I
Φάνηκε μια στιγμή, σαν ξύπνημα η αρχή
κι ήταν μετά το φως τα χρώματα κι η θάλασσα.
Κι ήταν ολόλευκα πουλιά που γυροφέρναν
φτεροκοπώντας μπρος στ’ ανοιχτά παράθυρα.
Κι ήταν τα σύννεφα διάφανα
δυο μέτρα μόλις πάνω απ’ τα κεφάλια μας
και το πλακόστρωτο στου πρωινού το μούρμουρο
ζωή γεμάτο που κυλούσε αδιάκοπα
μες στους χυμούς του μικρού δέντρου της αυλής μας.
Κι ήταν το πρωινό γλυκό, σαν τραγουδάκι ερωτικό
γλυκό, καθώς τα πρώτα παιδικά γλυκά χαμόγελα.
Πώς ευωδιάζει η γης π’ ανασκιρτά
ίδια υγρή ζεστή αγκαλιά
στου Φθινοπώρου τα πρωτόβροχα!
II
Ανασαιμιά κρυφή κι η πρώτη ανάταση
πόσο ψηλά να ’ναι ακόμα ο ουρανός, πόσο τα σύννεφα;
Φωνή δειλή φωτιά που επύρωσε τα μάγουλα
λιανοτραγούδισμα δειλό τραύλισμα πρώτο.
Κι έπειτα κάτω στον γιαλό γυαλί η θάλασσα
σχήματα σχέδια ανάκατα στην άμμο.
Μεσοκαλόκαιρο φωτιά μάτια μισόκλειστα
κι η πέτρα που κυλίστηκε στο γαλανό της μεσοφόρι,
μετέωρη για μια στιγμή κρεμάστηκε.
III
Ανάλαφρες, αέρινες θαρρείς ανοίγουνε στον άνεμο
λευκές σαν χιόνι, απαλές, φτερούγες προς τον ήλιο
ψηλώνουν, χάνονται στροβιλιστά κύματα κύματα
στο φως, τ’ αλλόκοτα πουλιά των ονείρων.
ΙΧ (Ι)
Εύπλαστη ύλη ζώσα ανασκίρτησε
βαθιά ανασαίνοντας το φως
στην τελευτή του ονείρου της.
Χρώματα σχήματα τριγύρω και πνοή
μεθυστική πρωτόγνωρη των αρωμάτων.
“Μόνος εσύ θα ζεις και θα το ξέρεις
πως κάτω απ’ το νεφέλωμα των άστρων
στάθηκες στα πόδια σου· κι ονόματα
θα δώσεις των πραγμάτων”.
Είπεν ο Ποιητής της γης και τ’ ουρανού
και μάτια μου ’δωκε να δω σα μέσα σ’ όνειρο
θάλασσες κάτου και βουνά, λίμνες ποτάμια.
Γαλαζοπράσινο μακριά αισθαντικό,
ασπρογαλάζιο πάνωθέ μου πορφυρό
βαθύ του ήλιου.
“Μόνος θα ξέρεις –είπε– πως μικρός και μέγας
υπάρχεις στους μικρούς μεγάλους κόσμους μου
που να, μ’ ένα μου νεύμα απλώνω στο κενό
μάζα χωμάτινη, νερό, φωτιά κι αγέρα”.
IX (IV)
Στα σύνορα της μέρας μάτια ολάνοιχτα
τα κρινολούλουδα στο φως λιγνά ηλιοτρόπια
τρεμουλιαστή φωνή ανάσκελα στα σύννεφα
πόνος και πλήρωμα χαράς κι ανατριχίλα.
Θεέ μου, έλαβα το δώρο σου μάτια καινούρια
ένα κομμάτι ουρανό βαθυγαλάζιο
κλωνιά ψηλά δάχτυλα και γαντζώθηκα
στη γης που γύρισα χρόνους πολλούς με τους ανέμους
με τα πουλιά που αλητεύουν που ξεχνούν
τις στάλες της βροχής που τα πληγώνει.
XIV
Ποιος του ’χει δώσει τα κλειδιά
της πλαϊνής κερκόπορτας
και κλέφτης μπήκε μες στης νύχτας τη σιωπή
στην Άγια Πόλη μας;
Ποια νύχτα κράτησε στην αγκαλιά της
τη μισητή μορφή του και τα βήματα
στις πλάκες του ιερού, βύθισε στη σιγή;
Αυτός δεν είναι σαν κι εμάς· δεν του αξίζουν
δαφνοστεφάνια κι αγριλιές π’ ολόλαμπρα
των ποιητών τα μέτωπα στολίζουν.
Κι αν πάτησε και βρέθηκε στο πρώτο το σκαλί
και ποιητής λογίζεται,
αρμόζει με πάταγο φρικτό να γκρεμιστεί.
XVIII
Με το ’να μάγουλο στο φως, τ’ άλλο στο έρεβος
και μια σιωπή, νάρκη ατέλειωτου χειμώνα
κύλησε η νύχτα που δεν έφερε αυγή
μονάχα όνειρα που ζωντανεύοντας ζητούσαν
μερίδιο στην πενιχρή φτωχή αλήθεια μου
πριν βυθιστούν, πριν λιώσουν και σβηστούνε.
Κι έπειτα, βρήκα απ’ την αρχή τα ρούχα της γιορτής
με δάκτυλα επιδέξια, με τις κινήσεις της συνήθειας
κι έβαλα την καλή μου έκφραση στο πρόσωπο:
Χρώμα αθωότητας αμέριμνο κι απλό
χρώμα ανέλπιστης χαράς κι ευδαιμονίας.
XX
Προσπέρασαν οι νεραϊδοπαρμένοι
άσημοι εραστές του φεγγαριού
μ’ ένα κλαψιάρικο βιολί
μια νύχτα και μπαρκάρανε.
Τώρα η μακριά σκιά τους στα νερά
φέγγει σαν δρόμος
ίσα βαθιά στη λησμονιά
στη θάλασσα που όλο σωπαίνει.
XXI
Ποθήσαμε να φέρουμε εκείνη τη νυχτιά
τη μούσα, τη γλυκιά κιθάρα
σαν ανεπαίσθητη πνοή μικρού θεού
σε κάποιο νυσταγμένο φυλλοθρόισμα
σ’ ένα κατάρτι που υψώθηκε αργά
πάνω απ’ τα κύματα, ίσα στον ήλιο.
Ποθήσαμε να ξανακούσουμε τους ναυτικούς
πάνω από το θολό ποτήρι να ψελλίζουν
για τη γοργόνα, το θεριό, την πικροθάλασσα,
για την υγρή ομορφιά την ξορκισμένη
κάποιου σκυθρωπιασμένου ουρανού.
Να ξαναβγούμε απ’ την αρχή στις πασχαλιές
ιδανικοί εραστές, παιδιά του φεγγαρόφωτου
που μαγευτήκανε και μείναν αγκαλιά
νύχτες και νύχτες μακριά, έξω απ’ το χρόνο.
Όμως η μούσα ξέχασε να τραγουδά.
Παρθένα νυσταγμένη γλυκοπλάγιασε
αργά στα μεταξένια της σεντόνια.
Αργά στα διάφανα καθάρια ονείρατα
που ’χουνε δρόμους από φως κι από αγάπη.
Που ’χουνε ήλιους κόκκινους, φεγγάρια πράσινα
κι οι πολιτείες τους με τα βουβά λιμάνια
κοιμούνται νυσταγμένες από έρωτα
ή ξαγρυπνούν να δουν τη μέρα που ανατέλλει.
Όμως η μούσα ξέχασε να τραγουδά.
Παρθένα νυσταγμένη γλυκοπλάγιασε
αργά στα παιδικά της παραμύθια.
XXIV
Δρόμοι πλακόστρωτοι, το γιασεμί μεθυστικό
στα παραθύρια οι έμορφες σου γνέφουν
πίσω απ’ τις μπούκλες τις ξανθές στ’ ωραίο μέτωπο
κι ο έρωτας στα βλέφαρα σκιρτά
και κατεβαίνει γλυκά στο μέρος της καρδιάς.
Της Άνοιξης πόσο πονά το ξύπνημα, πόσο μαγεύει!
Κι εσύ αργοπατώντας σαν παιδί μπρος στις αυλόπορτες
με το σακάκι σου ριχτό κι ένα τραγούδι
λες ο καιρός στάθηκε ’δω, εδώ κι ο ήλιος έμεινε
παντοτινά να τραγουδά και να μου γνέφει.
Ψωμί ποιος θέλει πια σαν η καρδιά μας γέμισε
διάφανο φως απ’ τ’ ανοιχτά λιβάδια της αγάπης;
Ένα πανί κι ένα λιγνό κατάρτι μεσιανό
καταμεσής στο πέλαο, θα ’ναι το βιός μας.
Λουλούδια στα μαλλιά και το χορτάρι που χορεύει,
ό,τι αποκτήσαμε στη γης, ό,τι ποθήσαμε
ό,τι θα μείνει στην καρδιά παντοτινά δικό μας.
XXXI
Τραγούδι της σιωπής κομματιασμένο
σαν ποιος να ξέρει να το πει
ο πόνος τι ’ναι κι η χαρά που μόλις γεύτηκες
κι άφησε μια σκιά πικρή πάνω στα χείλη
σαν νοσταλγία, απαλό τρικύμισμα
πίσω από βλέφαρα που καρτερούνε τη βροχή
της πιο ζεστής ευγνωμοσύνης…
XXXIII
Είπα για λίγο εδώ ας ξαποστάσω
κάτω από τ’ άσπρα ανθάκια των πορτοκαλιών.
Με λέξεις ακατάληπτες, μισές, με ψιθυρίσματα
δειλά να ψηλαφίσω απ’ την αρχή τη μέρα
κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού.
Κι έπειτα χάθηκα μεμιάς σ’ ίσκιους γλυκούς, μεθυστικούς
κι ήταν αλήθεια μια ανείπωτη μαγεία
όπως κινούσαν οι χυμοί σιγοσφυρίζοντας
μέσα απ’ τις φλέβες των κλαδιών,
ως το στερνό στραφτάλισμα
στην άκρη των μικρών δροσοσταλίδων.
Αφήνω τώρα να περνούν αργά οι μέρες μου
με νυσταγμένες αγκαλιές κι αχνοχαμόγελα.
Κι οι ψίθυροι της γης μες στις αισθήσεις μου
το ρυθμικό τραγούδι της βροχής μέσα στα φύλλα
ξυπνούν ανατριχίλες μυστικές, πρωτόγνωρες
άγρια χαρά, ανάπαψη, γαλήνη.
Τρίτη φορά είδα τ’ ανθάκια να ζυμώνονται
με φως, νερό, τρίτη φορά που η γης εγκυμονούσε
νέα ζωή γαλήνια, μυστικά,
μεστό καρπό στη ροδοπράσινη ποδιά της.
Είπα για λίγο εδώ να ξαποστάσω και ξεχάστηκα
σαν λωτοφάγος ναυαγός που ’δε σανίδια το σκαρί του.
Κύματα κύματα οι θύμησες περνούν και χάνονται
χρόνια που διάβηκαν και πια δεν θα ξανάρθουν.
Γίνηκαν ρίζες πια τα πόδια μου, γίναν βλαστοί
τα δυο μου χέρια και μιλούν με τον αγέρα.
Τα πρωινά που φλυαρεί αδιάκοπα
τα μεσημέρια που σιγοκουρνιάζει.
Κι η γης βουίζει ασταμάτητα σαν πέλαο
και το καθάριο αίμα της κυλά κι ανηφορίζει.
Ζεστό, μες στο κορμί μου ζωντανό, διάφανο.
Ατέλειωτα κυλά και μουρμουρίζει.
Φάνηκε μια στιγμή, σαν ξύπνημα η αρχή
κι ήταν μετά το φως τα χρώματα κι η θάλασσα.
Κι ήταν ολόλευκα πουλιά που γυροφέρναν
φτεροκοπώντας μπρος στ’ ανοιχτά παράθυρα.
Κι ήταν τα σύννεφα διάφανα
δυο μέτρα μόλις πάνω απ’ τα κεφάλια μας
και το πλακόστρωτο στου πρωινού το μούρμουρο
ζωή γεμάτο που κυλούσε αδιάκοπα
μες στους χυμούς του μικρού δέντρου της αυλής μας.
Κι ήταν το πρωινό γλυκό, σαν τραγουδάκι ερωτικό
γλυκό, καθώς τα πρώτα παιδικά γλυκά χαμόγελα.
Πώς ευωδιάζει η γης π’ ανασκιρτά
ίδια υγρή ζεστή αγκαλιά
στου Φθινοπώρου τα πρωτόβροχα!
II
Ανασαιμιά κρυφή κι η πρώτη ανάταση
πόσο ψηλά να ’ναι ακόμα ο ουρανός, πόσο τα σύννεφα;
Φωνή δειλή φωτιά που επύρωσε τα μάγουλα
λιανοτραγούδισμα δειλό τραύλισμα πρώτο.
Κι έπειτα κάτω στον γιαλό γυαλί η θάλασσα
σχήματα σχέδια ανάκατα στην άμμο.
Μεσοκαλόκαιρο φωτιά μάτια μισόκλειστα
κι η πέτρα που κυλίστηκε στο γαλανό της μεσοφόρι,
μετέωρη για μια στιγμή κρεμάστηκε.
III
Ανάλαφρες, αέρινες θαρρείς ανοίγουνε στον άνεμο
λευκές σαν χιόνι, απαλές, φτερούγες προς τον ήλιο
ψηλώνουν, χάνονται στροβιλιστά κύματα κύματα
στο φως, τ’ αλλόκοτα πουλιά των ονείρων.
ΙΧ (Ι)
Εύπλαστη ύλη ζώσα ανασκίρτησε
βαθιά ανασαίνοντας το φως
στην τελευτή του ονείρου της.
Χρώματα σχήματα τριγύρω και πνοή
μεθυστική πρωτόγνωρη των αρωμάτων.
“Μόνος εσύ θα ζεις και θα το ξέρεις
πως κάτω απ’ το νεφέλωμα των άστρων
στάθηκες στα πόδια σου· κι ονόματα
θα δώσεις των πραγμάτων”.
Είπεν ο Ποιητής της γης και τ’ ουρανού
και μάτια μου ’δωκε να δω σα μέσα σ’ όνειρο
θάλασσες κάτου και βουνά, λίμνες ποτάμια.
Γαλαζοπράσινο μακριά αισθαντικό,
ασπρογαλάζιο πάνωθέ μου πορφυρό
βαθύ του ήλιου.
“Μόνος θα ξέρεις –είπε– πως μικρός και μέγας
υπάρχεις στους μικρούς μεγάλους κόσμους μου
που να, μ’ ένα μου νεύμα απλώνω στο κενό
μάζα χωμάτινη, νερό, φωτιά κι αγέρα”.
IX (IV)
Στα σύνορα της μέρας μάτια ολάνοιχτα
τα κρινολούλουδα στο φως λιγνά ηλιοτρόπια
τρεμουλιαστή φωνή ανάσκελα στα σύννεφα
πόνος και πλήρωμα χαράς κι ανατριχίλα.
Θεέ μου, έλαβα το δώρο σου μάτια καινούρια
ένα κομμάτι ουρανό βαθυγαλάζιο
κλωνιά ψηλά δάχτυλα και γαντζώθηκα
στη γης που γύρισα χρόνους πολλούς με τους ανέμους
με τα πουλιά που αλητεύουν που ξεχνούν
τις στάλες της βροχής που τα πληγώνει.
XIV
Ποιος του ’χει δώσει τα κλειδιά
της πλαϊνής κερκόπορτας
και κλέφτης μπήκε μες στης νύχτας τη σιωπή
στην Άγια Πόλη μας;
Ποια νύχτα κράτησε στην αγκαλιά της
τη μισητή μορφή του και τα βήματα
στις πλάκες του ιερού, βύθισε στη σιγή;
Αυτός δεν είναι σαν κι εμάς· δεν του αξίζουν
δαφνοστεφάνια κι αγριλιές π’ ολόλαμπρα
των ποιητών τα μέτωπα στολίζουν.
Κι αν πάτησε και βρέθηκε στο πρώτο το σκαλί
και ποιητής λογίζεται,
αρμόζει με πάταγο φρικτό να γκρεμιστεί.
XVIII
Με το ’να μάγουλο στο φως, τ’ άλλο στο έρεβος
και μια σιωπή, νάρκη ατέλειωτου χειμώνα
κύλησε η νύχτα που δεν έφερε αυγή
μονάχα όνειρα που ζωντανεύοντας ζητούσαν
μερίδιο στην πενιχρή φτωχή αλήθεια μου
πριν βυθιστούν, πριν λιώσουν και σβηστούνε.
Κι έπειτα, βρήκα απ’ την αρχή τα ρούχα της γιορτής
με δάκτυλα επιδέξια, με τις κινήσεις της συνήθειας
κι έβαλα την καλή μου έκφραση στο πρόσωπο:
Χρώμα αθωότητας αμέριμνο κι απλό
χρώμα ανέλπιστης χαράς κι ευδαιμονίας.
XX
Προσπέρασαν οι νεραϊδοπαρμένοι
άσημοι εραστές του φεγγαριού
μ’ ένα κλαψιάρικο βιολί
μια νύχτα και μπαρκάρανε.
Τώρα η μακριά σκιά τους στα νερά
φέγγει σαν δρόμος
ίσα βαθιά στη λησμονιά
στη θάλασσα που όλο σωπαίνει.
XXI
Ποθήσαμε να φέρουμε εκείνη τη νυχτιά
τη μούσα, τη γλυκιά κιθάρα
σαν ανεπαίσθητη πνοή μικρού θεού
σε κάποιο νυσταγμένο φυλλοθρόισμα
σ’ ένα κατάρτι που υψώθηκε αργά
πάνω απ’ τα κύματα, ίσα στον ήλιο.
Ποθήσαμε να ξανακούσουμε τους ναυτικούς
πάνω από το θολό ποτήρι να ψελλίζουν
για τη γοργόνα, το θεριό, την πικροθάλασσα,
για την υγρή ομορφιά την ξορκισμένη
κάποιου σκυθρωπιασμένου ουρανού.
Να ξαναβγούμε απ’ την αρχή στις πασχαλιές
ιδανικοί εραστές, παιδιά του φεγγαρόφωτου
που μαγευτήκανε και μείναν αγκαλιά
νύχτες και νύχτες μακριά, έξω απ’ το χρόνο.
Όμως η μούσα ξέχασε να τραγουδά.
Παρθένα νυσταγμένη γλυκοπλάγιασε
αργά στα μεταξένια της σεντόνια.
Αργά στα διάφανα καθάρια ονείρατα
που ’χουνε δρόμους από φως κι από αγάπη.
Που ’χουνε ήλιους κόκκινους, φεγγάρια πράσινα
κι οι πολιτείες τους με τα βουβά λιμάνια
κοιμούνται νυσταγμένες από έρωτα
ή ξαγρυπνούν να δουν τη μέρα που ανατέλλει.
Όμως η μούσα ξέχασε να τραγουδά.
Παρθένα νυσταγμένη γλυκοπλάγιασε
αργά στα παιδικά της παραμύθια.
XXIV
Δρόμοι πλακόστρωτοι, το γιασεμί μεθυστικό
στα παραθύρια οι έμορφες σου γνέφουν
πίσω απ’ τις μπούκλες τις ξανθές στ’ ωραίο μέτωπο
κι ο έρωτας στα βλέφαρα σκιρτά
και κατεβαίνει γλυκά στο μέρος της καρδιάς.
Της Άνοιξης πόσο πονά το ξύπνημα, πόσο μαγεύει!
Κι εσύ αργοπατώντας σαν παιδί μπρος στις αυλόπορτες
με το σακάκι σου ριχτό κι ένα τραγούδι
λες ο καιρός στάθηκε ’δω, εδώ κι ο ήλιος έμεινε
παντοτινά να τραγουδά και να μου γνέφει.
Ψωμί ποιος θέλει πια σαν η καρδιά μας γέμισε
διάφανο φως απ’ τ’ ανοιχτά λιβάδια της αγάπης;
Ένα πανί κι ένα λιγνό κατάρτι μεσιανό
καταμεσής στο πέλαο, θα ’ναι το βιός μας.
Λουλούδια στα μαλλιά και το χορτάρι που χορεύει,
ό,τι αποκτήσαμε στη γης, ό,τι ποθήσαμε
ό,τι θα μείνει στην καρδιά παντοτινά δικό μας.
XXXI
Τραγούδι της σιωπής κομματιασμένο
σαν ποιος να ξέρει να το πει
ο πόνος τι ’ναι κι η χαρά που μόλις γεύτηκες
κι άφησε μια σκιά πικρή πάνω στα χείλη
σαν νοσταλγία, απαλό τρικύμισμα
πίσω από βλέφαρα που καρτερούνε τη βροχή
της πιο ζεστής ευγνωμοσύνης…
XXXIII
Είπα για λίγο εδώ ας ξαποστάσω
κάτω από τ’ άσπρα ανθάκια των πορτοκαλιών.
Με λέξεις ακατάληπτες, μισές, με ψιθυρίσματα
δειλά να ψηλαφίσω απ’ την αρχή τη μέρα
κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού.
Κι έπειτα χάθηκα μεμιάς σ’ ίσκιους γλυκούς, μεθυστικούς
κι ήταν αλήθεια μια ανείπωτη μαγεία
όπως κινούσαν οι χυμοί σιγοσφυρίζοντας
μέσα απ’ τις φλέβες των κλαδιών,
ως το στερνό στραφτάλισμα
στην άκρη των μικρών δροσοσταλίδων.
Αφήνω τώρα να περνούν αργά οι μέρες μου
με νυσταγμένες αγκαλιές κι αχνοχαμόγελα.
Κι οι ψίθυροι της γης μες στις αισθήσεις μου
το ρυθμικό τραγούδι της βροχής μέσα στα φύλλα
ξυπνούν ανατριχίλες μυστικές, πρωτόγνωρες
άγρια χαρά, ανάπαψη, γαλήνη.
Τρίτη φορά είδα τ’ ανθάκια να ζυμώνονται
με φως, νερό, τρίτη φορά που η γης εγκυμονούσε
νέα ζωή γαλήνια, μυστικά,
μεστό καρπό στη ροδοπράσινη ποδιά της.
Είπα για λίγο εδώ να ξαποστάσω και ξεχάστηκα
σαν λωτοφάγος ναυαγός που ’δε σανίδια το σκαρί του.
Κύματα κύματα οι θύμησες περνούν και χάνονται
χρόνια που διάβηκαν και πια δεν θα ξανάρθουν.
Γίνηκαν ρίζες πια τα πόδια μου, γίναν βλαστοί
τα δυο μου χέρια και μιλούν με τον αγέρα.
Τα πρωινά που φλυαρεί αδιάκοπα
τα μεσημέρια που σιγοκουρνιάζει.
Κι η γης βουίζει ασταμάτητα σαν πέλαο
και το καθάριο αίμα της κυλά κι ανηφορίζει.
Ζεστό, μες στο κορμί μου ζωντανό, διάφανο.
Ατέλειωτα κυλά και μουρμουρίζει.
~
από τη συλλογή Μικρή περιήγηση, εκδ. Εντύποις, 2017
Δημοσίευση με την άδεια του ποιητή
Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε το 1967 στη Λάρισα, όμως ζει με την οικογένειά του μόνιμα στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Ποιήματά του φιλοξενούνται σε συλλογικούς τόμους και σε διάφορα έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά. Κάποια από αυτά απέσπασαν βραβεία και διακρίσεις σε Πανελλήνιους Διαγωνισμούς. Μερικά έχουν μεταφραστεί στη γαλλική γλώσσα.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 1.“Μικρή Περιήγηση”, ποίηση, εκδόσεις “Νεα Πορεία”, 1996. Β΄έκδοση, 2017 από τις εκδόσεις “Εντύποις”. 2.“Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος”, ποίηση, εκδόσεις “Πηγή”, 2016. 3.“Νυχτοπερπατήματα”, νουβέλα σε ψηφιακή μορφή (e-book), από τις εκδόσεις “24 γράμματα”. 4. “Αχαρτογράφητα”, ποίηση haiku σε συνεργασία με την ποιήτρια και μεταφράστρια Παναγιώτα Τσορού. Το βιβλίο εκδόθηκε ως ψηφιακό (e-book) από τις εκδόσεις “24 γράμματα”. 5. “Ο Μέσα Ήλιος”, ποίηση, εκδόσεις “Εντύποις”, 2018. 6. “Η τροχιά του βέλους”, νουβέλα, από τις εκδόσεις “Όστρια”, 2018. 7. “Μνήμες της ρίζας” ποίηση, εκδόσεις Κουκκίδα, 2020. 8. “Δρόμοι στη σκόνη”, εκδόσεις Κουκκίδα 2021.
από τη συλλογή Μικρή περιήγηση, εκδ. Εντύποις, 2017
Δημοσίευση με την άδεια του ποιητή
Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε το 1967 στη Λάρισα, όμως ζει με την οικογένειά του μόνιμα στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Ποιήματά του φιλοξενούνται σε συλλογικούς τόμους και σε διάφορα έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά. Κάποια από αυτά απέσπασαν βραβεία και διακρίσεις σε Πανελλήνιους Διαγωνισμούς. Μερικά έχουν μεταφραστεί στη γαλλική γλώσσα.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 1.“Μικρή Περιήγηση”, ποίηση, εκδόσεις “Νεα Πορεία”, 1996. Β΄έκδοση, 2017 από τις εκδόσεις “Εντύποις”. 2.“Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος”, ποίηση, εκδόσεις “Πηγή”, 2016. 3.“Νυχτοπερπατήματα”, νουβέλα σε ψηφιακή μορφή (e-book), από τις εκδόσεις “24 γράμματα”. 4. “Αχαρτογράφητα”, ποίηση haiku σε συνεργασία με την ποιήτρια και μεταφράστρια Παναγιώτα Τσορού. Το βιβλίο εκδόθηκε ως ψηφιακό (e-book) από τις εκδόσεις “24 γράμματα”. 5. “Ο Μέσα Ήλιος”, ποίηση, εκδόσεις “Εντύποις”, 2018. 6. “Η τροχιά του βέλους”, νουβέλα, από τις εκδόσεις “Όστρια”, 2018. 7. “Μνήμες της ρίζας” ποίηση, εκδόσεις Κουκκίδα, 2020. 8. “Δρόμοι στη σκόνη”, εκδόσεις Κουκκίδα 2021.




(1).jpg)
.png)
