Τί σοβαροί, τί σεμνοὶ ποὺ εἶναι ὅλοι αὐτοὶ οἱ γερόντοι,
ποὺ κατοικοῦνε τώρα τοὺς παγωμένους Οὐρανούς,
καὶ ἡ σοφία τους, τί μεστή, ποὺ γίνεται ἕνα
στὴν ἄσκησή της μὲ τὴ δίκαιη καλωσύνη•
τί καλοπροαίρετοι κι' ἀφάνταστα ἐπιεικεῖς,
σ' αὐτοὺς πιὰ καταφεύγουμε νὰ βροῦμε τὴ γιατριά,
κι' ἂν ὄχι τὴ γιατριά, κάποια κατάπαυση,
κάποια γαλήνη, μιὰ καὶ στεγνῶσαν
τοῦτες οἱ βρύσες, ποὺ μᾶς πλουταῖναν τοὺς κήπους.
Κάθονται γύρω γύρω στὴ φωτιά τους,
καθὼς ἄλλους καιροὺς στοὺς καφενέδες
τῶν λιμανιῶν τους, δέρματα τυλιγμένοι,
λιγομίλητοι, συνοφρυωμένη γερουσία,
προσμένοντας νὰ φτάσει κάποιος ὡς αὐτούς.
Θαλασσινοὶ ἀποτραβηγμένοι, ποὺ ἀκόμη τώρα,
ὅλο καὶ θάλασσα ὀνειρεύονται. Θαλασσινοί,
τόσα ξερόνησα στὴ ζωή μας, τόσους κάβους
κι' ἐμεῖς, τόσα βράχια ἀντικρύζαμε,
χωρὶς νὰ νιώσουμε ποτέ μας ἀπὸ κοντὰ
τὴν πίκρια καὶ τὴ στέγνια τῆς πέτρας:
μᾶς ἔθρεφε ἡ ἁπλοχωριὰ τοῦ πελάγους,
μᾶς γέμιζε τὰ στήθια ὁ ὅποιος ἀγέρας
σημεῖα καὶ τέρατα μᾶς δεῖχναν τὸ δρόμο.
Κάθε ποὺ στρίβαν οἱ καιροί,
τὄχαμε πανηγύρι• ἕνα κουρέλι σύγνεφο
ἔφτανε νὰ πετάξει ὁ οὐρανός,
ἢ νὰ φουντώσει τὸ βουνὸ ἕναν καπνό,
καὶ πλάθαμε ὅλη τὴ μέλλουσα ἱστορία μας.
Ξεραινόταν τὸ ἁλάτι στὰ γένια μας
καὶ τὸ τρίβαμε στὰ δάχτυλα μὲ ἡδονή.
Λὲς καὶ δὲ μᾶς μιλᾶνε πιὰ οἱ θάλασσες.
Λὲς καὶ μᾶς πεισμώσανε γιὰ πάντα.
Τὸ Ρόδο τῶν Ἀνέμων δὲν ἔχει πιὰ τὶ νὰ δείξει,
μαράθηκε, κι' ἀφήνονται τὰ πανιά μας νὰ παίζουν
ἄβουλα καὶ νεκρά• δὲν τὰ φουσκώνει τώρα
τὸ ΙΙνέμα ποὺ τὰ φτέρωνε μέρα καὶ νύχτα
καὶ τάστελνε σαΐτες, γλάρους καὶ θαλασσοπούλια,
κι’ ἀφρολουσμένες γοργόνες.
Πάνω στὸ πέταγμά του,
μαρμάρωσε τὸ περιστέρι.
Κάτι θὰ ξέρουν ἀσφαλῶς γιὰ τὰ δεινά μας
αὐτοὶ οἱ ἀμίλητοι γερόντοι.
ποὺ κατοικοῦνε τώρα τοὺς παγωμένους Οὐρανούς,
καὶ ἡ σοφία τους, τί μεστή, ποὺ γίνεται ἕνα
στὴν ἄσκησή της μὲ τὴ δίκαιη καλωσύνη•
τί καλοπροαίρετοι κι' ἀφάνταστα ἐπιεικεῖς,
σ' αὐτοὺς πιὰ καταφεύγουμε νὰ βροῦμε τὴ γιατριά,
κι' ἂν ὄχι τὴ γιατριά, κάποια κατάπαυση,
κάποια γαλήνη, μιὰ καὶ στεγνῶσαν
τοῦτες οἱ βρύσες, ποὺ μᾶς πλουταῖναν τοὺς κήπους.
Κάθονται γύρω γύρω στὴ φωτιά τους,
καθὼς ἄλλους καιροὺς στοὺς καφενέδες
τῶν λιμανιῶν τους, δέρματα τυλιγμένοι,
λιγομίλητοι, συνοφρυωμένη γερουσία,
προσμένοντας νὰ φτάσει κάποιος ὡς αὐτούς.
Θαλασσινοὶ ἀποτραβηγμένοι, ποὺ ἀκόμη τώρα,
ὅλο καὶ θάλασσα ὀνειρεύονται. Θαλασσινοί,
τόσα ξερόνησα στὴ ζωή μας, τόσους κάβους
κι' ἐμεῖς, τόσα βράχια ἀντικρύζαμε,
χωρὶς νὰ νιώσουμε ποτέ μας ἀπὸ κοντὰ
τὴν πίκρια καὶ τὴ στέγνια τῆς πέτρας:
μᾶς ἔθρεφε ἡ ἁπλοχωριὰ τοῦ πελάγους,
μᾶς γέμιζε τὰ στήθια ὁ ὅποιος ἀγέρας
σημεῖα καὶ τέρατα μᾶς δεῖχναν τὸ δρόμο.
Κάθε ποὺ στρίβαν οἱ καιροί,
τὄχαμε πανηγύρι• ἕνα κουρέλι σύγνεφο
ἔφτανε νὰ πετάξει ὁ οὐρανός,
ἢ νὰ φουντώσει τὸ βουνὸ ἕναν καπνό,
καὶ πλάθαμε ὅλη τὴ μέλλουσα ἱστορία μας.
Ξεραινόταν τὸ ἁλάτι στὰ γένια μας
καὶ τὸ τρίβαμε στὰ δάχτυλα μὲ ἡδονή.
Λὲς καὶ δὲ μᾶς μιλᾶνε πιὰ οἱ θάλασσες.
Λὲς καὶ μᾶς πεισμώσανε γιὰ πάντα.
Τὸ Ρόδο τῶν Ἀνέμων δὲν ἔχει πιὰ τὶ νὰ δείξει,
μαράθηκε, κι' ἀφήνονται τὰ πανιά μας νὰ παίζουν
ἄβουλα καὶ νεκρά• δὲν τὰ φουσκώνει τώρα
τὸ ΙΙνέμα ποὺ τὰ φτέρωνε μέρα καὶ νύχτα
καὶ τάστελνε σαΐτες, γλάρους καὶ θαλασσοπούλια,
κι’ ἀφρολουσμένες γοργόνες.
Πάνω στὸ πέταγμά του,
μαρμάρωσε τὸ περιστέρι.
Κάτι θὰ ξέρουν ἀσφαλῶς γιὰ τὰ δεινά μας
αὐτοὶ οἱ ἀμίλητοι γερόντοι.
~
απὸ τη συλλογὴ ΕΚΛΟΓΗ Α’, URSA MINOR, ΕΚΛΟΓΗ B’, εκδ. Ίκαρος, 1988
πηγή
[ 26 Ποιήµατα του Τάκη Παπατσώνη (ανθολογία Έλλοπου) ]
απὸ τη συλλογὴ ΕΚΛΟΓΗ Α’, URSA MINOR, ΕΚΛΟΓΗ B’, εκδ. Ίκαρος, 1988
πηγή
[ 26 Ποιήµατα του Τάκη Παπατσώνη (ανθολογία Έλλοπου) ]
Ο Τάκης Παπατσώνης ή Παπατσώνης Τ.Κ. (Αθήνα, 1895 - 1976) ήταν ποιητής
και ακαδημαϊκός. Σε νεαρή ηλικία επιδόθηκε με επιτυχία στην Ποίηση και
δημοσίευσε Ποιήματα και Μεταφράσεις ξένων ποιητών σε εφημερίδες και σε
περιοδικά. Περιηγήθηκε ταξιδεύοντας είτε λόγω της δουλειάς του είτε από
προσωπικό πάθος σε Βελιγράδι, την Κωνσταντινούπολη, Ιταλία, Πράγα,
Ελβετία, Γαλλία, Βερολίνο, Δρέσδη, Αγγλία, Ισπανία, Βουκουρέστι, Βέρνη,
Καρπάθια Όρη, Νέα Υόρκη, Κούβα, Σικάγο, και Σαν Ντιέγκο. Ο Τάκης
Παπατσώνης τοποθετείται από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας στην
ποιητική γενιά του τριάντα, ως μια ιδιαίτερη όμως περίπτωση που
υπερβαίνει τις όποιες κατηγοριοποιήσεις. Η ποιητική του Παπατσώνη
αποτελεί ένα ιδιαίτερο μείγμα φαινομενικά ετερόκλιτων στοιχείων. Από την
μία πλευρά διακρίνουμε σε αυτήν μια θρησκευτικής υφής ατμόσφαιρα και
από την άλλη έναν ευρύτερο στοχασμό πάνω στα ανθρώπινα που, υφολογικά,
αντλεί δάνεια και από την καβαφική τεχνοτροπία. Ο Παπατσώνης ανήκει στην
γενιά των ποιητών του μεσοπολέμου αλλά ή γραφή του παραπέμπει
περσσότερο σε μεταγενέστερους ποιητές. Εγκαινίασε την χρήση του
ελεύθερου στίχου ως εισηγητής στην νεότερη και μοντέρνα ελληνική ποίηση
και ένα μέρος από την θεματολογία του προέρχεται από την ευρύτερη σφαίρα
της θρησκείας και κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ ανατολικής και δυτικής
πολιτιστικής παράδοσης. [Βιογραφία]