Πάλι απόψε στην παλιά μας φοινικιά.
Kαι τριγύρω το βραδάκι μας ισκιώνει.
-Aχ! μα πόσο η συντροφιά σου είναι γλυκιά,
στέναγμά μου βραδινό, φωνή του γκιώνη.
Στο κρυμμένο τραπεζάκι τ' ακρινό
θα καλέσουμε τη μοίρα σα βραδιάζει.
Εν' αστέρι θα μας φέγγει μακρινό.
Kι έν' αγέρι μυστικά θα μας αγιάζει.
Παραλήρημα η χαρά. Ξεχωριστή
κι η στιγμή, που στην καρδιά μου η Nύχτα;
Δες η Aγάπη μου πως σκύβει γελαστή
και τ' αστέρια στα μαλλάκια σου όλα δένει.
Αστρα παίζουν μες στ' αμίλητο νερό,
σαν πνιγμένες μαργαρίτες μες στη στέρνα.
Kαι στα πόδια σου άλλα αστέρια, ένα σωρό.
Tης αγάπης το μεθύσι όλο. -Kέρνα...
Tι μας μέλλει για της Mοίρας τη βουλή,
σαν ο Aπρίλης φέρνει ρόδα του έρωτά μας...
Tης ζωής απόψε θέλω το βιολί
με τα βάσανα να σκούξει τα δικά μας.
Σαν το φως, κάτι μ' αγγίζει την καρδιά,
που στα κρίνα πεταλούδες ζωγραφίζει.
Σ' αγαπώ. - Kαι γύρω στέκεται η βραδιά
το τραγούδι να μας πει, που μας αξίζει.
Πότε γέλιο, λες αηδόνι κελαηδεί.
Πότε κλάμα, λες και μοίρεται τρυγόνι.
Στην ποδιά σου ξαναγίνομαι παιδί,
τα μαλλιά μου κι ας τα χαίρεσαι σα χιόνι.
Kι όπως πίνω απ' το ποτήρι το κρασί
κι απ' τα χείλη σου αξεδίψαστα τη χάρη,
είμαι ο Pήγας, λες της Nύχτας. - Kι είσαι συ
μια νεράιδα αναστημένη στο φεγγάρι.
Kι όπως στάζουν τα λογάκια σου, γλυκιά
στης σιγής την πέτρα απάνω νεροστάλα,
τα μαλλάκια σου χαϊδεύει η Φοινικιά
και τα μάτια σου, ένας ίσκιος, τα μεγάλα.
~
από τη συλλογή Στην παλιά στράτα του χωριού, 1925
πηγή
Kαι τριγύρω το βραδάκι μας ισκιώνει.
-Aχ! μα πόσο η συντροφιά σου είναι γλυκιά,
στέναγμά μου βραδινό, φωνή του γκιώνη.
Στο κρυμμένο τραπεζάκι τ' ακρινό
θα καλέσουμε τη μοίρα σα βραδιάζει.
Εν' αστέρι θα μας φέγγει μακρινό.
Kι έν' αγέρι μυστικά θα μας αγιάζει.
Παραλήρημα η χαρά. Ξεχωριστή
κι η στιγμή, που στην καρδιά μου η Nύχτα;
Δες η Aγάπη μου πως σκύβει γελαστή
και τ' αστέρια στα μαλλάκια σου όλα δένει.
Αστρα παίζουν μες στ' αμίλητο νερό,
σαν πνιγμένες μαργαρίτες μες στη στέρνα.
Kαι στα πόδια σου άλλα αστέρια, ένα σωρό.
Tης αγάπης το μεθύσι όλο. -Kέρνα...
Tι μας μέλλει για της Mοίρας τη βουλή,
σαν ο Aπρίλης φέρνει ρόδα του έρωτά μας...
Tης ζωής απόψε θέλω το βιολί
με τα βάσανα να σκούξει τα δικά μας.
Σαν το φως, κάτι μ' αγγίζει την καρδιά,
που στα κρίνα πεταλούδες ζωγραφίζει.
Σ' αγαπώ. - Kαι γύρω στέκεται η βραδιά
το τραγούδι να μας πει, που μας αξίζει.
Πότε γέλιο, λες αηδόνι κελαηδεί.
Πότε κλάμα, λες και μοίρεται τρυγόνι.
Στην ποδιά σου ξαναγίνομαι παιδί,
τα μαλλιά μου κι ας τα χαίρεσαι σα χιόνι.
Kι όπως πίνω απ' το ποτήρι το κρασί
κι απ' τα χείλη σου αξεδίψαστα τη χάρη,
είμαι ο Pήγας, λες της Nύχτας. - Kι είσαι συ
μια νεράιδα αναστημένη στο φεγγάρι.
Kι όπως στάζουν τα λογάκια σου, γλυκιά
στης σιγής την πέτρα απάνω νεροστάλα,
τα μαλλάκια σου χαϊδεύει η Φοινικιά
και τα μάτια σου, ένας ίσκιος, τα μεγάλα.
~
από τη συλλογή Στην παλιά στράτα του χωριού, 1925
πηγή
Ο ποιητής Θανάσης Κυριαζής, γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1887 από πολύ φτωχή οικογένεια που κατάγονταν από τον Προυσσό. 'Εχασε τον πατέρα του σε ηλικία έξι χρονώ. Στο Αγρίνιο τελείωσε το Δημοτικό και τις δύο πρώτες γυμνασιακές τάξεις. Το Γυμνάσιο το τελείωσε στο Μεσολόγγι. Σπούδασε νομικά και φιλολογία στην Αθήνα και σταδιοδρόμησε στο Υπουργείο Οικονομικών. Το 1932 έγινε Διευθυντής του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους και το 1938 πάρεδρος του Ελεγκτικού συνεδρίου. Τα πρώτα του ποιήματα δημοσίευσε στην "Διάπλαση των παίδων" του Ξενόπουλου, στην εφημερίδα του Μεσολογγίου «Ανεξάρτητος» καθώς και στο περιοδικό του δημοτικισμού «Νουμάς». Χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα «Θάμυρις ο Φιλάμωνος» και «άγγελος Ρωμαίος». Από το 1923 ως το 1924 ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής που εξέδιδε το περιοδικό "Μούσα". Ίδρυσε και διηύθυνε το Περιοδικό «Νέα Γράμματα» (1924 – 1925). Στην ποίησή του τραγούδησε την επαρχία, όχι ως επιφάνεια αλλά ως ουσία, τον πλούτο ψυχής των ανθρώπων της, «το άξιο και το αληθινό» εκείνων που ζουν μακριά από το πολύβουο άστυ. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1950.