Ο Φοίβος ροδοκόκκινος αργοκυλά στη δύση
σέρνοντας σύννεφα χρυσά γι' ασύγκριτη χλαμύδα·
σε λίγο πίσ' απ' το βουνό κει κάτω θε ν' αφήσει
μισόσβηστη και θαμπερή την υστερνή τ' αχτίδα.
Η θάλασσα π' απλώνεται βουβή και νεκρωμένη
ανατριχιάζει κάποτε στα χάδια του αγέρα,
κ' οι ψαροπούλες, ροδαλές στου ήλιου που πεθαίνει
το ματωμένο βλέμμα, ξανοίγονται ως πέρα.
Η νύχτ' απλώνει απαλά το μαύρο της σεντόνι
και αφανίζει άπονα καθ' ομορφιά και χάρη,
ακούγεται το άχαρο κελάδημα του γκιώνη
κι αργοπροβάλλει ντροπαλό τ' ολόχλωμο φεγγάρι.
~
Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)
σέρνοντας σύννεφα χρυσά γι' ασύγκριτη χλαμύδα·
σε λίγο πίσ' απ' το βουνό κει κάτω θε ν' αφήσει
μισόσβηστη και θαμπερή την υστερνή τ' αχτίδα.
Η θάλασσα π' απλώνεται βουβή και νεκρωμένη
ανατριχιάζει κάποτε στα χάδια του αγέρα,
κ' οι ψαροπούλες, ροδαλές στου ήλιου που πεθαίνει
το ματωμένο βλέμμα, ξανοίγονται ως πέρα.
Η νύχτ' απλώνει απαλά το μαύρο της σεντόνι
και αφανίζει άπονα καθ' ομορφιά και χάρη,
ακούγεται το άχαρο κελάδημα του γκιώνη
κι αργοπροβάλλει ντροπαλό τ' ολόχλωμο φεγγάρι.
~
Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)
Καρυωτάκης, Τα Ποιήματα (1913-1928). Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Νεφέλη, 1992