Είμαι λοιπόν ποιητής. Και τι μ’ αυτό…
Μήπως ο λυρισμός με συγκινούσε;
Δε με γοήτευ’ έν’ αστέρι άμα στο
νυχτερινό νερό φεγγοβολούσε.
Στάλα τη στάλα ο καιρός αργοκυλά.
Παραμυθιών μαστάρια δε βυζαίνω·
ρουφώ έναν κόσμο αληθινό, στ’ απατηλά
ουράνια που τον έχω ανεβασμένο.
Σε μια πηγή ποιος δεν ποθεί να δροσιστεί!
Όπου η γαλήνη σμίγει με τα ρίγη
κι η φλυαρία, που δείχνει συνετή,
χαριτωμένα κύματα ξανοίγει.
Άλλοι ποιητές πολλοί… – Και τι μ’ αυτό…
Καθένας τους στο στήθος του αλέθει·
με ψεύτρα φαντασία, με πιοτό
σ’ έκσταση προσποείται και σε μέθη.
Αυτή την αγυρτεία, ξεπερνώ,
φτάνω στη λογική, πιο πέρ’ ακόμα.
Με το μυαλό μου λεύτερο, σεμνό,
αηδιαστικά δε σέρνομαι στο χώμα.
Φαγί, πιοτί, ύπνος, έρωτας!… Μπορείς.
Μετρήσου με την πλάση τη μεγάλη.
Τα δόντια μου σφιγμένα και χωρίς
να λένε για μια ανάπηρη κραιπάλη.
Δε θέλω διαιτησίες. Είμαι καλά.
Αλλιώς, κάποιος θα πει για μένα ψέμα,
θα με γεμίσουν στίγματα πολλά,
θα μου στερέψει πυρετός το αίμα.
Δε θα ’χω πια τα χείλια μου κλειστά.
Παράπονα θα βγάλω κει που πρέπει.
Ο στοργικός αιώνας με κοιτά·
ο χωρικός στην έγνοια του με σκέπει.
Μ’ έχει μες στο κορμί του ο δουλευτής
όταν ιδρώνει· και τα σούρουπα για μένα,
σε μια πλατεία, μες στην πλάνη μιας γιορτής
ένα χαμίνι μοναχό, ψάχνει χαμένα.
Όπου κατατρεγμένοι και φτωχοί
εκεί κι η ποίησή μου παραστάτης·
οι στίχοι της δονούνται από ψυχή
κι είναι για ν’ ανταριάζουν άρματά της.
Το λέω για να το ακούσουν: Δυνατός
ο άνθρωπος δεν έχει ακόμα γίνει.
Κι άλλο δεν τόνε σκέπει παρεκτός
το πνεύμα, η καλοσύνη…
~
Μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος
Μήπως ο λυρισμός με συγκινούσε;
Δε με γοήτευ’ έν’ αστέρι άμα στο
νυχτερινό νερό φεγγοβολούσε.
Στάλα τη στάλα ο καιρός αργοκυλά.
Παραμυθιών μαστάρια δε βυζαίνω·
ρουφώ έναν κόσμο αληθινό, στ’ απατηλά
ουράνια που τον έχω ανεβασμένο.
Σε μια πηγή ποιος δεν ποθεί να δροσιστεί!
Όπου η γαλήνη σμίγει με τα ρίγη
κι η φλυαρία, που δείχνει συνετή,
χαριτωμένα κύματα ξανοίγει.
Άλλοι ποιητές πολλοί… – Και τι μ’ αυτό…
Καθένας τους στο στήθος του αλέθει·
με ψεύτρα φαντασία, με πιοτό
σ’ έκσταση προσποείται και σε μέθη.
Αυτή την αγυρτεία, ξεπερνώ,
φτάνω στη λογική, πιο πέρ’ ακόμα.
Με το μυαλό μου λεύτερο, σεμνό,
αηδιαστικά δε σέρνομαι στο χώμα.
Φαγί, πιοτί, ύπνος, έρωτας!… Μπορείς.
Μετρήσου με την πλάση τη μεγάλη.
Τα δόντια μου σφιγμένα και χωρίς
να λένε για μια ανάπηρη κραιπάλη.
Δε θέλω διαιτησίες. Είμαι καλά.
Αλλιώς, κάποιος θα πει για μένα ψέμα,
θα με γεμίσουν στίγματα πολλά,
θα μου στερέψει πυρετός το αίμα.
Δε θα ’χω πια τα χείλια μου κλειστά.
Παράπονα θα βγάλω κει που πρέπει.
Ο στοργικός αιώνας με κοιτά·
ο χωρικός στην έγνοια του με σκέπει.
Μ’ έχει μες στο κορμί του ο δουλευτής
όταν ιδρώνει· και τα σούρουπα για μένα,
σε μια πλατεία, μες στην πλάνη μιας γιορτής
ένα χαμίνι μοναχό, ψάχνει χαμένα.
Όπου κατατρεγμένοι και φτωχοί
εκεί κι η ποίησή μου παραστάτης·
οι στίχοι της δονούνται από ψυχή
κι είναι για ν’ ανταριάζουν άρματά της.
Το λέω για να το ακούσουν: Δυνατός
ο άνθρωπος δεν έχει ακόμα γίνει.
Κι άλλο δεν τόνε σκέπει παρεκτός
το πνεύμα, η καλοσύνη…
~
Μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος