Ένα πουλί πετάει απ’ το ένα λευκό μπαλκόνι στ’ άλλο
μέσα στο φως του πρωινού. Κυριακή στην Αθήνα,
Ιούλης μήνας. Το πουλί θα μείνει εδώ
να ρουφάει τον ήλιο το πρωί
και τη δροσούλα· να λούζεται καθάριο φως.
Δεν το σπρώχνουν να φύγει, να εγκαταλείψει άρον άρον
τις εστίες, σαν τους Σύριους
που έφυγαν μια μέρα σαν κι αυτή
κατατρεγμένοι, μ’ έναν μπόγο ρούχα, κι ο ήλιος
έλαμπε και μύριζαν λουλούδια κι ο ήχος από τις ερπύστριες
άνθιζε στο Χαλέπι. Άφησαν πίσω τους την κάθε παιδική γωνιά
όπου έπαιζαν κρυφτό και κάθε τούβλο που αγάπησαν,
τη μυρωδιά της πρώιμης ανοιξιάτικης δροσιάς, τις φυσαλίδες
που τους καίγανε τη γλώσσα σαν άνοιγε η γκαζόζα· τους δρόμους
που διέσχιζαν να φτάσουνε στο σπίτι της πρώτης τους αγάπης, το χρώμα
που είχε η άσφαλτος και τις ρωγμές στ’ οδόστρωμα
που ήξεραν απ’ έξω· τα ματς τα ποδοσφαιρικά στην τηλεόραση,
τις σκιερές γωνίες, τις αυλές, τα καταστήματα με τις πολύχρωμες
κουρτίνες, τις κόρνες των λεωφορείων, τους ανόητους
οδηγούς και τα παντζούρια που τραβούσαν για να κλείσουν
έξω τον ήλιο και τη φασαρία,για να ’ρθουν μετά από λαθρεμπόρους και
πνιγμούς
στη χώρα που εγκαταλείπω γιατί μ’ εγκατέλειψε.
Βρήκαν το ίδιο φως, την ίδια απελπισία. Κι εδώ τραβάμε ακόμα
τις κουρτίνες, για να κλείσουμε τον ήλιο
έξω.
~
από τη συλλογή Η επιστροφή των νεκρών, εκδ. Πόλις, 2017
πηγή
μέσα στο φως του πρωινού. Κυριακή στην Αθήνα,
Ιούλης μήνας. Το πουλί θα μείνει εδώ
να ρουφάει τον ήλιο το πρωί
και τη δροσούλα· να λούζεται καθάριο φως.
Δεν το σπρώχνουν να φύγει, να εγκαταλείψει άρον άρον
τις εστίες, σαν τους Σύριους
που έφυγαν μια μέρα σαν κι αυτή
κατατρεγμένοι, μ’ έναν μπόγο ρούχα, κι ο ήλιος
έλαμπε και μύριζαν λουλούδια κι ο ήχος από τις ερπύστριες
άνθιζε στο Χαλέπι. Άφησαν πίσω τους την κάθε παιδική γωνιά
όπου έπαιζαν κρυφτό και κάθε τούβλο που αγάπησαν,
τη μυρωδιά της πρώιμης ανοιξιάτικης δροσιάς, τις φυσαλίδες
που τους καίγανε τη γλώσσα σαν άνοιγε η γκαζόζα· τους δρόμους
που διέσχιζαν να φτάσουνε στο σπίτι της πρώτης τους αγάπης, το χρώμα
που είχε η άσφαλτος και τις ρωγμές στ’ οδόστρωμα
που ήξεραν απ’ έξω· τα ματς τα ποδοσφαιρικά στην τηλεόραση,
τις σκιερές γωνίες, τις αυλές, τα καταστήματα με τις πολύχρωμες
κουρτίνες, τις κόρνες των λεωφορείων, τους ανόητους
οδηγούς και τα παντζούρια που τραβούσαν για να κλείσουν
έξω τον ήλιο και τη φασαρία,για να ’ρθουν μετά από λαθρεμπόρους και
πνιγμούς
στη χώρα που εγκαταλείπω γιατί μ’ εγκατέλειψε.
Βρήκαν το ίδιο φως, την ίδια απελπισία. Κι εδώ τραβάμε ακόμα
τις κουρτίνες, για να κλείσουμε τον ήλιο
έξω.
~
από τη συλλογή Η επιστροφή των νεκρών, εκδ. Πόλις, 2017
πηγή
Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι μεταφράστρια και ποιήτρια. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε φιλοσοφία και πολιτική θεωρία στο London School of Economics και στο King's College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην δημιουργική γραφή στο πανεπιστήμιο East Anglia. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στη "Νέα Εστία", την "Ποιητική", το "The Books' Journal", το "Poetry International" και το "Poetry Review". Έχει πλούσιο μεταφραστικό έργο από την αγγλική και νορβηγική γλώσσα στην ελληνική, από το οποίο ξεχωρίζουν οι μεταφράσεις τις στα έργα του Τζο Νέσμπο. Έχει τιμηθεί με το κρατικό βραβείο ποίησης του 2018 για την ποιητική συλλογή της Η επιστροφή των νεκρών.
Τίτλοι βιβλίων (Ποιητικές συλλογές): Λονδίνο - Ιστανμπούλ (Πόλις, 2009). Αστικά ερείπια (και αντιπερισπασμοί) (Πόλις, 2013). Η επιστροφή των νεκρών (Πόλις, 2017).
Συνέντευξη της Γλυνιαδάκη Κρυστάλλη στο Lifo.gr (Μερόπη Κοκκίνη)