Μπροστά η σκιά των ημερών,
Με το ταμ ταμ, τα τύμπανά της, προμαντεύει
Την έχιδνα που κροταλίζει οmertà κουλουριασμένη,
Ενόσω αχαμνός καιρός ζυγιάζει τους αρμούς μας με το χώμα.
(Αίσθημα το κοινό ή παράδοξο μας οδηγεί στα χιόνια)
Ακολουθούμε την πομπή, φίλε, κουτρουβαλώντας.
Στα υγρά στενά, φολίδες απ’ ολισθηρές φωνές που σκορπιστήκαν,
Και οι άκληροι αυτόχειρες των στοιχισμένων δέντρων,
Λουστράρουν τα παπούτσια σου καθώς περνάμε.
(Πόσες στάλες του τίποτα αβάσταγα το τίποτα τρυπάνε)
Και πουθενά δεν κατοικεί ο ευγενής παλιάτσος των σπαρτών μας —
Δεν έχει πια δουλειά για κείνον σε γη χέρσα·
Άσπαρτες θε να μείνουνε οι απάτες
Που απορροφούν, με γλώσσες μπαμπακένιες,
Αυτό το υδρόφιλο κακό που δε σ’ αφήνει.
(Κρύψου παλιάτσο μου βαθιά μες στα φτωχά μας στήθη)
Το μολυβί, ακέριο του το βάρος θα φορτώσει
Στα ρείθρα — στις υδρορροές,
Στις τρύπιες μας ημέρες—
Κι έχουμε ανάγκη στα σκιερά μια κάποια διωρία,
Προτού μέσα στα όμβρια να βουτηχτούμε φέτος.
(Δεν έχει άνωση τούτος ο χαλασμός να μας σηκώσει)
Κράτα μια ανάσα·
Να σκύψει το παχύ του γένι ο Μέλλοντας πάνω στην πολιτεία,
Να βρούμε από πού έρχεται τούτη η υγρασία·
Ψηλά ή χάμω τελικά
Τινάζονται τα υδαρή πανιά του άρρητου πόνου,
Κοντά με τα ανθρώπινα ή τα πουλιά που πάνε.
Με το ταμ ταμ, τα τύμπανά της, προμαντεύει
Την έχιδνα που κροταλίζει οmertà κουλουριασμένη,
Ενόσω αχαμνός καιρός ζυγιάζει τους αρμούς μας με το χώμα.
(Αίσθημα το κοινό ή παράδοξο μας οδηγεί στα χιόνια)
Ακολουθούμε την πομπή, φίλε, κουτρουβαλώντας.
Στα υγρά στενά, φολίδες απ’ ολισθηρές φωνές που σκορπιστήκαν,
Και οι άκληροι αυτόχειρες των στοιχισμένων δέντρων,
Λουστράρουν τα παπούτσια σου καθώς περνάμε.
(Πόσες στάλες του τίποτα αβάσταγα το τίποτα τρυπάνε)
Και πουθενά δεν κατοικεί ο ευγενής παλιάτσος των σπαρτών μας —
Δεν έχει πια δουλειά για κείνον σε γη χέρσα·
Άσπαρτες θε να μείνουνε οι απάτες
Που απορροφούν, με γλώσσες μπαμπακένιες,
Αυτό το υδρόφιλο κακό που δε σ’ αφήνει.
(Κρύψου παλιάτσο μου βαθιά μες στα φτωχά μας στήθη)
Το μολυβί, ακέριο του το βάρος θα φορτώσει
Στα ρείθρα — στις υδρορροές,
Στις τρύπιες μας ημέρες—
Κι έχουμε ανάγκη στα σκιερά μια κάποια διωρία,
Προτού μέσα στα όμβρια να βουτηχτούμε φέτος.
(Δεν έχει άνωση τούτος ο χαλασμός να μας σηκώσει)
Κράτα μια ανάσα·
Να σκύψει το παχύ του γένι ο Μέλλοντας πάνω στην πολιτεία,
Να βρούμε από πού έρχεται τούτη η υγρασία·
Ψηλά ή χάμω τελικά
Τινάζονται τα υδαρή πανιά του άρρητου πόνου,
Κοντά με τα ανθρώπινα ή τα πουλιά που πάνε.
Η ποιήτρια και μεταφράστρια Μαρία Θεοφιλάκου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983 όπου και ζει. Έχει σπουδάσει Μάρκετινγκ και Επιχειρησιακή Έρευνα στην ΑΣΟΕΕ κι έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στα Οικονομικά αλλά κι έχει παρακολουθήσει παιδαγωγικά μαθήματα στην ΑΣΠΑΙΤΕ. Τίτλοι βιβλίων: Αν[ων]υμα (Δωδώνη, 2010)