Καμιά μετάνοια, δάκρυ κανένα δεν στάζω,
Σαν αραιή αχλή απ’ τις μηλιές όλα περνούν,
Στο χρυσαφί του φθινοπώρου ξεθωριάζω,
Τη νιότη, αλίμονο, οι πόθοι δεν βαστούν.
Σάμπως χτυπάς αλλιώτικα καρδιά μου τώρα,
Μια ψύχρα σ’ άδραξε που σέρνονταν ξοπίσω.
Στρώνουν οι λεύκες το χαλί τους μα μπονώρα
Δεν με καλούν ξυπόλητος να σεργιανίσω.
Πνεύμα αλήτικο! Λιγότερο ολοένα, δίχως βιάση,
Συδαυλίζεις ανόρεχτα των χειλιών τη φωτιά.
Ω φρεσκάδα μου, στα καμένα σου δάση,
Στάχτη γίναν τα πάθη και η άγρια ματιά!
Λάμα που στόμωσε πια η λαχτάρα,
Ζωή, μη μέσα στ’ όνειρο έχεις κουρνιάσει;
Μη και με ρόδινο φαρί μες στην αντάρα
μιας χαραυγής αχνόφεγγης έχω καλπάσει;
Αργά η φθορά στο καταπόδι μας σκορπίζει,
Χάλκινα φύλλα απ’ του σφεντάμου την κορφή…
Ας είναι πάντα ευλογημένο το που ανθίζει,
Στο χώμα επάνω μια φορά πριν μαραθεί.
Σαν αραιή αχλή απ’ τις μηλιές όλα περνούν,
Στο χρυσαφί του φθινοπώρου ξεθωριάζω,
Τη νιότη, αλίμονο, οι πόθοι δεν βαστούν.
Σάμπως χτυπάς αλλιώτικα καρδιά μου τώρα,
Μια ψύχρα σ’ άδραξε που σέρνονταν ξοπίσω.
Στρώνουν οι λεύκες το χαλί τους μα μπονώρα
Δεν με καλούν ξυπόλητος να σεργιανίσω.
Πνεύμα αλήτικο! Λιγότερο ολοένα, δίχως βιάση,
Συδαυλίζεις ανόρεχτα των χειλιών τη φωτιά.
Ω φρεσκάδα μου, στα καμένα σου δάση,
Στάχτη γίναν τα πάθη και η άγρια ματιά!
Λάμα που στόμωσε πια η λαχτάρα,
Ζωή, μη μέσα στ’ όνειρο έχεις κουρνιάσει;
Μη και με ρόδινο φαρί μες στην αντάρα
μιας χαραυγής αχνόφεγγης έχω καλπάσει;
Αργά η φθορά στο καταπόδι μας σκορπίζει,
Χάλκινα φύλλα απ’ του σφεντάμου την κορφή…
Ας είναι πάντα ευλογημένο το που ανθίζει,
Στο χώμα επάνω μια φορά πριν μαραθεί.
απόδοση: Δημήτρης Νικηφόρου