Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Ζωή Δικταίου, «Μια ελιά, η μέσα πατρίδα» [Ωδή στην ελιά]»

Περιεχόμενα
Εδώ, στον ίσκιο της ελιάς
Στον ελαιώνα, η σύναξη των αθώων
Στα λιόδεντρα στο Ξηροστέρνι
Στο πρωινό αγιάζι του ελαιώνα
Στα λιοστάσια του Μυστρά
Ενοχή η αθωότητά σου
Αλγεινό όνειρο
Σε συκοφάντες καιρούς αξόδευτο άγιο πάθος
Στο γέρμα του ήλιου αλέθουν οι μυλόπετρες

Εδώ, στον ίσκιο της ελιάς

Ακατασκεύαστη και σκοτεινή η αγάπη
εδώ στον ίσκιο της ελιάς
σε τούτα τα βουνά με τ’ αγριοπερίστερα,
εσένα καλεί να γυρίσεις
στ’ αγριμιού τη γλώσσα,
να βρεις το νήμα του γενέθλιου τόπου
εκεί που το βλέμμα χάνεται στις πράσινες φυλλωσιές
και επιστρέφει ελεύθερο μέσα σου.
Οι επανακτημένες αναμνήσεις
αποκτούν άλλη αξία,
τώρα πιο εύγλωττα γέρνουν τα ίδια κλαδιά
προστατεύοντας τον πόθο που ξυπνά στο λιοπύρι.
Επιστρέφεις, στα Χανιώτικα λιόδεντρα
μα δεν είναι αυτή η αναζήτηση μιας χαμένης εικόνας
στον καθρέφτη τ’ ουρανού ανοίγουν τα περάσματα.
Τα παλιά σου ίχνη
σού δείχνουν ξανά τον τόπο
με μιαν αλλιώτικη, πιο δυνατή συγγένεια και οικειότητα.
Η ευγνωμοσύνη σε οδηγεί
σε καινούργιο ορίζοντα
εκεί που οι γέρικες ελιές μετρώντας την αγάπη
προσανατολίζονται στο φως.

Στον ελαιώνα η σύναξη των αθώων
Με την καλοσύνη της αδιαφορίας αλλάζεις σελίδα,
ραγίζει η νοσταλγία
καθώς γυρίζουν οι βαριές μυλόπετρες
χωρίς να γυρέψουν τη συγκατάθεση εκείνων που λείπουν.
Σκουριασμένοι δείχτες στο παλιό ρολόι
επαναστατημένος ο άγγελος συλλαβίζοντας την ενοχή
φέρνει στο φως του λύχνου παλιά πεπρωμένα,
ασβέστης και ξερολιθιές,τοπίο άνυδρο στην Άνδρο,
εύγλωττες όλες οι προθέσεις στα λιόδεντρα των προγόνων,
πριν ξημερώσει καταγγέλλεται η προδοσία
στα πέταλα της μαργαρίτας,
στο βουητό μιας μέλισσας
στο λάλημα τ’ αηδονιού.
Σκύβεις, ξεπλένεις τα χέρια με θαλασσόνερο
τώρα σε νικηφόρα περιπλάνηση σαφές το ανομολόγητο,
στον ελαιώνα η σύναξη των αθώων,
αφή, στην ευαίσθητη σάρκα της παχνισμένης νύχτας,
στην αγεφύρωτη απόσταση των άστρων,
αφή, στην αγνοούμενη ευτυχία της επιστροφής
και στα καρφιά της σταύρωσης,
με τη μελαγχολία του απαγορευμένου
και την άγνοια της αμαρτίας.
Σ’ αγαπώ, απόμακρη και αριστοκρατική, δική μου,
στη Ζάκρο, στη Στούπα, στα Κύθηρα,
σωτηρία, στο φλογοβόλο πένθος του έρωτα,
όταν γέρνω στη ρίζα σου,
η ψυχή, μια παπαρούνα που ζυγιάζει τον πηλό στο σταυρό
και την αιωνιότητα στο κόκκινο.

Στα λιόδεντρα στο Ξηροστέρνι
Σαν να ήταν μοίρα σου,
πάντα να φεύγεις και πάντα να έρχεσαι,
να επιστρέφεις στην κατασκήνωση της χαράς
σε μυστική συνάντηση στον Αποκόρωνα
σπουδή στο φεγγάρι.
Αυτή τη φορά στο λιομάζωμα ήρθες
γυρεύοντας θραύσματα της παλιάς σου ζωής,
αλγεινό το ταξίδι,
απ’ όποιον δρόμο κι αν φτάσεις
πάλι νόστος˙ νόστος, θα πεις είναι.
Ο άνεμος φέρνει ακόμη τις φωνές
η εικόνα της μάνας, το καλάθι στα χέρια της,
ο παππούς με το βλέμμα στις χούφτες τις γεμάτες καρπό
ο πατέρας ψηλός, όμορφος, η μαντινάδα στα χείλη,
προσκέφαλο η πάχνη
και λίγα δέντρα πιο πέρα
εκείνη… όπως τότε, το ατρύγητο μέλι στα χείλη
κι ο έρωτας νιόβγαλτος αροδαμός.
Ένα χέρι σε αγγίζει στον ώμο
λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Όχι, εδώ δεν πεθαίνει κανείς
στα λιόδεντρα στο Ξηροστέρνι,
θαρρείς κοιμούνται ίσκιοι κι ονειρεύονται
κάθε ξημέρωμα μιαν άλλη επιστροφή
κι ας μεγαλώνουν περισσότερο οι νύχτες.
Εδώ ρίχνουναλάτι τής Γραμβούσας, στην πληγή,
ν’ αγιάσει ο πόνος, να μη σιμώσει
ο χωρισμός και η άβυσσος
εδώ, στα λιόδεντρα στο Ξηροστέρνι
ακριβό γιορτάσι το αγγελοφίλημα.

Στο πρωινό αγιάζι του ελαιώνα
Περπατάς στο πρωινό αγιάζι του ελαιώνα
πάει καιρός από την πρώτη φορά,
τότε κρατούσες ένα σύννεφο στα μάτια
μαλλιά ξεχτένιστα, γρήγορη ανάσα,
κελαηδούσε η αορίτικη πέρδικα,
βλέμμα λεύτερο,
ζήλευες την ξαστεριά στο μέτωπό του
ώρα που άπλωνε τα λευκά της άνθη η μυρτιά,
διψασμένα χείλη, στερνό φιλί, χέρια ιδρωμένα.
Ακόμη φοβάσαι τις πάνοπλες θυγατέρες της νύχτας
κι ύστερα
πως λάμπεις μέσα στης θύμησης το σκονισμένο φόρεμα.
Από το Γύθειο, στη Σπάρτη
κι από τη Μονεμβασιά ως την πέτρα της Μάνης
όλοι χωράνε, εδώ που τα σύννεφα
ξεκλειδώνουν τον κόσμο και τα κρυμμένα του
όταν σφυρίζει ο αέρας και χορεύουν τ’ ασημένια φύλλα,
όταν οι παλιές μυλόπετρες
γυρίζουν στον καιρό της αγάπης.
Ακούς φωνές. Καλέσματα από κάθε γωνιά,
κάθε σπιθαμή σε φωνάζει με το πρώτο σου όνομα
και τη φωνή του,
κάθε λιόδεντρο σε θέλει να σταθείς
να γυρέψεις στον ίσκιο του φιλί και αλμύρα.
Το ξέρεις καλά,
τίποτα περισσότερο δεν μπορείς να ζητήσεις
τούτη τη στιγμή που η ζωή βιάζεται,
μόνο ένα κλαδί ελιάς
και δυο φυλλαράκια δυόσμο για να στέκει ο κόσμος σου.
Η ψυχή έχει κρατήσει το παλιό φως.

Στα λιοστάσια του Μυστρά
Ανοικτός ο ορίζοντας, άσπορη η ευτυχία,
πιο πέρα από τους λόφους
μακριά στο χαμήλωμα η θάλασσα,
ακούς το κάλεσμα, το φέρνει ο άνεμος,
μα εσύ εδώ να σταθείς, στα κάστρα,
σε τούτα τα μεγαλόπρεπα γέρικα λιόδεντρα
αυτά που συντρόφεψαν τους παιδικούς σου χρόνους.
Ήχοι ελπίδας στο σπάθισμα των φύλλων
και στις πολεμίστρες,
αλάθευτη η παλιά ζωή των προγόνων
στα λιοστάσια του Μυστρά
προσκαλεί την ψυχή
στη μεταμέλεια της απόγνωσής σου.
Θα το θυμάσαι πόσο έκλαψες, πόσο ονειροπόλησες,
άμοιρος θυμού στην απειρία σου,
τα κλαδιά που έγερναν
θαρρείς σε προσκύνημα στη γη
αυτά τα ίδια έκρυβαν την απραξία στο καρδιοχτύπι,
τον απόηχο τού πρώτου ανεκπλήρωτου έρωτα
στο ξεφάντωμα της Όστριας
κι έγιναν,
τ’ ανομολόγητα σ’ αγαπώκεφάλαια μιας ανορθόγραφης ζωής.

Ενοχή η αθωότητά σου
Νοητό το περίγραμμα του ελαιώνα στους πρόποδες των λόφων,
μαθητεία νοσταλγίας,
το ρολόι του στο χέρι σου μετρά άλλους καιρούς
και άλλους καημούς,
τα προσωπικά αντικείμενα πάνω στο τραπέζι,
τα ενθύμια στο συρτάρι,
η ασπρόμαυρη φωτογραφία σε ασημένια κορνίζα,
το αψέντι στο ποτήρι.
Ενοχή η αθωότητά σου, όταν ανάβεις το καντήλι
κι όταν γυρεύεις σημάδια
παραφρασμένες γραφές στην άνεργη μυλόπετρα
στο πέτρινο λιοτρίβι του παππού.
Ανθισμένες μολόχες, το χοροστάσι τ’ Απρίλη
καινούργιες φυλλωσιές στη βροχή,
ο χρόνος μέσα σου λιτανεύει θύμησες
κουρέλια της μνήμης στην ξένη πολιτεία,
χωρίς εσένα,
θεριεύουν οι φτέρες στους ελαιώνες της Κέρκυρας
στάζει ο ήλιος
και το παράπονο,
τα μελίσσια ξεχύθηκαν στ’ ασφοδέλια
αγκαλιάζονται σπλαχνικά τα κλαδιά,
σε περιμένω σε τούτη τη φλούδα της γης,
αύριο,
έλα στο δάκρυ να σωθείς
με το φιλί του Ιούδα.

Αλγεινό όνειρο
Μια βροχή πεφταστέρια ανάψανε στον θόλο τ’ ουρανού,
ξεκλείδωνες το χαμένο παράδεισο
κι είχαν μονομεριάσει όλες οι χαρές στα λιόδεντρα
σε μιαν Άνοιξη μυριστική
για να γυρίσουν μαζί σου, οι ξεχασμένοι καιροί
της Κρήτης, της Μάνης, της Μονεμβασιάς
κι αποστήθιζε ο άνεμος περνώντας από τις φυλλωσιές
το σμαραγδί και τ’ ασημένιο,
πριν συλλαβίσει την αγάπη.
Τότε πετάχτηκα απ’ τον ύπνο,
αλγεινό όνειρο,
ούτε λιοστάσι, ούτε Απρίλης,
μόνο η ξαφνική μπόρα στα κεραμίδια
και μια δυσδιάκριτη κόκκινη κλωστή στην ανέμη.
Ψηλάφισα ένα – ένα τα κουμπιά στο μαύρο πουκάμισο
εξόριστη σε στέρφα αγκαλιά
κι από τα στενορύμια της καρδιάς
αγναντεύοντας τον ίδιο πόθο να καίει
πάνω στην παλιά πληγή
και πάνω στην κόψη της αλήθειας
ακόντιζε η μοίρα το τέλος.

Σε συκοφάντες καιρούς αξόδευτο άγιο πάθος
Μέτρησες ώρες,μέρες, χρόνια
τα κατώφλια που πέρασες,
τους ίσκιους και τα νεκρωμένα δάκρυα,
σαϊτιές, ξενιτιές, ταφόπετρες, όλα με την αγρύπνια της σιωπής.
Ήπιες, το ποτήρι ολόκληρο, πικρό αγλύκαντο κρασί
ρωτάς, ρωτούν κι οι άλλοι
βρεγμένο αθώο χώμα δοξάζει τη δεύτερη άνθηση
τοπίο της μνήμης επίσημο, βαθιά τελετουργικό
γενέθλια γη, Μάνη, εδώ πυρακτώνεται ο νόστος
στην αστοργία της Όστριας.
Πλήρωσες τον λογαριασμό,
από εκείνο το πρώτο ξεκίνημα
με τη συμπόνια τού ονείρου,
τώρα περπατάς ξυπόλητος στον ελαιώνα,
είναι που ξέρεις, η αλήθεια δεν έχει πάντα ωραίες κουβέντες.
Μια γυναίκα χλωμή,
θλιμμένη μα περήφανη μέσα στο μαύρο της μαντίλι,
Καλλιστώ,η πυργοδέσποινα τής Λάγιας με τα μακριά δάχτυλα,
γιατρεύει ακόμη καθώς λένε τις πληγές
ρίχνοντας άγουρο λάδι και μέλι
στο παλιό λιοτρίβι με την άνανθη αγριάδα στις μυλόπετρες.
Σ’ αγαπώ ομότροπη πέτρα, στο στάσιμο του έρωτα,
σε συκοφάντες καιρούς αξόδευτο άγιο πάθος.

Στο γέρμα του ήλιου αλέθουν οι μυλόπετρες
Μονομεριάζουν οι χαρές,
καλοτυχιά θεμελιωμένη σε φαράγγια και χαράκια
ώρα που διασκορπίζεται στα διάσελα η πάχνη,
και ξαναδευτερώνει  όρκο ο Αποκόρωνας
στού αγριμιού το κέρατο και στού φιδιού τη γέννα.

Τέλεψε ο άθλος στου παππού το Νοτικό λιοστάσι,
Μοίρα μυριόκλωνη μια γέρικη ελιά, αργοζυγιάζεται,
στο μισεμό, στο γιαγερμό, στο σπίθισμα τ’ ονείρου,
με τ’ άγγιγμα της βλαστοσέρνει η ελπίδα,
στη ρίζα Θραψανιώτικο σταμνί
χρυσό πουλί του Αλικιανού στα κλώνια.

Μαντατοφόρος άγγελος σού μήνυσε
να διαγουμίσεις στη φεγγοβολή το χρέος,
η ξυπνημένη θύμηση,
μια λιτανεία μεγαλόπρεπη στα λιόδεντρα,
στο σείσμα και στο λύγισμα,
κατάνυξη, παράπονο τού πελαγίσιου ανέμου.

Από τον κόπο αγιάζει επά στην πέτρα η ψυχή,
ακροφεγγίζει,
ολόφλογες πετά φτερούγες πέντε πήχες,
πριν ανεμοκυκλήσει για ν’ ανάψει το Βορράστρι στ’ Ακρωτήρι,
να γαμπροστολιστεί στο Ξηροστέρνι ο νιος,
ο σμιχτοφρύδης εγγονός τού καπετάν Μιχάλη,
στου χρόνου το λογαριασμό
να γράψει λεύτερος,
περίσσια τής αγάπης κερδισμένος.

Γοργοποδιάζει η Καλλιστώ,
αγέρινη, ψηλή η κορασιά, δαχτυλιδένια μέση,
να φτάσει νύφη απ’ το Μεγάλο Κάστρο,
βιγλίζει ο νους, χτυπά η καρδιά,
τ’ απανωχείλι τρέμει άγριο βύσσινο,
πίσω από το ζερβό αυτί
μοιρόγραφτη μαύρη ελιά, σημάδι και του έρωτα γινάτι,
γέλιο κρουστό,
στο βλέμμα φλόγα ο πόθος, υπερούσια,
γλεντά το αιώνιο πανηγύρι της γυναίκας.

Κι η καλαντρούσα η νένα τζη, στη Ζάκρο
καμαροφρύδα,
αργάτισσα πιστή στην πρώτη αγάπη,
κερνά κρασί, κερνά γητειές,
και σύγκορμη ριγάει, στο μελωμένο φίλημα
να δώσει ευχή μεγάλη.
Γονατιστή, δεητικά στη νιότη και στην κόρη,
μια χούφτα αλάτι, φυλακτό,
από τη ζαφειρένια Χιώνα,
να την κρατά βυζάστρα στη ζωή,
μαυλίστρα της τιμής και της αλμύρας.
Σγουρό, κόκκινο ρόδο εκατόφυλλο,
του κοσμοκράτη ανθός στο κρουσταλλένιο στήθος,
πλεχτό κανίσκι,
στολισμένα ως πρέπει τα εφτάζυμα,
πεσκέσι ακριβό και τιμημένο, Λασιθιώτικο,
να ξεφαντώσουν οι αντρειόθρεφτοι
κι η θυγατέρα η αγγελόθωρη
στο χοροστάσι της χαράς, σε Μέγα Περιβόλι
να χορέψει.

Περνά το ψίκι ανθοπλεμένη στράτα Ρεθεμνιώτικη,
το ριζικό, χιόνι λευκό κορφουρανίς  στον Ψηλορείτη,
τού Πλατανιά οι λυγεροκλαδούσες,
ασημοκλωσμένες προσκυνούνε τα πατήματα,
σείστρα, κουδούνια, πέτσινα στιβάνια,
γεμίζουν οι Χανιώτικες Μαδάρες,
μεϊντανογέλεκα, πουκάμισα άσπρα,
παλικαρίσια αντρίκεια πεθυμιά.

Στην κόψη της χαράς
σκουριά, κιτρινισμένη σκέψη, μπλάβο αίμα,
πλαντά  να σκάσει ο Δρεπανιάρης,
φαρμακερές σαΐτες,
τα χελιδόνια σ’ άπιαστο ουρανό.

Στ’ απάνω δώμα, οι πρόγονοι στην τάβλα ξεφαντώνουν,
ο κύρης, σφίγγοντας τα χείλη,
κλώθει τις ξένες στράτες και τις πέρα θάλασσες,
οπίσω να γυρίσεις
κι όλο σιμώνει η μαριόλα η ξενιτιά,
στη σκέψη μουσαφίρισσα,
αντιβουίζει απ’ αλάργα όλα τ’ αθέλητα,
όσα ψυχανεμίζεται ο παππούς, θαρρώ φοβάσαι.

Ξυπνά, κονταρομάχα η λοξομάτα  Όστρια,
συνάρμενη γλεντά η Κρήτη απ’ άκρη ως άκρη,
φουσκώνει η γη, πρασινοβόλησαν οι ελιές,
νιόγραφτοι αροδαμοί απ’ τη Γραμβούσα ως το Βάι.

Το φως, καινούργια αρματωσιά ως την Αράδαινα,
στο πόρτεγο η γιαγιά, χαρές απλώνει,
στην Κάντανο, μύρισε ασβέστη και λιβάνι η αυλή,
στο Φραγκοκάστελλο,
μετρούν τον ίσκιο τους στ’ απόι οι Δροσουλίτες,
και το μελισσολόι στη Φαλάσαρνα,
ξεχύθηκε πασίχαρο σ’ αλαδανιά και θύμο.

Στη Σούγια πλουμιστά στρωμνιά,
στο Μάλεμε, καίει μέρα – νύχτα το καντήλι,
στο Βάμο οι λύρες οι γλυκόλαλες,
κρασί μου Κισαμίτικο, κούπα ζωγραφισμένη,
βαστά ο καιρός, βαστώ κι εγώ,
άστρο μη βασιλέψεις
να δέσω τα σαντάλια μου, χορός να μη σκολάσει.

Στο γέρμα του ήλιου,
η παντιγιέρα ένα μελτέμι καρτερεί,
δάκρυ, χαρά, καιρός, σιωπές, όμορφες μαντινάδες,
ν’ αλέσουν οι μυλόπετρες, χρόνε μου ψυχαρπάχτη.

Στάλα τη στάλα στο αρχαίο λιοτρίβι
ντελίνα ορθή, μετρά ακριβά το λάδι,
έχει δαχτυλιδόπετρα μισό φεγγάρι,
βραχιόλι από λιγάθινη ελιά
και παραμάνα λιόφυλλο σε φιλντισένιο χτένι,
κυρά, αφέντρα κι απροσκύνητη η Ζωή,
στηλώνει κόσμο, ομπρός πηγαίνει,
χαροκοπά στην αορίτικη ξεφάντωση,
με φρόνηση, αρμέγει στην ξερολιθιά τ’ ανέφαλα
κι όλο το μαύρο γιούσουρι
στοχάζεται στης θάλασσας τα βάθη,
συνορατόρισσα στη νια αυγή,
να πάρουνε φωτιά τα κάτω σύμπαντα,
ν’ αντιλαμπίσουν τα κλειστά περάσματα,
να σπάσουν τα κερκέλια
και να μυρίσει ο κόσμος όλος γιασεμί.

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Κέρκυρα, 26 Απρίλη 2021
~
πηγή

Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου): «Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου.Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.»

Τίτλοι βιβλίων: Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, αφήγημα και ποιητικός λόγος, Εκδόσεις: Φίλντισι, 2020. Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, 2020. Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, 2019. Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, 2018. Οι άλλες ν' απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, 2018. Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, 2017. Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι 2015. Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996. 

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης