Ένα αόρατο πλέγμα είν' ο θεός μου
κι όλα τα ιδανικά λευκά.
Μαύρο είναι το αίμα του κόσμου
που ανάμεσα τους χύνεται γι' αυτά.
«Μες στο κρύο του χειμώνα η φωτιά έχει αρχίσει!
Ο χαλκός αλλάζει χρώμα με φρικιαστικές κραυγές...
κι όλα τα ιδανικά λευκά.
Μαύρο είναι το αίμα του κόσμου
που ανάμεσα τους χύνεται γι' αυτά.
«Μες στο κρύο του χειμώνα η φωτιά έχει αρχίσει!
Ο χαλκός αλλάζει χρώμα με φρικιαστικές κραυγές...
Τρέμει κάτω η γη καθώς ο Marduk κάνει κρίση
όρθιος ποιος θα μείνει εμπρός στων όπλων τις κλαγγές.
Μόνος του καθένας σφίγγει το σπαθί και την ζωή του.
Δίψα καίει το λαρύγγι... κόψε, λάβωσε και πιες!
Γκρεμίζονται κορμιά σωρό, δίπλα στον πατέρα οι γιοι του,
λες και ραντίζει τον καιρό η μάχη απ' τις πληγές!
Είδα ξεκάθαρα το νόημα στα θηρία, τα τυφλά και σαρκοβόρα,
που κάποτε μια συγκυρία τα σήκωσε στα δυο απλώς:
σκόνη όνειρα και κάστρα, όταν φθάνουν μες στην ώρα
άρματα θεών απ’ τ’ άστρα, λίθους ρίχνωντας φωτός».
[Πέφτει, χάνεται, αναλύεται σε άμμο και ηλεκτρισμό...]
«Τα σκοτάδια μου καμία δεν ταράζει φόβου λάμψη.
Εξάπλωση και παντοδυναμία: ο απώτερος σκοπός.
Άλλος δρόμος δεν υπάρχει παρά ο δρόμος, που θα κάμψει
τα πάντα με ή χωρίς μάχη, πίσω ακολουθεί γκρεμός.
Από την αραιά στρατόσφαιρα και τόπους αδιάβλητους
ήρθα εδώ και πρόσφερα πυγμή καταστροφής
στους εχθρούς, όπως σε κύματα στην πυροτειχισμένη γη τους
χτυπάμε, είναι τα βήματα Γραμμένης Εντολής.
Ολάκερ’ η Υφήλιος κτήμα και σύνορό μου, αιώνιο κι αναλώσιμο
καίω θυμίαμα τρόμου μες στ’ ανάκτορα της γης.
Γόνος διττής διάστασης, παντιέρα και ορόσημο
μιας νέας επανάστασης, της ηλεκτρονικής».
[Και πάλι μετουσιώνεται σε ενός εμβρύου σπασμό...]
«Καπνός κι οσμή από σήψη: μωρά παιδιά και γέροι,
όσοι είχαν υπόκυψει κι έπειτα στοιβαχτεί...
Κι εμείς εδώ κι εκεί, στα ζοφερά αυτά μέρη,
συνεχώς σε συμπλοκή, σερνάμενοι, σκυφτοί.
Δαίμονες από ατσάλι στο πέρασμα της ακτίνας
κομματιάζονται, ενώ άλλοι σηκώνοντ’ από τους σωρούς.
Με αγρυπνίες, πείνα, βρώμα εσύρθηκε ένας μήνας,
με απώλειες κι ακόμα προδότες μοχθηρούς...
Αναφέρω τους απόλυτους εφιάλτες, κύριε κύριε Ταγματάρχη!
Παρ’ τις καταγραφές και βάλτες όπου έχεις τα κενά!
...Εκεί στους κάτω αγωγούς κάτι άλλο υπάρχει,
στα σκοτάδια το ακούς, χτυπά απ’ το πουθενά...»
[Με λάβαρο του τ’ άστρα τα οπάλινα, μίτος κι εξιλασμός:]
«Οπλίτες και παράσιτα, ψυχές σε μηχανές,
πρίγκηπες και στρατάρχες και εσωγήινα κτήνη,
από τους χρόνους πριν ο μέγας βαδίσει Γκιλγκαμές
έως τα τώρα όπου δεν έχει πέτρα στην πέτρα μείνει,
όλοι μας παντού —θνητοί κι αθάνατοι το ίδιο—
μαζί και του θανάτου μας ο ίσκιος στον αέρα
παλεύομε ακατάπαυστα, καθένας για μερίδιο
στην ίδια πάνω απέραντη κι απρόσωπη σκακιέρα.
Σκακιέρα, όπου βαδίζουνε χιλιάδες παρατάξεις
με πιόνια που ατέρμονα θ' αλλάζουνε μορφή,
υφαίνοντας περάσματα που δεν μπορείς να σπάσεις,
παρά μονάχα να τραβάς μ’ έξυπνη στρατηγική».
[Και να γιατί απεχθάνομαι ψευτοπολιτισμένα λόγια
τύπου «θα τους τη φέρω αλλιώς», «περίμενε» και «ίσως»...
Μόνο απ’ τη ρίζα άμα κοπούν κάτι χυδαία σόγια
θα βρει η ανθρώπινη σπορά διέξοδο απ’ το μίσος.
Βγάλσιμο —ω, ναι!— των οφθαλμών, τσάκισμα των κοκκάλων,
σκίσιμο της τρυφηλής σάρκας απ’ άκρη σ’ άκρη,
σταύρωμα, παλούκωμα —πρώτα μεταξύ άλλων—
και κάψιμο των τέκνων τους δίχως κανένα δάκρυ.
Οι οιμωγές τους να ακουστούν καθώς στη μέση ερήμου,
κάτω από τις μπότες μας, του αφιονισμένου όχλου:
αυτή ’ναι η μουσική, που γαληνεύει την ψυχή μου
με το υπέροχο φινάλε ενός επιθανάτιου ρόγχου.
Μόνο έτσι λήγει η Παρτίδα που σκάρωσαν οι Αιώνες,
δίνοντας μας ευτελές κίνητρο τα λεφτά.
Και μόνον έτσι γονατίζουν κάτω είδωλα και εικόνες,
και κάνουν επιτέλους ματ στα μαύρα τα λευκά.]
Μόνος του καθένας σφίγγει το σπαθί και την ζωή του.
Δίψα καίει το λαρύγγι... κόψε, λάβωσε και πιες!
Γκρεμίζονται κορμιά σωρό, δίπλα στον πατέρα οι γιοι του,
λες και ραντίζει τον καιρό η μάχη απ' τις πληγές!
Είδα ξεκάθαρα το νόημα στα θηρία, τα τυφλά και σαρκοβόρα,
που κάποτε μια συγκυρία τα σήκωσε στα δυο απλώς:
σκόνη όνειρα και κάστρα, όταν φθάνουν μες στην ώρα
άρματα θεών απ’ τ’ άστρα, λίθους ρίχνωντας φωτός».
[Πέφτει, χάνεται, αναλύεται σε άμμο και ηλεκτρισμό...]
«Τα σκοτάδια μου καμία δεν ταράζει φόβου λάμψη.
Εξάπλωση και παντοδυναμία: ο απώτερος σκοπός.
Άλλος δρόμος δεν υπάρχει παρά ο δρόμος, που θα κάμψει
τα πάντα με ή χωρίς μάχη, πίσω ακολουθεί γκρεμός.
Από την αραιά στρατόσφαιρα και τόπους αδιάβλητους
ήρθα εδώ και πρόσφερα πυγμή καταστροφής
στους εχθρούς, όπως σε κύματα στην πυροτειχισμένη γη τους
χτυπάμε, είναι τα βήματα Γραμμένης Εντολής.
Ολάκερ’ η Υφήλιος κτήμα και σύνορό μου, αιώνιο κι αναλώσιμο
καίω θυμίαμα τρόμου μες στ’ ανάκτορα της γης.
Γόνος διττής διάστασης, παντιέρα και ορόσημο
μιας νέας επανάστασης, της ηλεκτρονικής».
[Και πάλι μετουσιώνεται σε ενός εμβρύου σπασμό...]
«Καπνός κι οσμή από σήψη: μωρά παιδιά και γέροι,
όσοι είχαν υπόκυψει κι έπειτα στοιβαχτεί...
Κι εμείς εδώ κι εκεί, στα ζοφερά αυτά μέρη,
συνεχώς σε συμπλοκή, σερνάμενοι, σκυφτοί.
Δαίμονες από ατσάλι στο πέρασμα της ακτίνας
κομματιάζονται, ενώ άλλοι σηκώνοντ’ από τους σωρούς.
Με αγρυπνίες, πείνα, βρώμα εσύρθηκε ένας μήνας,
με απώλειες κι ακόμα προδότες μοχθηρούς...
Αναφέρω τους απόλυτους εφιάλτες, κύριε κύριε Ταγματάρχη!
Παρ’ τις καταγραφές και βάλτες όπου έχεις τα κενά!
...Εκεί στους κάτω αγωγούς κάτι άλλο υπάρχει,
στα σκοτάδια το ακούς, χτυπά απ’ το πουθενά...»
[Με λάβαρο του τ’ άστρα τα οπάλινα, μίτος κι εξιλασμός:]
«Οπλίτες και παράσιτα, ψυχές σε μηχανές,
πρίγκηπες και στρατάρχες και εσωγήινα κτήνη,
από τους χρόνους πριν ο μέγας βαδίσει Γκιλγκαμές
έως τα τώρα όπου δεν έχει πέτρα στην πέτρα μείνει,
όλοι μας παντού —θνητοί κι αθάνατοι το ίδιο—
μαζί και του θανάτου μας ο ίσκιος στον αέρα
παλεύομε ακατάπαυστα, καθένας για μερίδιο
στην ίδια πάνω απέραντη κι απρόσωπη σκακιέρα.
Σκακιέρα, όπου βαδίζουνε χιλιάδες παρατάξεις
με πιόνια που ατέρμονα θ' αλλάζουνε μορφή,
υφαίνοντας περάσματα που δεν μπορείς να σπάσεις,
παρά μονάχα να τραβάς μ’ έξυπνη στρατηγική».
[Και να γιατί απεχθάνομαι ψευτοπολιτισμένα λόγια
τύπου «θα τους τη φέρω αλλιώς», «περίμενε» και «ίσως»...
Μόνο απ’ τη ρίζα άμα κοπούν κάτι χυδαία σόγια
θα βρει η ανθρώπινη σπορά διέξοδο απ’ το μίσος.
Βγάλσιμο —ω, ναι!— των οφθαλμών, τσάκισμα των κοκκάλων,
σκίσιμο της τρυφηλής σάρκας απ’ άκρη σ’ άκρη,
σταύρωμα, παλούκωμα —πρώτα μεταξύ άλλων—
και κάψιμο των τέκνων τους δίχως κανένα δάκρυ.
Οι οιμωγές τους να ακουστούν καθώς στη μέση ερήμου,
κάτω από τις μπότες μας, του αφιονισμένου όχλου:
αυτή ’ναι η μουσική, που γαληνεύει την ψυχή μου
με το υπέροχο φινάλε ενός επιθανάτιου ρόγχου.
Μόνο έτσι λήγει η Παρτίδα που σκάρωσαν οι Αιώνες,
δίνοντας μας ευτελές κίνητρο τα λεφτά.
Και μόνον έτσι γονατίζουν κάτω είδωλα και εικόνες,
και κάνουν επιτέλους ματ στα μαύρα τα λευκά.]
~
από τη συλλογή Limited Edition MMXVII aD, εκδ. Ελίκρανον, 2017
Δημοσιευμένο με την άδεια του ποιητή
Ο Αργύρης Ωρίωνα Χριστομάγνος γεννήθηκε το 1980 στα Καλάβρυτα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές "Limited Edition MMXVII aD." από τις Εκδόσεις Ελίκρανον (2017), "2ος Νόμος" από τις Εκδόσεις Andy's (2018), "Οι Νέοι Θεοί" από Ελίκρανον (2020), "The Songs Of Soul Invictus" από τις Εκδόσεις της Amazon (2020), "Και Άλλες Σκανταλιές" από Ελίκρανον (2021) και ένα πεζό, το "Μεταλιθικό Μανιφέστο" από Ελίκρανον (2020), μεταφρασμένο και στα Αγγλικά (εκδ. Amazon). To 2020 τιμήθηκε με βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό για το ποίημα "Οι Περήφανοι, Οι Λίγοι, Οι Δυνατοί". Παραμένοντας πιστός και φανατικός χεβυμεταλλάς, από το 1998 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
από τη συλλογή Limited Edition MMXVII aD, εκδ. Ελίκρανον, 2017
Δημοσιευμένο με την άδεια του ποιητή
Ο Αργύρης Ωρίωνα Χριστομάγνος γεννήθηκε το 1980 στα Καλάβρυτα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές "Limited Edition MMXVII aD." από τις Εκδόσεις Ελίκρανον (2017), "2ος Νόμος" από τις Εκδόσεις Andy's (2018), "Οι Νέοι Θεοί" από Ελίκρανον (2020), "The Songs Of Soul Invictus" από τις Εκδόσεις της Amazon (2020), "Και Άλλες Σκανταλιές" από Ελίκρανον (2021) και ένα πεζό, το "Μεταλιθικό Μανιφέστο" από Ελίκρανον (2020), μεταφρασμένο και στα Αγγλικά (εκδ. Amazon). To 2020 τιμήθηκε με βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό για το ποίημα "Οι Περήφανοι, Οι Λίγοι, Οι Δυνατοί". Παραμένοντας πιστός και φανατικός χεβυμεταλλάς, από το 1998 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.