Στὴν ἀρχὴ ἦταν μοναχὰ τὸ Ἔρεβος ποὺ χαίνει
κι ἡ Ἠχὼ ποὺ ξεψυχᾶ στὸ Ἀέναον δοσμένη,
στιλπνὸ σὰν τὰ μαρμάρινα κράσπεδα του Θανάτου.
Μέχρι ποὺ ὁ Ὤν, μολύνοντας τὴν ἄκρα ἁγνότητά του,
μὲ ἀρχάγγελους παρόντες στὴν γέννεσι τῶν Ὄντων,
ἐξαπολύει τὶς πρῶτες τιτάνιες ποὺ ἑβρυχόντο
Σπεῖρες Δημιουργίας• φλογώδεις καὶ κυανές.
Κι ἔσπασε ὁ γαλαξίας τὴ μήτρα ἀπ' τὸ ἀχανές,
καλλιεργώντας τῶν πλασμάτων τὴν ἔλλογη σοδειὰ
μὲ λίπασμα ἀπαστράπτον, τῆς Γνώσεως τὰ Κλειδιὰ·
πρωτόπλασμα ἡρώων, ὅλοι οἱ Προειδοποιηταί.
Κάλχας καὶ Λαοκόων δὲν ἔσβησαν ποτέ...
Κι ἔτσι ὡς ἐποποιία ἡ ἀνθρώπινη χορδὴ
διὰ ξηρᾶς καὶ διὰ θαλάσσης πῆρε νὰ τεντωθεῖ
πάνω στὶς στέρεες βάσεις ποὺ ὁρίζει ἡ Ἰσορροπία
του γήινου περιβάλλοντος: ἐπαύξηση ἀφενὸς
καὶ κλάδεμα ἀφετέρου. Τὸ μὲν μέ το νὰ νείμει
ὅ,τι οἱ πολιτισμοὶ θὰ χαίρουν: Τέχνη κι Ἐπιστήμη·
τὸ δὲ μὲ τὸν βαρὺ στὴν ἐπιβίωση φόρο:
νὰ μὴ δίνουν οἱ ἰσχυροὶ στοὺς ἡττημένους χῶρο.
Ἀναγκαῖο. Ὥστε ὁ πλανήτης, ἡ τροφὸς κάθε ἀγαθοῦ
νὰ μὴ δεῖ στὸ κορμὶ της ἐμάς σὰν εἶδος ἰοῦ.
Καὶ ἐξ αὐτοῦ ἡ μακραίωνη πνευματικὴ ἐκστρατεία
ὑπεροχῆς στὴ Δύναμη μὲ χθόνια τὰ στοιχεῖα:
Πέτρα, χαλκὸς κι ἀτσάλι. Θέλαν στὸν πολεμιστὴ
θάρρος κι ὁρμὴ στὴν πάλη γιὰ νὰ δοξαστεῖ.
Πίσω ἀπ' τὴν ἀσπίδα, μὲς τὴν ἀρματωσιὰ
καυτὴ ἡ ἐπιδερμίδα δεχόταν τὴ σπαθιά.
Ὁ ἀγώνας του ἡττηθέντος νὰ ζήσει -μάταιος πιὰ-
ἐτυλιγόταν στοῦ αἵματος τὴ χάλκινη εὐωδιά.
Ὁ τρόπος ποὺ ἀνοίγει αἱμάσουσα ἡ τομή,
ἁπλώνοντας τὰ ρίγη του σὸκ μὲς τὸ κορμί,
γιὰ νὰ δεχτεῖ ἐντός της τὸ μέταλλο βαθιὰ
καὶ νὰ καλωσορίσει τὴν αἰωνία Νυχτιὰ
μπορεῖ νά 'χει διαρκέσει μία στιγμὴ ἀπ' τὸ χρόνο
στὴν θυελλώδη μάχη• μὰ γιὰ τὸν δολοφόνο
το ὅτι ἔχ' ἀφαιρέσει μὲ τόνα χέρι ζωὴ
εἶναι αἴσθηση ποὺ ὑπάρχει μόνο στὴν πράξη αὐτή.
Γι' αὐτὸ ἦσαν ὁμοψήφως σὲ κάθε ἀρχαία φυλὴ
οἱ ὅρκοι στὸ ἅγιο ξίφος τὸ μυητικὸ σκαλί.
Γι' αὐτὸ γραμμὲς καὶ μέτρα ἀπὸ ἐπικλήσεις θεῶν,
ζῶα, ἱερὰ δέντρα, ὅλα (ἀπ' τῶν Ἀχαιῶν
τὴν πρώιμη ἐποχὴ δυναστειῶν στὴ γέννα)
βρίσκονταν στὴ λαβὴ ἐπάνω χαραγμένα.
Σφύρες, κεφαλοθραῦστες, πέλεκεις, κοντάρια
ἐξόπλιζαν τὶς κάστες νὰ σπείρουνε κουφάρια.
Ἡ χιλιετία ἀνοίγει γιὰ τοὺς σιδεράδες
κι οἱ πρῶτοι ὁμαδικοὶ τύμβοι τροπαιοδοτοῦν χιλιάδες.
Ἔτσι, οἱ ἐκφάνσεις ὅλες του μάχιμού τους βίου
παρέλασαν γιὰ αἰῶνες, ὥσπου ἀπ' του Κτησιβίου
τὰ σκίτσα εἶχε προκύψει μιὰ νέα, βαριὰ καὶ σβέλτη
καὶ πλήττουσα ἀπ' τὰ ὕψη ἰσχύς: του καταπέλτη.
Πέπρωντο πλέον μύστες νά 'σὰν οἱ μηχανικοί.
Ἐκήβολα, βαλλίστρες ἔδωσαν νέα τροπή.
Τὰ 4 Στοιχεῖα, οἱ τῆς Φύσεως χορηγοὶ
ἀφῆσαν πρώτη μνεία στὸν Πόλεμο τὴ Γῆ.
Ἀπὸ τὶς 4 Δυνάμεις δὲν δόθηκε καμία·
τὶ θά 'τανε χαράμι ἀκόμη τέτοια βία.
Ἀλλ' ἀπὸ τὶς Διαστάσεις γεννήθηκε ἡ Εὐθεία.
Τέλος 1ης Πράξης, Παγκόσμιος Ἱστορία.
Στ' ἄγρια ρουμάνια, τοὺς κάμπους καὶ τὰ δάση,
ὅπου εἶχαν μὲ τὴ λόγχη προελάσει
οἱ ἀρχαῖοι μου πρόγονοι,
ἁπλῶς σὰν θρησκευόμενοι
καὶ ὑπάκουοι στὸ νόμο ἀστοί,
μύρο καὶ λιβάνι καὶ σιωπηρὴ μαγεία
ἐκπνέει ἡ γῆ γιὰ τὴν ὁποία
εἶχαν θυσιαστεῖ.
<Οὐδὲν τοῖς θαρροῦσιν ἀνάλωτον>
Ἐλέπολις πολιορκητική, μπαρούτι καὶ κανόνι.
Κι ἤδη εἶχε δημιουργηθεῖ τ' ὅπλο ποὺ ἀπανθρακώνει
τὴν ἐχθρικὴ τριήρη: ἔργο Ἕλληνα, θυμᾶμαι,
τὸ ἀκατάβλητο ὑγρὸ πῦρ. Καὶ πλέον ἂς μὴν ξεχνᾶμε
μουσκέτο καὶ μπιστόλα. Χρήζαν ἀπ' τοὺς ἐπικεφαλής,
ἂν τ' ἀθροίσεις ὅλα, πυκνῆς στρατηγικῆς.
Διότι δραματικὰ αὐξήθη σ' ἐμβέλεια ἡ συμπλοκή.
Ἐκεῖνο τὸ παλιὸ σπρωξίδι, ὁ ρόχθος νὰ κοπεῖ
στὴ μέση ἡ ἄλλη φάλαγγα εἶχε ἀντικατασταθεῖ
μ' ἕνα ἁπαλὸ τράβηγμα σκανδάλης• μετὰ ὀρθοῖ
συνέχιζαν οἱ πίσω τους. Κοκκορόφτεροι ἀρχηγοὶ
ρίχναν ἔτσι ἀλογίστως πλήθη μπρὸς τὴ σφαγή.
Βαδίζεις μὲ τὸ τάγμα ἑνὸς δύσκαμπτου σώματος
στὴν ἀνοιχτὴ πεδιάδα καὶ μόνο ἕνας ἀόμματος
θὰ θεωροῦσε ἀθέμιτη τὴ διαταγὴ του ἄλλου
μὲ τὰ κανόνια ἀπέναντι ἐπάνω σας νὰ βάλλουν.
Ὅπου ἔπεφτε ἡ μπάλα, βουβὸς διαμελισμός.
Γύρω πέτρες, θραύσματα καὶ πάνω ὁ ἄσπρος καπνὸς
ἀπὸ του Βατερλὼ τὴν ἥττα μάς ὑψώνει, μάς πετᾶ
1250 μίλια νοτιοανατολικὰ·
σ' ἕναν ἄλλο ἀγώνα, λυσσαλέο κι ἄνισο:
πίσω ἀπ' τὰ κοτρώνια, σκόρπιοι μὲς τὸ διάσελο,
ὅλη τους ἡ ἐλπίδα, ὅλη τους ἡ Οἰκουμένη,
ζωὴ π' οὐδέποτε εἶδαν, βρισκόταν γεμισμένη
ἐκεῖ μὲς στὸ κουμπούρι καὶ μὲς στὸ καρυοφύλλι.
Ἐκεῖ ψάλλαν οἱ θούριοι, ἐκεῖ λάμπαν κι οἱ ἥλιοι.
Εἶδα στὸ μάγουλο του κλέφτη 2 ἴντσες μπροστὰ
τὸν κόκορα νὰ πέφτει, τὸ κάψουλο νὰ σπᾶ
καὶ τὴν πυρίτιδα νὰ στέλνει τὴ μολυβένια σφαίρα
πρῶτα νὰ διασχίσει ἕνα μέτρο μέχρι πέρα
τὴν κάνη τὴ χαλκοδουλεμένη -σὰν σὲ κλειστὴ ἐξέδρα-
πρὶν βγεῖ γιὰ νὰ χιμήξει στὸν ἀνοιχτὸν ἀέρα.
Ἡ χιλιετία ἡ αἱματοβαμμένη αὐτὴ
παίρνει ἀπ' τὰ Στοιχεῖα, λοιπόν, Ἀέρα καὶ Γῆ.
Καὶ οἱ διαστάσεις παίρνουν, λόγω πρώιμης βλητικῆς στὴ μάχη
τὴ φόρμα του Ἐπιπέδου, προσὸν πιὰ του ἐπιτελάρχη.
Ὑπὸ τὴ σκέπη του χρυσοῦ σταυροῦ, σὰν ἤχησε ἡ καμπάνα,
προήλασαν, πολέμησαν, πεθάναν
γιὰ ἱερεῖς ποὺ γρήγορα
πουλῆσαν τὰ νέα σύνορα
κι οἱ αὐτοκρατορίες ξανάγιναν μηδέν.
400 χρόνια μαῦρα κι ἄγονα
στὴν καταφρόνια πάγωναν,
μὰ ἡ φλόγα δὲν τρεμόπαιξε ποτέ.
<Φωτιὰ καὶ τσεκούρι, προσκυνημένοι!>
Νέα ἀνοξείδωτα ἔμβρυα του βιομηχανικοῦ ἐμμανοῦς:
ἔμβολα, ἀλφάδια, πεῖροι, τέρατα σὲ τροχούς.
Μὲ δέος καὶ περιέργεια ὁ στρατὸς πῆρε ἐντολὴ
ὅπου τρέχει νὰ τὰ σύρει κι ἀφοῦ μ' ἔνταση πολλὴ
τὰ δουλεύει στερεοτύπως, πάντοτε νά 'ν' ἱκανὸς
μόνος του κάθε στρατιώτης νὰ μείνει ζωντανός.
Μὰ δὲν του δόθηκε οἶκτος. Μπρὸς στὴ νέα δυναμικὴ
ἔμοιαζε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης στριγκλίζοντες ποντικοί...
Ὠω, τὸ μυδραλιοβόλο! Δυὸ ἄτομα εἶχε ἀνάγκη
κι ἀπ' τό 'νὰ μίλι ὁ τρόμος σὲ κράταε στὸ χαντάκι.
Ὅλμος, φλογοβόλο: Εἴτ' ἔπεφτες μακριὰ
ἀπ' τὰ μέλη σου στὸ δρόμο, εἴτ' ἕλιωνες ἀργὰ
μὲς στὸ ψημένο κρέας. Καὶ ποιοὶ δὲν γίναν μέτοχοι
τῆς μεγαλειώδους θέας ποὺ χάριζεν ἡ κένωση
ἀπὸ σπηλαιώδη κάνη;! Ἦχος γεννιότανε θαρρεῖς
ἀπ' του Ἅδη τὴ χοάνη γιὰ νὰ κλονίσει εὐθὺς
ἐξώκοσμα πλατώματα. Καὶ κεῖ ποῦ 'χε προσβάλλει
δὲν χώριζες πιὰ πτώματα ἀπὸ κομμάτια ἀτσάλι,
ξεκοιλιασμένο ὑπέδαφος, κάρβουνο καὶ γυαλί.
Ὕστερα ἀπ' του λυκόφωτος τὴ δηλητηριώδη ἀχλύ,
μὲς τὴν ὁποία τὰ μάτια, ἀκόμη καὶ τὸ δέρμα
ἀδύνατο ν' ἀντέξουν (διότι ἔσκαζε κομμάτια,
σάπιζ' ἡ ἐπιδερμίδα), βαδίζανε σὰν ἕρμα
φαντάσματα, τοὺς εἶδα μὲ μάσκες του γκροτέσκου...
Κι ἡ νάρκη κι ἡ ρουκέτα ἑνώνονταν συχνάκις
μὲ τὴ θηριοσιλουέτα του κλειστοῦ ἅρματος μάχης
καὶ ἀνοίγαν μ' ἕναν μυκηθμὸ τὰ σαγόνια τεραστίων
διαστάσεων του Μολὼχ στὸν τόπο του κρανίου...
Ὤσπου, μιὰ γενιὰ ἔπειτα οἱ ὑπήκοοι κάθε θρόνου
ἐκστασιασμένοι ἔφριτταν στὴ σχάση του ὑδρογόνου·
στιγμὴ ποὺ ὁ Ἑωσφόρος τὰ εὔσημα ἀπονείμει
κι ὁ ἥλιος γονατίζει ἐμπρὸς καὶ λιώνει σὰν ψοφίμι...
Στὴ μοριακὴ οὐσία κρατοῦσαν τώρα πιὰ
τῆς Σύγκρουσης τὰ ἡνία ἡ Γῆ, ὁ Ἀέρας κι ἡ Φωτιά.
Κι οἱ Ἀλληλεπιδράσεις δανεῖσαν τὴν Πυρηνικὴ
ποὺ λέμε Ἀσθενοῦς κλάσης. Ἦταν ἡ πιὸ φονική.
Στὸ βραχὺ βίο ὅσων ἄγνωστοι προελαύναν
ἡ πρώτη καὶ στερνὴ λέξη ἦταν «μάνα».
Στὸ ἱερὸ τοὺς ἄδυτο,
τέλος βίαιο κι ἄδικο,
θυσία μ' ὅλη τους τὴν καρδιά.
Κι ἡ τελευταία ρανίδα
γιὰ τὴν πατρίδα,
τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά.
<Λοιπόν, αὐτὸ σημαίνει πόλεμος.>
Ἀπ' τὸ θέαμα του χαμοῦ ὅπου γεννοῦσαν τ' ἀεροπλάνα
κοράλλια ἄσπρου καπνοῦ μὲ ἀφρισμένο μάγμα
καὶ τόνους Agent Orange νὰ χύνουν μὲς στὶς ζοῦγκλες,
προξενώντας ἐντὸς ὥρας πληγὲς ποὺ οἱ πανοῦκλες
καὶ τῶν στρεβλωτηρίων οἱ μεσαιωνικοὶ τροχοὶ
μὲ κόπο καταφέρναν, χωρὶς καμιὰ ἐνοχὴ
περάσαμε στὸ Τώρα του ἀπολύτου ἐλέγχου
πάνω ἀπὸ κάθε χώρα. Ἀκατάπαυστα διατρέχουν
τὴ σακατεμένη Ὑδρόγειο αἰωρούμενα τοτέμ:
Ἡ δύναμη στὸ ἀπόγειο τῆς βαλλιστικῆς Ἐδέμ,
κόμβοι στὸ ἄυλο δίχτυ, τ' ὁποῖο γιὰ νὰ κοπεῖ
ἀπ' τὸν παγιδευμένο δύτη ἀπαιτεῖται μιὰ EMP.
Μὲ τὶς κεφαλὲς στὸ χάρτη, τὸν αὐλὸ του ἐνυαλίου
παίζει τῶν κινητήρων ἡ ὑπερηχητικὴ ἐλίτ.
Δὲν ὑπάρχει κάτι ἔστω ποὺ νὰ μὴν διαλύουν,
πανέτοιμες νὰ ἐγείρουν τὸ ὀπαλιόχρωμο ζενίθ...
Διαχωρίζει ὁ πύραυλος πρὶν πάρει τὴ βουτιὰ
κάτω τὶς ψυχὲς ἁπλῶς σὰν ψηφιακὰ κουτιά.
Πλάι σὲ βυθισμένες ράγες, πλατφόρμες καὶ σιλὸ
παντοῦ ἐχθρῶν χιλιάδες κι ὁ ἀναλώσιμος ἐγὼ
(σὲ Ποιὸν ἄραγε ἀνήκει ἡ αἱμάτινη παλίρροια;)
Τραβῶ τ' ὅπλο ἀπ' τὴ θήκη- τὰ ἐπανατατικὰ ἐλατήρια
περνοῦν εὐθεία στὸ κλεῖστρο, καθὼς ὁ ἐπικρουστήρας
γυρίζει πάλι πίσω στὸ ἄνοιγμα τῆς θύρας
ποῦ 'χει ἤδη ἐκτινάξει τὸν κάλυκα ἀδειανὸ
κι ἀπὸ τὴν κάνη ἡ λάμψη ἀπὸ τὸν κεραυνὸ
μοιάζει ἄγριο τίναγμα φτερούγας χερουβὶμ
μὲς ἀπὸ κάποιο ἄνοιγμα σὲ ἀτσάλινο κλουβί.
Τοὺς προσγειώνει ἀνώμαλα, ἔτσι ὅπως διαπερνᾶ
θώρακες, κράνη, κόκαλα, ξανά, ξανά, ξανά,
τινάζει ἔξω ἐντόσθια, σηκώνει μέχρι πέρα
κραυγές, λύσσα κι ἀρρώστια μόνη της κάθε σφαίρα...
Ἀπ' τὰ βουνὰ στὸν ὠκεανὸ ἡ βακτηρία του Ἄρη
μὲ Ἀέρα- Γῆ- Φωτιὰ- Νερὸ σαρώνει καὶ σοκάρει.
Eldridge κι Ἑνιαῖο Πεδίο. Καὶ λόγω δορυφόρου
μπαίνει στὸ ἐκμαγεῖο ἡ Διαστασὴ του Χώρου.
Προελαύνουν; αὐτοὶ οἱ νεαροὶ; καίτοι ὁπλισμένοι!
Σὲ γῆ τραχιά, ἀφιλόξενη γῆ, (ξένοι
ὡς τὸ '70 ναρκομανεῖς τουρίστες,
τώρα ἐξειδικευμένοι κοσμοσεῖστες)
οὔτε γιὰ κάποιο ἅγιο ἰδεατό,
οὔτε γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν γῆ:
πεθαίνουνε γιὰ μία ἐπιταγὴ
τὸ μήνα ἀπ' τὸν μισθοφορικὸ στρατό.
<Only trust and honor!>
Ὅσο εἶναι ἀνερχόμενη ἡ ἀπληστία του Ἰδιώτη,
σφαιρικὰ ἡ εἰκὼν ἡ ἑπόμενη -τουλάχιστον ἀπ' ὅ,τι
προλέγουν τὰ σημάδια- παρουσιάζει τὸν πολεμιστὴ
νὰ φέρει πιά (ὡς μονάδα καὶ παράλληλα ὡς κλειστὴ
κάστα ἰσχυροτέρων) μιὰ ὁπλικὴ ἐπιβολὴ
ὅσες μαζὶ οἱ ἀνωτέρω, πάνω σὲ μιὰ στολὴ·
ἐκεῖ ποὺ ὅλα τὰ θέλγητρα του μαζικοῦ πολέμου
στοιβάζονται ἀνεξέλεγκτα. Ἤδη οἱ λαοὶ Τὸν τρέμουν:
Στὸ κράνος Του οἱ Διαστάσεις- πᾶσα πληροφορία.
Στὸ στῆθος Του ζυγιάζει τὰ 4 Στοιχεῖα.
Κι ἀπ' τὸν βραχίονά Του δεσπόζουν ὑπὸ μάλης
στὴ δέσμη του θανάτου οἱ 4 Δυνάμεις·
γιὰ νὰ ἐξαλείφει κόσμους, ἀκόμα καὶ νὰ κάμπτει
τὸ Χωροχρόνο καὶ μονάχος ν' ἀλλάζει κάθε χάρτη.
Πλήρως ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε λογῆς φθόνο,
ἰδεοληψία ἢ κέρδος, θὰ ἐπιτελεῖ τὸν φόνο
ἀπὸ τὸ ἀθεώρητο ὕψος του Ὑπερανθρώπου,
ἔχοντας τὸ ἀτιμώρητο στὸ ἐξωτικὸ αὐτὸ σπὸρ Του.
Μιὰ σύγκρουση Τιτάνων, πού το νὰ δείξεις νικητὲς
ἢ ποιοὶ στὸ τέλος χάνουν θά 'ταν, νὰ πῶ, ἀφελές.
Διότι, τὸ πᾶν θά 'χει ἐπιστρέψει ἐκεῖ ἀπ' ὅπου προῆλθε:
στὴν ἔρημη, γαλήνια τέρψη του Πρώτου Χάους. Καὶ εἴθε
μακριὰ ἀπὸ δῆθεν μεγαλεῖα, νὰ σταθεῖ πιὸ συνετὴ
ἡ ὅποια νέα Δημιουργία ποὺ θὰ μάς διαδεχτεῖ!...
<...ἀκτίνες ξεσκίζουν τὰ νέφη •
ἐκρήξεις σκαφῶν στὴ σειρὰ •
περνώντας σὰν κόλαση, ἀλέθει
συντρίμμια ἀπὸ πόλεις, χωριὰ •
ὑψώνονται αὐτὰ σὲ στροβίλους,
ποὺ ἐλέγχοντας, σπρώχνει μπροστά
σὰν δυὸ μυριοκέφαλους ἤλους •
μ' αὐτοὺς ἐξαϋλώνει βουνὰ •
ρουφὰ τὴν ἡλιακὴ ζέστη •
στραγγίζει μὲ μιᾶς ὠκεανοῦς •
ὁ Γήινος πυρήνας διασπᾶται
μετά 'πὸ τοὺς κλυδωνισμούς •
ἀσπρίζουνε σὰν τὸν ἀσβέστη
οἱ ἀπύθμενοι μαῦροι οὐρανοὶ •
σὰν γεύση, θνητόσαρκοι, πάρτε
τὸν Τρόμο νὰ μεσουρανεῖ!...>.
κι ἡ Ἠχὼ ποὺ ξεψυχᾶ στὸ Ἀέναον δοσμένη,
στιλπνὸ σὰν τὰ μαρμάρινα κράσπεδα του Θανάτου.
Μέχρι ποὺ ὁ Ὤν, μολύνοντας τὴν ἄκρα ἁγνότητά του,
μὲ ἀρχάγγελους παρόντες στὴν γέννεσι τῶν Ὄντων,
ἐξαπολύει τὶς πρῶτες τιτάνιες ποὺ ἑβρυχόντο
Σπεῖρες Δημιουργίας• φλογώδεις καὶ κυανές.
Κι ἔσπασε ὁ γαλαξίας τὴ μήτρα ἀπ' τὸ ἀχανές,
καλλιεργώντας τῶν πλασμάτων τὴν ἔλλογη σοδειὰ
μὲ λίπασμα ἀπαστράπτον, τῆς Γνώσεως τὰ Κλειδιὰ·
πρωτόπλασμα ἡρώων, ὅλοι οἱ Προειδοποιηταί.
Κάλχας καὶ Λαοκόων δὲν ἔσβησαν ποτέ...
Κι ἔτσι ὡς ἐποποιία ἡ ἀνθρώπινη χορδὴ
διὰ ξηρᾶς καὶ διὰ θαλάσσης πῆρε νὰ τεντωθεῖ
πάνω στὶς στέρεες βάσεις ποὺ ὁρίζει ἡ Ἰσορροπία
του γήινου περιβάλλοντος: ἐπαύξηση ἀφενὸς
καὶ κλάδεμα ἀφετέρου. Τὸ μὲν μέ το νὰ νείμει
ὅ,τι οἱ πολιτισμοὶ θὰ χαίρουν: Τέχνη κι Ἐπιστήμη·
τὸ δὲ μὲ τὸν βαρὺ στὴν ἐπιβίωση φόρο:
νὰ μὴ δίνουν οἱ ἰσχυροὶ στοὺς ἡττημένους χῶρο.
Ἀναγκαῖο. Ὥστε ὁ πλανήτης, ἡ τροφὸς κάθε ἀγαθοῦ
νὰ μὴ δεῖ στὸ κορμὶ της ἐμάς σὰν εἶδος ἰοῦ.
Καὶ ἐξ αὐτοῦ ἡ μακραίωνη πνευματικὴ ἐκστρατεία
ὑπεροχῆς στὴ Δύναμη μὲ χθόνια τὰ στοιχεῖα:
Πέτρα, χαλκὸς κι ἀτσάλι. Θέλαν στὸν πολεμιστὴ
θάρρος κι ὁρμὴ στὴν πάλη γιὰ νὰ δοξαστεῖ.
Πίσω ἀπ' τὴν ἀσπίδα, μὲς τὴν ἀρματωσιὰ
καυτὴ ἡ ἐπιδερμίδα δεχόταν τὴ σπαθιά.
Ὁ ἀγώνας του ἡττηθέντος νὰ ζήσει -μάταιος πιὰ-
ἐτυλιγόταν στοῦ αἵματος τὴ χάλκινη εὐωδιά.
Ὁ τρόπος ποὺ ἀνοίγει αἱμάσουσα ἡ τομή,
ἁπλώνοντας τὰ ρίγη του σὸκ μὲς τὸ κορμί,
γιὰ νὰ δεχτεῖ ἐντός της τὸ μέταλλο βαθιὰ
καὶ νὰ καλωσορίσει τὴν αἰωνία Νυχτιὰ
μπορεῖ νά 'χει διαρκέσει μία στιγμὴ ἀπ' τὸ χρόνο
στὴν θυελλώδη μάχη• μὰ γιὰ τὸν δολοφόνο
το ὅτι ἔχ' ἀφαιρέσει μὲ τόνα χέρι ζωὴ
εἶναι αἴσθηση ποὺ ὑπάρχει μόνο στὴν πράξη αὐτή.
Γι' αὐτὸ ἦσαν ὁμοψήφως σὲ κάθε ἀρχαία φυλὴ
οἱ ὅρκοι στὸ ἅγιο ξίφος τὸ μυητικὸ σκαλί.
Γι' αὐτὸ γραμμὲς καὶ μέτρα ἀπὸ ἐπικλήσεις θεῶν,
ζῶα, ἱερὰ δέντρα, ὅλα (ἀπ' τῶν Ἀχαιῶν
τὴν πρώιμη ἐποχὴ δυναστειῶν στὴ γέννα)
βρίσκονταν στὴ λαβὴ ἐπάνω χαραγμένα.
Σφύρες, κεφαλοθραῦστες, πέλεκεις, κοντάρια
ἐξόπλιζαν τὶς κάστες νὰ σπείρουνε κουφάρια.
Ἡ χιλιετία ἀνοίγει γιὰ τοὺς σιδεράδες
κι οἱ πρῶτοι ὁμαδικοὶ τύμβοι τροπαιοδοτοῦν χιλιάδες.
Ἔτσι, οἱ ἐκφάνσεις ὅλες του μάχιμού τους βίου
παρέλασαν γιὰ αἰῶνες, ὥσπου ἀπ' του Κτησιβίου
τὰ σκίτσα εἶχε προκύψει μιὰ νέα, βαριὰ καὶ σβέλτη
καὶ πλήττουσα ἀπ' τὰ ὕψη ἰσχύς: του καταπέλτη.
Πέπρωντο πλέον μύστες νά 'σὰν οἱ μηχανικοί.
Ἐκήβολα, βαλλίστρες ἔδωσαν νέα τροπή.
Τὰ 4 Στοιχεῖα, οἱ τῆς Φύσεως χορηγοὶ
ἀφῆσαν πρώτη μνεία στὸν Πόλεμο τὴ Γῆ.
Ἀπὸ τὶς 4 Δυνάμεις δὲν δόθηκε καμία·
τὶ θά 'τανε χαράμι ἀκόμη τέτοια βία.
Ἀλλ' ἀπὸ τὶς Διαστάσεις γεννήθηκε ἡ Εὐθεία.
Τέλος 1ης Πράξης, Παγκόσμιος Ἱστορία.
Στ' ἄγρια ρουμάνια, τοὺς κάμπους καὶ τὰ δάση,
ὅπου εἶχαν μὲ τὴ λόγχη προελάσει
οἱ ἀρχαῖοι μου πρόγονοι,
ἁπλῶς σὰν θρησκευόμενοι
καὶ ὑπάκουοι στὸ νόμο ἀστοί,
μύρο καὶ λιβάνι καὶ σιωπηρὴ μαγεία
ἐκπνέει ἡ γῆ γιὰ τὴν ὁποία
εἶχαν θυσιαστεῖ.
<Οὐδὲν τοῖς θαρροῦσιν ἀνάλωτον>
Ἐλέπολις πολιορκητική, μπαρούτι καὶ κανόνι.
Κι ἤδη εἶχε δημιουργηθεῖ τ' ὅπλο ποὺ ἀπανθρακώνει
τὴν ἐχθρικὴ τριήρη: ἔργο Ἕλληνα, θυμᾶμαι,
τὸ ἀκατάβλητο ὑγρὸ πῦρ. Καὶ πλέον ἂς μὴν ξεχνᾶμε
μουσκέτο καὶ μπιστόλα. Χρήζαν ἀπ' τοὺς ἐπικεφαλής,
ἂν τ' ἀθροίσεις ὅλα, πυκνῆς στρατηγικῆς.
Διότι δραματικὰ αὐξήθη σ' ἐμβέλεια ἡ συμπλοκή.
Ἐκεῖνο τὸ παλιὸ σπρωξίδι, ὁ ρόχθος νὰ κοπεῖ
στὴ μέση ἡ ἄλλη φάλαγγα εἶχε ἀντικατασταθεῖ
μ' ἕνα ἁπαλὸ τράβηγμα σκανδάλης• μετὰ ὀρθοῖ
συνέχιζαν οἱ πίσω τους. Κοκκορόφτεροι ἀρχηγοὶ
ρίχναν ἔτσι ἀλογίστως πλήθη μπρὸς τὴ σφαγή.
Βαδίζεις μὲ τὸ τάγμα ἑνὸς δύσκαμπτου σώματος
στὴν ἀνοιχτὴ πεδιάδα καὶ μόνο ἕνας ἀόμματος
θὰ θεωροῦσε ἀθέμιτη τὴ διαταγὴ του ἄλλου
μὲ τὰ κανόνια ἀπέναντι ἐπάνω σας νὰ βάλλουν.
Ὅπου ἔπεφτε ἡ μπάλα, βουβὸς διαμελισμός.
Γύρω πέτρες, θραύσματα καὶ πάνω ὁ ἄσπρος καπνὸς
ἀπὸ του Βατερλὼ τὴν ἥττα μάς ὑψώνει, μάς πετᾶ
1250 μίλια νοτιοανατολικὰ·
σ' ἕναν ἄλλο ἀγώνα, λυσσαλέο κι ἄνισο:
πίσω ἀπ' τὰ κοτρώνια, σκόρπιοι μὲς τὸ διάσελο,
ὅλη τους ἡ ἐλπίδα, ὅλη τους ἡ Οἰκουμένη,
ζωὴ π' οὐδέποτε εἶδαν, βρισκόταν γεμισμένη
ἐκεῖ μὲς στὸ κουμπούρι καὶ μὲς στὸ καρυοφύλλι.
Ἐκεῖ ψάλλαν οἱ θούριοι, ἐκεῖ λάμπαν κι οἱ ἥλιοι.
Εἶδα στὸ μάγουλο του κλέφτη 2 ἴντσες μπροστὰ
τὸν κόκορα νὰ πέφτει, τὸ κάψουλο νὰ σπᾶ
καὶ τὴν πυρίτιδα νὰ στέλνει τὴ μολυβένια σφαίρα
πρῶτα νὰ διασχίσει ἕνα μέτρο μέχρι πέρα
τὴν κάνη τὴ χαλκοδουλεμένη -σὰν σὲ κλειστὴ ἐξέδρα-
πρὶν βγεῖ γιὰ νὰ χιμήξει στὸν ἀνοιχτὸν ἀέρα.
Ἡ χιλιετία ἡ αἱματοβαμμένη αὐτὴ
παίρνει ἀπ' τὰ Στοιχεῖα, λοιπόν, Ἀέρα καὶ Γῆ.
Καὶ οἱ διαστάσεις παίρνουν, λόγω πρώιμης βλητικῆς στὴ μάχη
τὴ φόρμα του Ἐπιπέδου, προσὸν πιὰ του ἐπιτελάρχη.
Ὑπὸ τὴ σκέπη του χρυσοῦ σταυροῦ, σὰν ἤχησε ἡ καμπάνα,
προήλασαν, πολέμησαν, πεθάναν
γιὰ ἱερεῖς ποὺ γρήγορα
πουλῆσαν τὰ νέα σύνορα
κι οἱ αὐτοκρατορίες ξανάγιναν μηδέν.
400 χρόνια μαῦρα κι ἄγονα
στὴν καταφρόνια πάγωναν,
μὰ ἡ φλόγα δὲν τρεμόπαιξε ποτέ.
<Φωτιὰ καὶ τσεκούρι, προσκυνημένοι!>
Νέα ἀνοξείδωτα ἔμβρυα του βιομηχανικοῦ ἐμμανοῦς:
ἔμβολα, ἀλφάδια, πεῖροι, τέρατα σὲ τροχούς.
Μὲ δέος καὶ περιέργεια ὁ στρατὸς πῆρε ἐντολὴ
ὅπου τρέχει νὰ τὰ σύρει κι ἀφοῦ μ' ἔνταση πολλὴ
τὰ δουλεύει στερεοτύπως, πάντοτε νά 'ν' ἱκανὸς
μόνος του κάθε στρατιώτης νὰ μείνει ζωντανός.
Μὰ δὲν του δόθηκε οἶκτος. Μπρὸς στὴ νέα δυναμικὴ
ἔμοιαζε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης στριγκλίζοντες ποντικοί...
Ὠω, τὸ μυδραλιοβόλο! Δυὸ ἄτομα εἶχε ἀνάγκη
κι ἀπ' τό 'νὰ μίλι ὁ τρόμος σὲ κράταε στὸ χαντάκι.
Ὅλμος, φλογοβόλο: Εἴτ' ἔπεφτες μακριὰ
ἀπ' τὰ μέλη σου στὸ δρόμο, εἴτ' ἕλιωνες ἀργὰ
μὲς στὸ ψημένο κρέας. Καὶ ποιοὶ δὲν γίναν μέτοχοι
τῆς μεγαλειώδους θέας ποὺ χάριζεν ἡ κένωση
ἀπὸ σπηλαιώδη κάνη;! Ἦχος γεννιότανε θαρρεῖς
ἀπ' του Ἅδη τὴ χοάνη γιὰ νὰ κλονίσει εὐθὺς
ἐξώκοσμα πλατώματα. Καὶ κεῖ ποῦ 'χε προσβάλλει
δὲν χώριζες πιὰ πτώματα ἀπὸ κομμάτια ἀτσάλι,
ξεκοιλιασμένο ὑπέδαφος, κάρβουνο καὶ γυαλί.
Ὕστερα ἀπ' του λυκόφωτος τὴ δηλητηριώδη ἀχλύ,
μὲς τὴν ὁποία τὰ μάτια, ἀκόμη καὶ τὸ δέρμα
ἀδύνατο ν' ἀντέξουν (διότι ἔσκαζε κομμάτια,
σάπιζ' ἡ ἐπιδερμίδα), βαδίζανε σὰν ἕρμα
φαντάσματα, τοὺς εἶδα μὲ μάσκες του γκροτέσκου...
Κι ἡ νάρκη κι ἡ ρουκέτα ἑνώνονταν συχνάκις
μὲ τὴ θηριοσιλουέτα του κλειστοῦ ἅρματος μάχης
καὶ ἀνοίγαν μ' ἕναν μυκηθμὸ τὰ σαγόνια τεραστίων
διαστάσεων του Μολὼχ στὸν τόπο του κρανίου...
Ὤσπου, μιὰ γενιὰ ἔπειτα οἱ ὑπήκοοι κάθε θρόνου
ἐκστασιασμένοι ἔφριτταν στὴ σχάση του ὑδρογόνου·
στιγμὴ ποὺ ὁ Ἑωσφόρος τὰ εὔσημα ἀπονείμει
κι ὁ ἥλιος γονατίζει ἐμπρὸς καὶ λιώνει σὰν ψοφίμι...
Στὴ μοριακὴ οὐσία κρατοῦσαν τώρα πιὰ
τῆς Σύγκρουσης τὰ ἡνία ἡ Γῆ, ὁ Ἀέρας κι ἡ Φωτιά.
Κι οἱ Ἀλληλεπιδράσεις δανεῖσαν τὴν Πυρηνικὴ
ποὺ λέμε Ἀσθενοῦς κλάσης. Ἦταν ἡ πιὸ φονική.
Στὸ βραχὺ βίο ὅσων ἄγνωστοι προελαύναν
ἡ πρώτη καὶ στερνὴ λέξη ἦταν «μάνα».
Στὸ ἱερὸ τοὺς ἄδυτο,
τέλος βίαιο κι ἄδικο,
θυσία μ' ὅλη τους τὴν καρδιά.
Κι ἡ τελευταία ρανίδα
γιὰ τὴν πατρίδα,
τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά.
<Λοιπόν, αὐτὸ σημαίνει πόλεμος.>
Ἀπ' τὸ θέαμα του χαμοῦ ὅπου γεννοῦσαν τ' ἀεροπλάνα
κοράλλια ἄσπρου καπνοῦ μὲ ἀφρισμένο μάγμα
καὶ τόνους Agent Orange νὰ χύνουν μὲς στὶς ζοῦγκλες,
προξενώντας ἐντὸς ὥρας πληγὲς ποὺ οἱ πανοῦκλες
καὶ τῶν στρεβλωτηρίων οἱ μεσαιωνικοὶ τροχοὶ
μὲ κόπο καταφέρναν, χωρὶς καμιὰ ἐνοχὴ
περάσαμε στὸ Τώρα του ἀπολύτου ἐλέγχου
πάνω ἀπὸ κάθε χώρα. Ἀκατάπαυστα διατρέχουν
τὴ σακατεμένη Ὑδρόγειο αἰωρούμενα τοτέμ:
Ἡ δύναμη στὸ ἀπόγειο τῆς βαλλιστικῆς Ἐδέμ,
κόμβοι στὸ ἄυλο δίχτυ, τ' ὁποῖο γιὰ νὰ κοπεῖ
ἀπ' τὸν παγιδευμένο δύτη ἀπαιτεῖται μιὰ EMP.
Μὲ τὶς κεφαλὲς στὸ χάρτη, τὸν αὐλὸ του ἐνυαλίου
παίζει τῶν κινητήρων ἡ ὑπερηχητικὴ ἐλίτ.
Δὲν ὑπάρχει κάτι ἔστω ποὺ νὰ μὴν διαλύουν,
πανέτοιμες νὰ ἐγείρουν τὸ ὀπαλιόχρωμο ζενίθ...
Διαχωρίζει ὁ πύραυλος πρὶν πάρει τὴ βουτιὰ
κάτω τὶς ψυχὲς ἁπλῶς σὰν ψηφιακὰ κουτιά.
Πλάι σὲ βυθισμένες ράγες, πλατφόρμες καὶ σιλὸ
παντοῦ ἐχθρῶν χιλιάδες κι ὁ ἀναλώσιμος ἐγὼ
(σὲ Ποιὸν ἄραγε ἀνήκει ἡ αἱμάτινη παλίρροια;)
Τραβῶ τ' ὅπλο ἀπ' τὴ θήκη- τὰ ἐπανατατικὰ ἐλατήρια
περνοῦν εὐθεία στὸ κλεῖστρο, καθὼς ὁ ἐπικρουστήρας
γυρίζει πάλι πίσω στὸ ἄνοιγμα τῆς θύρας
ποῦ 'χει ἤδη ἐκτινάξει τὸν κάλυκα ἀδειανὸ
κι ἀπὸ τὴν κάνη ἡ λάμψη ἀπὸ τὸν κεραυνὸ
μοιάζει ἄγριο τίναγμα φτερούγας χερουβὶμ
μὲς ἀπὸ κάποιο ἄνοιγμα σὲ ἀτσάλινο κλουβί.
Τοὺς προσγειώνει ἀνώμαλα, ἔτσι ὅπως διαπερνᾶ
θώρακες, κράνη, κόκαλα, ξανά, ξανά, ξανά,
τινάζει ἔξω ἐντόσθια, σηκώνει μέχρι πέρα
κραυγές, λύσσα κι ἀρρώστια μόνη της κάθε σφαίρα...
Ἀπ' τὰ βουνὰ στὸν ὠκεανὸ ἡ βακτηρία του Ἄρη
μὲ Ἀέρα- Γῆ- Φωτιὰ- Νερὸ σαρώνει καὶ σοκάρει.
Eldridge κι Ἑνιαῖο Πεδίο. Καὶ λόγω δορυφόρου
μπαίνει στὸ ἐκμαγεῖο ἡ Διαστασὴ του Χώρου.
Προελαύνουν; αὐτοὶ οἱ νεαροὶ; καίτοι ὁπλισμένοι!
Σὲ γῆ τραχιά, ἀφιλόξενη γῆ, (ξένοι
ὡς τὸ '70 ναρκομανεῖς τουρίστες,
τώρα ἐξειδικευμένοι κοσμοσεῖστες)
οὔτε γιὰ κάποιο ἅγιο ἰδεατό,
οὔτε γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν γῆ:
πεθαίνουνε γιὰ μία ἐπιταγὴ
τὸ μήνα ἀπ' τὸν μισθοφορικὸ στρατό.
<Only trust and honor!>
Ὅσο εἶναι ἀνερχόμενη ἡ ἀπληστία του Ἰδιώτη,
σφαιρικὰ ἡ εἰκὼν ἡ ἑπόμενη -τουλάχιστον ἀπ' ὅ,τι
προλέγουν τὰ σημάδια- παρουσιάζει τὸν πολεμιστὴ
νὰ φέρει πιά (ὡς μονάδα καὶ παράλληλα ὡς κλειστὴ
κάστα ἰσχυροτέρων) μιὰ ὁπλικὴ ἐπιβολὴ
ὅσες μαζὶ οἱ ἀνωτέρω, πάνω σὲ μιὰ στολὴ·
ἐκεῖ ποὺ ὅλα τὰ θέλγητρα του μαζικοῦ πολέμου
στοιβάζονται ἀνεξέλεγκτα. Ἤδη οἱ λαοὶ Τὸν τρέμουν:
Στὸ κράνος Του οἱ Διαστάσεις- πᾶσα πληροφορία.
Στὸ στῆθος Του ζυγιάζει τὰ 4 Στοιχεῖα.
Κι ἀπ' τὸν βραχίονά Του δεσπόζουν ὑπὸ μάλης
στὴ δέσμη του θανάτου οἱ 4 Δυνάμεις·
γιὰ νὰ ἐξαλείφει κόσμους, ἀκόμα καὶ νὰ κάμπτει
τὸ Χωροχρόνο καὶ μονάχος ν' ἀλλάζει κάθε χάρτη.
Πλήρως ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε λογῆς φθόνο,
ἰδεοληψία ἢ κέρδος, θὰ ἐπιτελεῖ τὸν φόνο
ἀπὸ τὸ ἀθεώρητο ὕψος του Ὑπερανθρώπου,
ἔχοντας τὸ ἀτιμώρητο στὸ ἐξωτικὸ αὐτὸ σπὸρ Του.
Μιὰ σύγκρουση Τιτάνων, πού το νὰ δείξεις νικητὲς
ἢ ποιοὶ στὸ τέλος χάνουν θά 'ταν, νὰ πῶ, ἀφελές.
Διότι, τὸ πᾶν θά 'χει ἐπιστρέψει ἐκεῖ ἀπ' ὅπου προῆλθε:
στὴν ἔρημη, γαλήνια τέρψη του Πρώτου Χάους. Καὶ εἴθε
μακριὰ ἀπὸ δῆθεν μεγαλεῖα, νὰ σταθεῖ πιὸ συνετὴ
ἡ ὅποια νέα Δημιουργία ποὺ θὰ μάς διαδεχτεῖ!...
<...ἀκτίνες ξεσκίζουν τὰ νέφη •
ἐκρήξεις σκαφῶν στὴ σειρὰ •
περνώντας σὰν κόλαση, ἀλέθει
συντρίμμια ἀπὸ πόλεις, χωριὰ •
ὑψώνονται αὐτὰ σὲ στροβίλους,
ποὺ ἐλέγχοντας, σπρώχνει μπροστά
σὰν δυὸ μυριοκέφαλους ἤλους •
μ' αὐτοὺς ἐξαϋλώνει βουνὰ •
ρουφὰ τὴν ἡλιακὴ ζέστη •
στραγγίζει μὲ μιᾶς ὠκεανοῦς •
ὁ Γήινος πυρήνας διασπᾶται
μετά 'πὸ τοὺς κλυδωνισμούς •
ἀσπρίζουνε σὰν τὸν ἀσβέστη
οἱ ἀπύθμενοι μαῦροι οὐρανοὶ •
σὰν γεύση, θνητόσαρκοι, πάρτε
τὸν Τρόμο νὰ μεσουρανεῖ!...>.
~
από τη συλλογή 2ος νόμος, εκδ. Andy's, 2018
Δημοσιευμένο με την άδεια του ποιητή
Ο Αργύρης Ωρίωνα Χριστομάγνος γεννήθηκε το 1980 στα Καλάβρυτα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές "Limited Edition MMXVII aD." από τις Εκδόσεις Ελίκρανον (2017), "2ος Νόμος" από τις Εκδόσεις Andy's (2018), "Οι Νέοι Θεοί" από Ελίκρανον (2020), "The Songs Of Soul Invictus" από τις Εκδόσεις της Amazon (2020), "Και Άλλες Σκανταλιές" από Ελίκρανον (2021) και ένα πεζό, το "Μεταλιθικό Μανιφέστο" από Ελίκρανον (2020), μεταφρασμένο και στα Αγγλικά (εκδ. Amazon). To 2020 τιμήθηκε με βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό για το ποίημα "Οι Περήφανοι, Οι Λίγοι, Οι Δυνατοί". Παραμένοντας πιστός και φανατικός χεβυμεταλλάς, από το 1998 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
από τη συλλογή 2ος νόμος, εκδ. Andy's, 2018
Δημοσιευμένο με την άδεια του ποιητή
Ο Αργύρης Ωρίωνα Χριστομάγνος γεννήθηκε το 1980 στα Καλάβρυτα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές "Limited Edition MMXVII aD." από τις Εκδόσεις Ελίκρανον (2017), "2ος Νόμος" από τις Εκδόσεις Andy's (2018), "Οι Νέοι Θεοί" από Ελίκρανον (2020), "The Songs Of Soul Invictus" από τις Εκδόσεις της Amazon (2020), "Και Άλλες Σκανταλιές" από Ελίκρανον (2021) και ένα πεζό, το "Μεταλιθικό Μανιφέστο" από Ελίκρανον (2020), μεταφρασμένο και στα Αγγλικά (εκδ. Amazon). To 2020 τιμήθηκε με βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό για το ποίημα "Οι Περήφανοι, Οι Λίγοι, Οι Δυνατοί". Παραμένοντας πιστός και φανατικός χεβυμεταλλάς, από το 1998 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.