Στον Μωρία τα κορφοβούνια, πορφυρά ντυμένος κάλλη
Αργοκατεβαίνει ο ήλιος μεσ΄της δύσης την αγκάλη.
Όχι, οι λάμψεις του δεν είναι θαμπερές καθώς στις χώρες
Του Βορρά, μα φεγγοβόλες,διάφανες και χρυσοφόρες.
Όταν ήσυχα στον πόντο τις αχτίνες του καρφώνει,
Τις σπιθοβόλες κορφούλες των κυματισμών χρυσώνει.
Αποχαιρετά την Ύδρα και το βράχο της Αιγίνης
Με στερνό χαμόγελο του ο Θεός της ωριωσύνης.
Πάντοτε ποθεί να βλέπει την αγαπητή του χώρα,
Αν κι αυτή λαμπρές θυσίες δεν του καίει πλέον τώρα.
Αργοκατεβαίνει ο ήλιος μεσ΄της δύσης την αγκάλη.
Όχι, οι λάμψεις του δεν είναι θαμπερές καθώς στις χώρες
Του Βορρά, μα φεγγοβόλες,διάφανες και χρυσοφόρες.
Όταν ήσυχα στον πόντο τις αχτίνες του καρφώνει,
Τις σπιθοβόλες κορφούλες των κυματισμών χρυσώνει.
Αποχαιρετά την Ύδρα και το βράχο της Αιγίνης
Με στερνό χαμόγελο του ο Θεός της ωριωσύνης.
Πάντοτε ποθεί να βλέπει την αγαπητή του χώρα,
Αν κι αυτή λαμπρές θυσίες δεν του καίει πλέον τώρα.