Τη βλέπω ακόμη να κρατάει στα δυο της χέρια
ένα πανέρι· βράδυ αχνό· μια Κυριακή.
Χαμογελούσε σιωπηλά, λίγο πιο κει,
μες στο μισόφωτο, που ανάβανε τ’ αστέρια.
Απ’ τους αφέντες είχε φέρει, τυλιγμένο
όλο το δείπνο της, σ’ ένα μικρό χαρτί.
Πλαγιάζαμε, και συλλογιόμουν πως αυτοί
ένα καζάνι θά ’χαν φάει ξεχειλισμένο.
Λιανή η μητέρα μου, λιανή. Σε λίγο εχάθη.
Οι πλύστρες νέες πεθαίνουν πάντα. Σιωπηλές
πάνω απ’ το σίδερο αργολιώνουν, κι αχαμνές
τρεκλίζουν κάτω απ’ της μπουγάδας το καλάθι.
Στοίβες τα εσώρρουχα, έναν πράο ατμό σηκώναν,
τα βρώμια εσώρρουχα βουνά κι άλλα βουνά.
Κι όσο γι’ αυτό, ν’ αλλάξουν, λέει, αέρα, νά,
οι πλύστρες έχουνε, μαθές, τον αχερώνα.
Να σιδερώνει τη θωρώ, μ’ αυτή τη χάρη
της ανημπόριας, κάθε μέρα πιο λιανή.
Ναι, το κεφάλαιο την εσύντριψε κι αυτή.
Εσείς λοιπόν να το θυμάστε οι προλετάριοι.
Κάτω απ’ το μόχτο της γερμένος πάντα ο ώμος.
Κι ήτανε νέα, κι ούτε κι εγώ το ’χα σκεφτεί.
Μια ποδιά να ’χει, ονειρευόταν, καθαρή
και να της λέει μια καλημέρα ο ταχυδρόμος.
1931
~
Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος
ένα πανέρι· βράδυ αχνό· μια Κυριακή.
Χαμογελούσε σιωπηλά, λίγο πιο κει,
μες στο μισόφωτο, που ανάβανε τ’ αστέρια.
Απ’ τους αφέντες είχε φέρει, τυλιγμένο
όλο το δείπνο της, σ’ ένα μικρό χαρτί.
Πλαγιάζαμε, και συλλογιόμουν πως αυτοί
ένα καζάνι θά ’χαν φάει ξεχειλισμένο.
Λιανή η μητέρα μου, λιανή. Σε λίγο εχάθη.
Οι πλύστρες νέες πεθαίνουν πάντα. Σιωπηλές
πάνω απ’ το σίδερο αργολιώνουν, κι αχαμνές
τρεκλίζουν κάτω απ’ της μπουγάδας το καλάθι.
Στοίβες τα εσώρρουχα, έναν πράο ατμό σηκώναν,
τα βρώμια εσώρρουχα βουνά κι άλλα βουνά.
Κι όσο γι’ αυτό, ν’ αλλάξουν, λέει, αέρα, νά,
οι πλύστρες έχουνε, μαθές, τον αχερώνα.
Να σιδερώνει τη θωρώ, μ’ αυτή τη χάρη
της ανημπόριας, κάθε μέρα πιο λιανή.
Ναι, το κεφάλαιο την εσύντριψε κι αυτή.
Εσείς λοιπόν να το θυμάστε οι προλετάριοι.
Κάτω απ’ το μόχτο της γερμένος πάντα ο ώμος.
Κι ήτανε νέα, κι ούτε κι εγώ το ’χα σκεφτεί.
Μια ποδιά να ’χει, ονειρευόταν, καθαρή
και να της λέει μια καλημέρα ο ταχυδρόμος.
1931
~
Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος