Αυτή 'ταν η αιθερόπλαστη, μιας αυγής κοπέλα,
αυτή 'χε άκακη καρδιά π' αγκάλιαζε τον ουρανό,
μέσα στον κήπο έτρεχε με του παιδιού την τρέλα,
ανάμεσα στα λούλουδα, λουλούδι ζωντανό.
Ένα πουλί, της ψάθας της τής ανθοστολισμένης
γελάστηκε και τσίμπησε το ψεύτικο σταφύλι·
εν' άλλο, απονήρευτο, της κοσμοξακουσμένης
για κεράσια ανόμισε τα κερασένια χείλη·
την πλάνη του σαν είδανε, γελάσανε τα κρίνα
και σκόρπισαν εν' άρωμα γλυκύτερο ακόμα·
από τον ήλιο έφυγε μια χαρωπή ακτίνα
και στην νεράιδα έχυσε τ' ολόχρυσό της χρώμα.
Το άνθος εμαράθηκε και η πανώρια σβήνει
σαν όνειρο απατηλό, σαν οπτασία θεία.
Με το καπέλ' ο κηπουρός την κερασιά του ντύνει
για να φοβίσει τα πουλιά - για δες μια πονηριά!
Μα τα πουλιά σαν είδανε την ψάθα κρεμασμένη
θυμήθηκαν την όμορφη - ω, ποιος θα την ξεχάσει! -
κι αμέσως εριχτήκανε σα λύκοι πεινασμένοι.
Την άλλη μερ' η κερασιά δεν είχ' ένα κεράσι.
~
Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)
αυτή 'χε άκακη καρδιά π' αγκάλιαζε τον ουρανό,
μέσα στον κήπο έτρεχε με του παιδιού την τρέλα,
ανάμεσα στα λούλουδα, λουλούδι ζωντανό.
Ένα πουλί, της ψάθας της τής ανθοστολισμένης
γελάστηκε και τσίμπησε το ψεύτικο σταφύλι·
εν' άλλο, απονήρευτο, της κοσμοξακουσμένης
για κεράσια ανόμισε τα κερασένια χείλη·
την πλάνη του σαν είδανε, γελάσανε τα κρίνα
και σκόρπισαν εν' άρωμα γλυκύτερο ακόμα·
από τον ήλιο έφυγε μια χαρωπή ακτίνα
και στην νεράιδα έχυσε τ' ολόχρυσό της χρώμα.
Το άνθος εμαράθηκε και η πανώρια σβήνει
σαν όνειρο απατηλό, σαν οπτασία θεία.
Με το καπέλ' ο κηπουρός την κερασιά του ντύνει
για να φοβίσει τα πουλιά - για δες μια πονηριά!
Μα τα πουλιά σαν είδανε την ψάθα κρεμασμένη
θυμήθηκαν την όμορφη - ω, ποιος θα την ξεχάσει! -
κι αμέσως εριχτήκανε σα λύκοι πεινασμένοι.
Την άλλη μερ' η κερασιά δεν είχ' ένα κεράσι.
~
Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)
Καρυωτάκης, Τα Ποιήματα (1913-1928). Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Νεφέλη, 1992