I
Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή
και μάζεψε τα μαλλιά της νύχτας
αυτής που ονειρεύεται γυμνό το σώμα της.
Έχει πολλούς ορίζοντες, πολλές πυξίδες,
και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά
και τα πενήντα δύο χαρτιά της.
Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο - με το χέρι σου,
που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο,
ένα νησίδιο ύπνου.
Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή
κι αγκάλιασε την πελώριαν άγκυρα
που ηγεμονεύει στους βυθούς.
Σε λίγο θα 'ναι στα σύννεφα.
Κι εσύ δε θα καταλαβαίνεις, μα θα κλαις,
θα κλαις για να σε φιλήσω,
κι όταν πάω ν' ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα,
έναν μικρό γαλανό φεγγίτη στη μέθη, θα με δαγκάσεις.
Μικρή, ζηλιάρα της ψυχής μου σκιά,
γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ' το σεληνόφωτο
Στάσου λιγάκι πιο κοντά μου.
II
Εδώ - μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων,
ένιωσες για πρώτη φορά την οδυνηρή ευτυχία του να ζεις!
Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιά
σχίζαν τις παρθενίες των κόσμων σου.
Σ' ένα σεντόνι απλωμένο
έβλεπαν οι κύκνοι τα μελλοντικά τους άσματα
κι από κάθε πτυχή της νύχτας ξεκινούσαν
τινάζοντας τα όνειρά τους μες στα νερά,
ταυτίζοντας την ύπαρξή τους
με την ύπαρξη των αγκαλιών που πρόσμεναν.
Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα δάση τους
αλλά στάθηκαν στη γλαυκή κόχη τ' ουρανού και των ματιών σου
τί γύρευαν; Ποιο έναστρο αμάρτημα
πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας σου;
Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της,
μήτε το εύφλεκτο φάντασμα δυο συνεννοημένων χεριών
δεν αξιώθηκαν ποτέ ν' αντιμετωπίσουν
ένα τέτοιο ρόδινο αναστάτωμα.
III
Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας –
μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω στ' αχνάρια του αγνώστου.
Όσο πληρώνεται το δάκρυ, ξεφεύγει απ' τον ήλιο.
Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη
γίνεσαι οιωνός τρυφερού ταξιδιού μες στην αθανασία.
IV
Πέντε χελιδόνια - πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό.
Κάθε λάμψη κλείνει απάνω σου.
Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο
αφήνεις τη μορφή σου απάνω στο βράχο
που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες του προς τα μέσα.
Πριν γίνεις γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύμησες.
Κι εγώ, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία.
Ένας ήχος κάνει το ρυάκι,
κι ό,τι πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του.
Αθωότητες και βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας.
Αίσθηση κρυστάλλου.
V
Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου
Ονομάζεσαι ηγεμονίδα. Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη.
Όλος ο κόσμος ανακατώνει τις μέρες του
και στη μέση της μέθης του φυτεύει ένα μάτσο γυακίνθους.
Από αύριο θα' σαι η επίσημη ξένη των αποκρύφων σελίδων μου.
VI
Μέσα στα δέντρα τούτα
που θα επιζήσουνε το αίθριο πρόσωπο σου.
Η αγκαλιά που θα μετατοπίσει έτσι απλά τη δροσιά της.
Ο κόσμος που θα μείνει χαραγμένος εκεί.
Ω τα κλεισμένα λόγια που έμειναν
μες στους φλοιούς των ελπίδων,
στους βλαστούς των νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας –
τα κλεισμένα λόγια που πικράνανε τ' ομοίωμα τους
κι έγιναν οι Υπερηφάνειες.
VII
Συγκίνηση.
Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά
Πάνω στις λεύκες που μοιράζουν άνεμο.
Πριν απ' τα μάτια σου είναι αυτός
που φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα -
τις χίμαιρες! Η ώρα είναι ρευστή
κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη.
Συλλογίζομαι αυτούς που δε δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά.
Που αγαπούν το φως κάτω απ' τα βλέφαρα,
που σαν μεσουρανήσει ο ύπνος
άγρυπνοι μελετούνε τ' ανοιχτά τους χέρια.
Και θέλω να κλείσω τους κύκλους
που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα,
να εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό
για να μην είναι πια ποτέ ο στερνός τους λόγος άλλος.
Μίλησε μου• αλλά μίλησε μου για δάκρυα.
VIII
Στο βυθό της μουσικής
τα ίδια πράγματα σ' ακολουθούν μετουσιωμένα.
Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της.
Κι εσύ κρατώντας το φώσφορο στην παλάμη σου
κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της πελώριας τύχης.
Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη
καμπυλώνουν τις θύμησες
και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωματης αμφιλύκης.
Πρόσεξε!
Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος σου.
Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο
είναι το τάξιμο που δεν έστερξες ποτές σου.
Κι η μεγάλη πυρά που θα σ' αφάνιζε
είναι αυτός ο ανάλαφρος ίλιγγος
που σε δένει μ' απόχρωση αγωνίας στα λοίσθιατων μενεξέδων.
Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε...
IX
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο.
Σε πήρα όπως εσύ πήρες την αμεταχείριστη φύση
και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση
και τις θάλασσες.
Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέξεις
και τις άφηνε πέρα σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα.
Σε πήρα σύντροφο στην αστραπή, στο δέος, στο ένστιχτο.
Γι' αυτό κάθε φορά που αλλάζω μέρα
σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ,
εσύ φεύγεις και χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου,
δημιουργώντας μια μοναξιά Θεού
μια πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία.
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο
από κείνο πού βρήκα και μιμήθηκα σε Σένα!
Χ
Ακόμα μια φορά μέσα στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλη σου.
Ακόμα μια φορά μέσα στις φυτικές αιώρες τ' αρχαία σου όνειρα.
Μια φορά μέσα στ' αρχαία σου όνειρα
τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται.
Μέσα σ' αυτά που ανάβουν και χάνονται
τα ζεστά μυστικά του κόσμου.
Τα μυστικά του κόσμου.
XI
Ψηλά στο δέντρο των άσπρων ταξιδιών
με το εωθινό κορμί σου χορτάτο από μαΐστρο
ξεδιπλώνεις τη θάλασσα
που γυμνή παίρνει και δίνει τη ζωή της στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα
και πολύ μακριά ένας άσπρος ατμός σφίγγεται στην καρδιά του
σκορπίζοντας τα χίλια δάκρυα.
Είσαι λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα
μες στα ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της ελπίδας.
Εσύ που ξεχνάς μέσα στα μεσημέρια φλόγες.
Εσύ πού σε κάθε λέξη πολύχρωμη βιάζεις τα φωνήεντα
συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!
Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας
και βρεθείς άξαφνα ξανθή κι ηλιοκαμένη
μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τους αιώνες
θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί
που φιλοδοξούσε καταμόναχο μες στην οργή του πόντου
να συλλαβίσει την ανυπέρβλητη ομορφιά της ομορφιάς σου.
Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θάλασσας,
ένα διαμάντι μέσα στη δικαιοσύνη του ήλιου.
XII
Πάρε μαζί σου το φως των γυακίνθων
και βάφτισέ το στην πηγή της μέρας.
Έτσι κοντά στ' όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος,
και το χέρι μου νικώντας τον κατακλυσμό
θα βγει με τα πρώτα περιστέρια.
Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό το θρόισμα,
ποιος θα τ' αξιωθεί σιμά του,
ποιος είναι αυτός που θα σε προφέρει πρώτος
όπως προφέρει ο μέγας ήλιος το βλαστάρι!
Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο.
Καθένας ψάχνει το στόμα του.
Που είσαι φωνάζω
κι η θάλασσα τα βουνά τα δέντρα δεν υπάρχουν.
Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή
και μάζεψε τα μαλλιά της νύχτας
αυτής που ονειρεύεται γυμνό το σώμα της.
Έχει πολλούς ορίζοντες, πολλές πυξίδες,
και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά
και τα πενήντα δύο χαρτιά της.
Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο - με το χέρι σου,
που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο,
ένα νησίδιο ύπνου.
Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή
κι αγκάλιασε την πελώριαν άγκυρα
που ηγεμονεύει στους βυθούς.
Σε λίγο θα 'ναι στα σύννεφα.
Κι εσύ δε θα καταλαβαίνεις, μα θα κλαις,
θα κλαις για να σε φιλήσω,
κι όταν πάω ν' ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα,
έναν μικρό γαλανό φεγγίτη στη μέθη, θα με δαγκάσεις.
Μικρή, ζηλιάρα της ψυχής μου σκιά,
γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ' το σεληνόφωτο
Στάσου λιγάκι πιο κοντά μου.
II
Εδώ - μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων,
ένιωσες για πρώτη φορά την οδυνηρή ευτυχία του να ζεις!
Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιά
σχίζαν τις παρθενίες των κόσμων σου.
Σ' ένα σεντόνι απλωμένο
έβλεπαν οι κύκνοι τα μελλοντικά τους άσματα
κι από κάθε πτυχή της νύχτας ξεκινούσαν
τινάζοντας τα όνειρά τους μες στα νερά,
ταυτίζοντας την ύπαρξή τους
με την ύπαρξη των αγκαλιών που πρόσμεναν.
Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα δάση τους
αλλά στάθηκαν στη γλαυκή κόχη τ' ουρανού και των ματιών σου
τί γύρευαν; Ποιο έναστρο αμάρτημα
πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας σου;
Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της,
μήτε το εύφλεκτο φάντασμα δυο συνεννοημένων χεριών
δεν αξιώθηκαν ποτέ ν' αντιμετωπίσουν
ένα τέτοιο ρόδινο αναστάτωμα.
III
Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας –
μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω στ' αχνάρια του αγνώστου.
Όσο πληρώνεται το δάκρυ, ξεφεύγει απ' τον ήλιο.
Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη
γίνεσαι οιωνός τρυφερού ταξιδιού μες στην αθανασία.
IV
Πέντε χελιδόνια - πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό.
Κάθε λάμψη κλείνει απάνω σου.
Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο
αφήνεις τη μορφή σου απάνω στο βράχο
που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες του προς τα μέσα.
Πριν γίνεις γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύμησες.
Κι εγώ, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία.
Ένας ήχος κάνει το ρυάκι,
κι ό,τι πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του.
Αθωότητες και βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας.
Αίσθηση κρυστάλλου.
V
Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου
Ονομάζεσαι ηγεμονίδα. Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη.
Όλος ο κόσμος ανακατώνει τις μέρες του
και στη μέση της μέθης του φυτεύει ένα μάτσο γυακίνθους.
Από αύριο θα' σαι η επίσημη ξένη των αποκρύφων σελίδων μου.
VI
Μέσα στα δέντρα τούτα
που θα επιζήσουνε το αίθριο πρόσωπο σου.
Η αγκαλιά που θα μετατοπίσει έτσι απλά τη δροσιά της.
Ο κόσμος που θα μείνει χαραγμένος εκεί.
Ω τα κλεισμένα λόγια που έμειναν
μες στους φλοιούς των ελπίδων,
στους βλαστούς των νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας –
τα κλεισμένα λόγια που πικράνανε τ' ομοίωμα τους
κι έγιναν οι Υπερηφάνειες.
VII
Συγκίνηση.
Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά
Πάνω στις λεύκες που μοιράζουν άνεμο.
Πριν απ' τα μάτια σου είναι αυτός
που φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα -
τις χίμαιρες! Η ώρα είναι ρευστή
κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη.
Συλλογίζομαι αυτούς που δε δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά.
Που αγαπούν το φως κάτω απ' τα βλέφαρα,
που σαν μεσουρανήσει ο ύπνος
άγρυπνοι μελετούνε τ' ανοιχτά τους χέρια.
Και θέλω να κλείσω τους κύκλους
που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα,
να εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό
για να μην είναι πια ποτέ ο στερνός τους λόγος άλλος.
Μίλησε μου• αλλά μίλησε μου για δάκρυα.
VIII
Στο βυθό της μουσικής
τα ίδια πράγματα σ' ακολουθούν μετουσιωμένα.
Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της.
Κι εσύ κρατώντας το φώσφορο στην παλάμη σου
κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της πελώριας τύχης.
Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη
καμπυλώνουν τις θύμησες
και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωματης αμφιλύκης.
Πρόσεξε!
Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος σου.
Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο
είναι το τάξιμο που δεν έστερξες ποτές σου.
Κι η μεγάλη πυρά που θα σ' αφάνιζε
είναι αυτός ο ανάλαφρος ίλιγγος
που σε δένει μ' απόχρωση αγωνίας στα λοίσθιατων μενεξέδων.
Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε...
IX
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο.
Σε πήρα όπως εσύ πήρες την αμεταχείριστη φύση
και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση
και τις θάλασσες.
Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέξεις
και τις άφηνε πέρα σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα.
Σε πήρα σύντροφο στην αστραπή, στο δέος, στο ένστιχτο.
Γι' αυτό κάθε φορά που αλλάζω μέρα
σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ,
εσύ φεύγεις και χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου,
δημιουργώντας μια μοναξιά Θεού
μια πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία.
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο
από κείνο πού βρήκα και μιμήθηκα σε Σένα!
Χ
Ακόμα μια φορά μέσα στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλη σου.
Ακόμα μια φορά μέσα στις φυτικές αιώρες τ' αρχαία σου όνειρα.
Μια φορά μέσα στ' αρχαία σου όνειρα
τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται.
Μέσα σ' αυτά που ανάβουν και χάνονται
τα ζεστά μυστικά του κόσμου.
Τα μυστικά του κόσμου.
XI
Ψηλά στο δέντρο των άσπρων ταξιδιών
με το εωθινό κορμί σου χορτάτο από μαΐστρο
ξεδιπλώνεις τη θάλασσα
που γυμνή παίρνει και δίνει τη ζωή της στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα
και πολύ μακριά ένας άσπρος ατμός σφίγγεται στην καρδιά του
σκορπίζοντας τα χίλια δάκρυα.
Είσαι λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα
μες στα ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της ελπίδας.
Εσύ που ξεχνάς μέσα στα μεσημέρια φλόγες.
Εσύ πού σε κάθε λέξη πολύχρωμη βιάζεις τα φωνήεντα
συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!
Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας
και βρεθείς άξαφνα ξανθή κι ηλιοκαμένη
μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τους αιώνες
θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί
που φιλοδοξούσε καταμόναχο μες στην οργή του πόντου
να συλλαβίσει την ανυπέρβλητη ομορφιά της ομορφιάς σου.
Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θάλασσας,
ένα διαμάντι μέσα στη δικαιοσύνη του ήλιου.
XII
Πάρε μαζί σου το φως των γυακίνθων
και βάφτισέ το στην πηγή της μέρας.
Έτσι κοντά στ' όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος,
και το χέρι μου νικώντας τον κατακλυσμό
θα βγει με τα πρώτα περιστέρια.
Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό το θρόισμα,
ποιος θα τ' αξιωθεί σιμά του,
ποιος είναι αυτός που θα σε προφέρει πρώτος
όπως προφέρει ο μέγας ήλιος το βλαστάρι!
Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο.
Καθένας ψάχνει το στόμα του.
Που είσαι φωνάζω
κι η θάλασσα τα βουνά τα δέντρα δεν υπάρχουν.
ΧΙΙΙ
Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα που σε κυρίεψε
Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα που σε κυρίεψε
όταν η βροντή προηγήθηκε τηςκαρδιάς μου.
Πες μου το χέρι που προχώρησε το δικό μου χέρι μέσα στην ξενιτιά
της θλίψης σου.
της θλίψης σου.
Πες μου το διάστημα και το φως και το σκοτάδι-το παρείσαχτο
κυμάτισμα ενός τρυφερού ιδιωτικού Σεπτέμβρη.
Και σκόρπισε την ίριδα, στεφάνωσε με.
XVII
Τίποτε δεν έμαθες απ' αυτά που γεννήθηκαν
κι απ' αυτά που πεθάνανε κάτω απ' τους πόθους.
Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε σ' εδάμασε
και συνεχίζεις τ' όνειρο.
Τι να πουν τα πράγματα και ποια να σε περιφρονήσουν!
Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες
κι αθάνατους γυακίνθους και σιωπές,
εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.
Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή,
πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα,
εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.
Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνουνται μες στην ανυπαρξία
και ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη,
εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στην αλλαγή σου...
Μην παίζεις πια.
Ρίξε τον άσο της φωτιάς. ’νοιξε την ανθρώπινη γεωγραφία.
XVIII
Μελαχρινή μαρμαρυγή νανούρισμα των βλεφάρων
πάνω απ' τη μυθική απλωσιά του κόσμου.
Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο,
Είναι καιρός που ο άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της.
Τώρα η φύση πιάνεται απ' το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί,
ξαφνιάζοντας τα μάτια της μ' έναν γαλάζιο παραπόταμο
μ' ένα φωταγωγημένο φύλλωμα,
μ' ένα σύννεφο καινούριο σε μορφή αίθριας.
Κι εγώ - σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς,
πασπατεύοντας την άμμο της ακρογιαλιάς,
βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα
έχασα τα σημάδια που θα σε γεννούσανε.
Που είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυχή ο νοτιάς
κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει το άπειρο, που είσαι!
XIX
Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ' ανοίξει
όταν εσύ βαφτίσεις αλλιώς την παπαρούνα σου.
Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι,
όπου και να καθρεφτιστείς,
όπου και να συντρίψεις τ' ομοίωμα σου,
το πάθος μου θα βρίσκεται στον Απρίλη του
ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία
τις εφτά συλλογισμένες φλόγες του.
XX
Τόσο φως, που κι η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε.
Το νερό σφάλισε τους όρμους.
Το μονάκριβο δέντρο ιχνογράφησε το διάστημα.
Τώρα δέ μένει παρά να 'ρθεις εσύ
ω! σμιλεμένη από την πείρα των ανέμων
και ν' αντικαταστήσεις το άγαλμα.
Δέ μένει παρά να' ρθεις εσύ
και να γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος
που πια δε θα 'ναι άλλο
από τ' ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμα σου.
Δε μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.
XXI
Έχεις μια γη θανάσιμη που τη φυλλομετράς αδιάκοπα
και δεν κοιμάσαι.
Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια.
Κι η μια καρδιά σου γίνεται πληθυντική
εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία τους.
Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα,
κι όποια λέξη κι αν στείλεις στο άπειρο μ' αγκαλιάζει.
Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε:
Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.
κυμάτισμα ενός τρυφερού ιδιωτικού Σεπτέμβρη.
Και σκόρπισε την ίριδα, στεφάνωσε με.
XVII
Τίποτε δεν έμαθες απ' αυτά που γεννήθηκαν
κι απ' αυτά που πεθάνανε κάτω απ' τους πόθους.
Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε σ' εδάμασε
και συνεχίζεις τ' όνειρο.
Τι να πουν τα πράγματα και ποια να σε περιφρονήσουν!
Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες
κι αθάνατους γυακίνθους και σιωπές,
εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.
Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή,
πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα,
εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.
Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνουνται μες στην ανυπαρξία
και ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη,
εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στην αλλαγή σου...
Μην παίζεις πια.
Ρίξε τον άσο της φωτιάς. ’νοιξε την ανθρώπινη γεωγραφία.
XVIII
Μελαχρινή μαρμαρυγή νανούρισμα των βλεφάρων
πάνω απ' τη μυθική απλωσιά του κόσμου.
Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο,
Είναι καιρός που ο άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της.
Τώρα η φύση πιάνεται απ' το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί,
ξαφνιάζοντας τα μάτια της μ' έναν γαλάζιο παραπόταμο
μ' ένα φωταγωγημένο φύλλωμα,
μ' ένα σύννεφο καινούριο σε μορφή αίθριας.
Κι εγώ - σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς,
πασπατεύοντας την άμμο της ακρογιαλιάς,
βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα
έχασα τα σημάδια που θα σε γεννούσανε.
Που είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυχή ο νοτιάς
κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει το άπειρο, που είσαι!
XIX
Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ' ανοίξει
όταν εσύ βαφτίσεις αλλιώς την παπαρούνα σου.
Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι,
όπου και να καθρεφτιστείς,
όπου και να συντρίψεις τ' ομοίωμα σου,
το πάθος μου θα βρίσκεται στον Απρίλη του
ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία
τις εφτά συλλογισμένες φλόγες του.
XX
Τόσο φως, που κι η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε.
Το νερό σφάλισε τους όρμους.
Το μονάκριβο δέντρο ιχνογράφησε το διάστημα.
Τώρα δέ μένει παρά να 'ρθεις εσύ
ω! σμιλεμένη από την πείρα των ανέμων
και ν' αντικαταστήσεις το άγαλμα.
Δέ μένει παρά να' ρθεις εσύ
και να γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος
που πια δε θα 'ναι άλλο
από τ' ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμα σου.
Δε μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.
XXI
Έχεις μια γη θανάσιμη που τη φυλλομετράς αδιάκοπα
και δεν κοιμάσαι.
Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια.
Κι η μια καρδιά σου γίνεται πληθυντική
εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία τους.
Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα,
κι όποια λέξη κι αν στείλεις στο άπειρο μ' αγκαλιάζει.
Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε:
Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.
~
Ο Οδυσσέας Ελύτης (πραγματικό όνομα: Οδυσσέας Αλεπουδέλης) (Ηράκλειο Κρήτης, 1911 - Αθήνα, 1996), ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Βραβεύτηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Στα γράμματα ο Ελύτης εμφανίστηκε το 1935, ο φίλος και ομότεχνός του Γιώργος Σαραντάρης τον φέρνει σε επαφή με τη λογοτεχνική συντροφιά, που εξέδιδε το πρωτοποριακό περιοδικό Νέα Γράμματα. Την αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, οι Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης. Στα Νέα Γράμματα θα δημοσιευτεί το πρώτο του δόκιμο ποίημα με τίτλο Του Αγαίου, με την υπογραφή: Ελύτης. Η γνωριμία του τον ίδιο χρόνο με τον Ανδρέα Εμπειρίκο ενίσχυσε τις επαναστατικές υπερρεαλιστικές του απόψεις. Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον Εστί, ο Ήλιος ο πρώτος και οι Προσανατολισμοί. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης. Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων. [Βιογραφία]