Καὶ εἶπες· πότε θ' ἀναβῶ ἐπάνω τῶν αἰθέρων!
Πότε, ὡς εἰς τῶν φαεινῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀστέρων,
εἰς τὸν ἐν σκότει πλέοντα πλανήτην θ' ἀνατείλω
καὶ δωρεὰν εἰς τοὺς θνητοὺς τὴν αἴγλην μου θὰ στείλω.
Δὲν ἔφθασας νὰ συνειδῇς, νὰ γνῷς ὅ,τι ἐπόθεις,
καὶ ὑπὸ τῆς γαστρὸς εὐθὺς τοῦ Ἄδου κατεπόθης·
τὸ χῶμα, ἐφ' οὗ ἔβαινες, ἐκ βάθους ἀνεσκάφη,
Πότε, ὡς εἰς τῶν φαεινῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀστέρων,
εἰς τὸν ἐν σκότει πλέοντα πλανήτην θ' ἀνατείλω
καὶ δωρεὰν εἰς τοὺς θνητοὺς τὴν αἴγλην μου θὰ στείλω.
Δὲν ἔφθασας νὰ συνειδῇς, νὰ γνῷς ὅ,τι ἐπόθεις,
καὶ ὑπὸ τῆς γαστρὸς εὐθὺς τοῦ Ἄδου κατεπόθης·
τὸ χῶμα, ἐφ' οὗ ἔβαινες, ἐκ βάθους ἀνεσκάφη,
ἡ δόξα του κατέπεσεν ἐντὸς αὐτοῦ κι' ἐτάφη.
Καὶ ὕψωσας τὸ μέτωπον, ὠχρόν, ἀκτινοβόλον,
ζητοῦσα τὸν οὐράνιον ν' ἀναμετρήσῃς θόλον·
κι' ἐξαίφνης ἔπεσες πρηνής, τελείως ἐβυθίσθης
καὶ εἰς τὰ βάθη τῆς φρικτῆς ἀβύσσου ἐκρημνίσθης.
Ἔτεινας χεῖρα τὴν Ἠὼ νὰ περιβάλῃς ὅλην,
κι' ἐνηγκαλίσθης ἀντ' αὐτῆς τοῦ σκότους τὴν ἀσβόλην·
ὁ πούς σου ἐπὶ νεφελῶν ἐπόθεις νὰ πατήσῃ
κι' ἐπέπρωτ' εἰς τὸν τάρταρον οἰκτρῶς νὰ ὀλισθήσῃ.
Ἄ, εὗρες ἤδη τὸ καλόν, τὸ πρέπον εἰς σὲ δῶμα,
ὑπάρχει πῦρ τι πυρπολοῦν σφοδρότερον ἀκόμα
ἢ ὅσον σ' ἔκαιε ποτὲ ἡ τῶν παθῶν σου λάβα·
κατάβα εἰς τὸν τάφον σου, ἀπόβλητε, κατάβα.
Τῆς πτώσεώς σου ἄξιον τίς θὰ ἐγείρῃ μνῆμα;
ἐκ τῆς παρόδου σου μικρὸν δὲν ἀπελείφθη θρύμμα·
δὲν ἔζησεν ἡ δόξα σου, οὐδ' ἡ ἀνάμνησίς σου,
ἥτις θὰ σ' ἐβαυκάλιζε ἐπάδουσα: κοιμήσου.
Τίς εἶν' ὁ χῶρος τῆς μιᾶς ρανίδος εἰς τὸ κῦμα;
τώρα σ' ἐδέχθη τ' ἀχανὲς ἀντάξιόν σου μνῆμα.
Ἐκ τῶν βλαστῶν τοῦ ἀχανοῦς τὸ ἄπειρον ἐζήτεις,
δὲν σοὶ ἐδόθη ἐξ αὐτοῦ, ἀπόκληρε, στιγμή τις.
Ὤ, ποῦ τῆς ἀγωνίας σου τὸ μέλος ἀνεκρούσθη;
ἐνταῦθα οὔτε στεναγμός, οὔτε φωνὴ ἠκούσθη
φεῦ, ποῖος χάριν σου θνητὸς θὰ στέρξῃ νὰ δανείσῃ,
ἓν δάκρυ εἰς ἕνα ὀφθαλμὸν διὰ νὰ σὲ θρηνήσῃ!
Βωβὴ ἀπέμειν' ἡ Ἠχώ, ἐσίγησεν ἡ αὔρα·
τὰ πολλαπλᾶ της ἄσματα, τὰ σκοτεινὰ καὶ μαῦρα
προώρως ἐλησμόνησεν ἡ Μοῦσα τῶν μνημάτων;
ὤ, ὕπαγε, σοὶ ἔλαχεν ὁ κλῆρος τῶν θυμάτων.
Καὶ ὕψωσας τὸ μέτωπον, ὠχρόν, ἀκτινοβόλον,
ζητοῦσα τὸν οὐράνιον ν' ἀναμετρήσῃς θόλον·
κι' ἐξαίφνης ἔπεσες πρηνής, τελείως ἐβυθίσθης
καὶ εἰς τὰ βάθη τῆς φρικτῆς ἀβύσσου ἐκρημνίσθης.
Ἔτεινας χεῖρα τὴν Ἠὼ νὰ περιβάλῃς ὅλην,
κι' ἐνηγκαλίσθης ἀντ' αὐτῆς τοῦ σκότους τὴν ἀσβόλην·
ὁ πούς σου ἐπὶ νεφελῶν ἐπόθεις νὰ πατήσῃ
κι' ἐπέπρωτ' εἰς τὸν τάρταρον οἰκτρῶς νὰ ὀλισθήσῃ.
Ἄ, εὗρες ἤδη τὸ καλόν, τὸ πρέπον εἰς σὲ δῶμα,
ὑπάρχει πῦρ τι πυρπολοῦν σφοδρότερον ἀκόμα
ἢ ὅσον σ' ἔκαιε ποτὲ ἡ τῶν παθῶν σου λάβα·
κατάβα εἰς τὸν τάφον σου, ἀπόβλητε, κατάβα.
Τῆς πτώσεώς σου ἄξιον τίς θὰ ἐγείρῃ μνῆμα;
ἐκ τῆς παρόδου σου μικρὸν δὲν ἀπελείφθη θρύμμα·
δὲν ἔζησεν ἡ δόξα σου, οὐδ' ἡ ἀνάμνησίς σου,
ἥτις θὰ σ' ἐβαυκάλιζε ἐπάδουσα: κοιμήσου.
Τίς εἶν' ὁ χῶρος τῆς μιᾶς ρανίδος εἰς τὸ κῦμα;
τώρα σ' ἐδέχθη τ' ἀχανὲς ἀντάξιόν σου μνῆμα.
Ἐκ τῶν βλαστῶν τοῦ ἀχανοῦς τὸ ἄπειρον ἐζήτεις,
δὲν σοὶ ἐδόθη ἐξ αὐτοῦ, ἀπόκληρε, στιγμή τις.
Ὤ, ποῦ τῆς ἀγωνίας σου τὸ μέλος ἀνεκρούσθη;
ἐνταῦθα οὔτε στεναγμός, οὔτε φωνὴ ἠκούσθη
φεῦ, ποῖος χάριν σου θνητὸς θὰ στέρξῃ νὰ δανείσῃ,
ἓν δάκρυ εἰς ἕνα ὀφθαλμὸν διὰ νὰ σὲ θρηνήσῃ!
Βωβὴ ἀπέμειν' ἡ Ἠχώ, ἐσίγησεν ἡ αὔρα·
τὰ πολλαπλᾶ της ἄσματα, τὰ σκοτεινὰ καὶ μαῦρα
προώρως ἐλησμόνησεν ἡ Μοῦσα τῶν μνημάτων;
ὤ, ὕπαγε, σοὶ ἔλαχεν ὁ κλῆρος τῶν θυμάτων.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος, 1851 - Σκιάθος, 1911 είναι ένας από
τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός και ως «ο άγιος των
ελληνικών γραμμάτων», «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη.
Έγραψε κυρίως διηγήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική
λογοτεχνία. Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από τα τρία μυθιστορήματα (Η
μετανάστις, Οι έμποροι των εθνών, Η Γυφτοπούλα) και τα τρία εκτεταμένα διηγήματα ((νουβέλες) - Χρήστο Μηλιόνη, Η Φόνισσα,
Τα Ρόδινα Ακρογιάλια)), έγραψε 180 διηγήματα και 40 μελέτες και άρθρα. Ο
Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του. [Βιογραφία]