Τα φύλλα κιτρινίσανε και, πέφτοντας στο χώμα,
ξεχύνονται σ' αφάνταστο, σ' απότρελο χορό.
Τα λουλουδάκια κλείσανε το θεϊκό τους στόμα
και γέρνουν άθελα στη γη, κοπάδι θλιβερό.
Ο ήλιος, που άλλοτε, που χθες, προχθές ακόμα
εσκόρπιζε το γέλιο του, ψηλά, το λαμπερό,
ξεχύνονται σ' αφάνταστο, σ' απότρελο χορό.
Τα λουλουδάκια κλείσανε το θεϊκό τους στόμα
και γέρνουν άθελα στη γη, κοπάδι θλιβερό.
Ο ήλιος, που άλλοτε, που χθες, προχθές ακόμα
εσκόρπιζε το γέλιο του, ψηλά, το λαμπερό,
σκυθρώπασε, και έπνιξε τ' ολόχρυσό του χρώμα
στα μολυβένια σύννεφα που πέρα εκεί θωρώ.
Η θάλασσα εφούσκωσε κ' έθρεψε το κύμα,
στο πεζοδρόμι η βροχή χτυπάει ρυθμικά
και του διαβάτη βιαστικό ακούγεται το βήμα.
Απ' τη βροχή ετρόμαξαν τ' αθώα χελιδόνια
και σαν πετάνε φαίνεται πως λένε μυστικά:
«Εμπρός, εμπρός, να φύγουμε, θ' αρχίσουνε τα χιόνια».
~
Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)
στα μολυβένια σύννεφα που πέρα εκεί θωρώ.
Η θάλασσα εφούσκωσε κ' έθρεψε το κύμα,
στο πεζοδρόμι η βροχή χτυπάει ρυθμικά
και του διαβάτη βιαστικό ακούγεται το βήμα.
Απ' τη βροχή ετρόμαξαν τ' αθώα χελιδόνια
και σαν πετάνε φαίνεται πως λένε μυστικά:
«Εμπρός, εμπρός, να φύγουμε, θ' αρχίσουνε τα χιόνια».
~
Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)
Καρυωτάκης, Τα Ποιήματα (1913-1928). Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Νεφέλη, 1992