθεται»
και τα «αργότερα».
Με τη μισθωτή ανοησία της ποσοστιαίας τεκμηρίωσης.
Χωρίς Μάιο.
(ΙΙΙ)
Όμως, ο Μάιος υπάρχει και τον έχω ζήσει. Έχω επιμεληθεί τις λιακάδες του,
έχω σκουπίσει τα σκαλοπάτια του, έχω υπερασπιστεί τις κόκκινες τουλίπες του.
Κάποτε οι εκπλήξεις σταματάνε να έρχονται και τότε ζητούν να τις επινοήσεις.
Τότε, μεταξύ Πατησίων και Κάνιγγος, θα βλέπω τον ήλιο να δύει πάνω στην
αντανάκλαση μιας απρόοπτης χαράς. Θα βρω μέσα στα χέρια σου έναν
εφήμερο τόπο να μετακομίσουν τα μολύβια μου.
Θα γίνουν οι Δευτέρες η Κυριακή που δεν ξέραμε να διεκδικήσουμε.
~
από τη συλλογή Οι αναχωρητές έχουν κιόλας βαρεθεί στην Εδέμ, Κέδρος, 2020
Ευχαριστώ τη διαδικτυακή φίλη μου Αγγελική που μου έστειλε το ποίημα
Η Ευθυμία Γιώσα γεννήθηκε το 1991 στα Ιωάννινα. Σπούδασε Βιολογία (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και Ε.Μ.Π.) και Βιοπληροφορική (Ε.Κ.Π.Α.).
Τίτλοι βιβλίων: Οι αναχωρητές έχουν κιόλας βαρεθεί στην Εδέμ (Κέδρος, 2020). Σώματα πτερόεντα (Σοκόλη, 2016).