Θα ’θελα να φτιάξω έναν ουρανό
να ’χω τώρα που νύχτωσε ένα στερέωμα να κοιτάζω
θα το ’καμνα μεγάλο, γιομάτο άστρα με σχήματα παράξενα
θα του ’βαζα αντίς από ’να, δυο φεγγάρια ανόμοια
το ’να μικρό σαν παιδί, τ’ άλλο μεγάλο σαν παράπονο.
να ’χω τώρα που νύχτωσε ένα στερέωμα να κοιτάζω
θα το ’καμνα μεγάλο, γιομάτο άστρα με σχήματα παράξενα
θα του ’βαζα αντίς από ’να, δυο φεγγάρια ανόμοια
το ’να μικρό σαν παιδί, τ’ άλλο μεγάλο σαν παράπονο.
Ευχαριστώ την κ. Αγγελική Κ. που μου έστειλε το ποίημα
Ο Νικόλας Κάλας ή Νικήτας Ράντος (πραγματικό όνομα: Νικόλαος Καλαμάρης, Λωζάνη, 1907 - Νέα Υόρκη, 1988) ήταν Έλληνας ποιητής. Χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μ. Σπιέρος και N.Calas στα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα. Είναι ένας από τους πρώτους ποιητές που χρησιμοποίησαν ελεύθερο στίχο στην δεκαετία του ’30. Εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα σε νεαρή ηλικία και σπούδασε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την περίοδο αυτή, δηλαδή μεταξύ 1924 με 1927 υπήρξε μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς. Το 1933 εξέδωσε ως Νικήτας Ράντος την πρώτη του συλλογή, Ποιήματα, και το 1934 αναχώρησε για το Παρίσι, όπου εντάχθηκε στην υπερρεαλιστική ομάδα. Στα προλεγόμενα ενός τρίτου μανιφέστου του υπερρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν τον κατέταξε στα «πιο φωτεινά και τα πιο τολμηρά» μυαλά της εποχής. Εκτός από το ποιητικό του έργο μετέφρασε Τ. Σ. Έλιοτ (μαζί με τον Τάκη Παπατσώνη ο Κάλας υπήρξε πρώτος μεταφραστής του Τόμας Έλιοτ στα ελληνικά.) και Λουί Αραγκόν και συνεργάστηκε με ελληνικά και διεθνή περιοδικά όπου δημοσίευε θεωρητικά κείμενα και δοκίμια. Το 1977 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του Οδός Νικήτα Ράντου, που είχε δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο Νικόλας Κάλας. Υπήρξε πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης, που ασπάστηκε τον τροτσκισμό, χωρίς δογματισμούς. Υπήρξε ο πρώτος της γενιάς του που αναγνώρισε τη σημασία της ποίησης του Καβάφη.