Με την σύζυγό του την Κέιτλιν γνωρίστηκαν σε μια παμπ στο Λονδίνο στις αρχές του 1936 όταν ήταν και οι δυο 21 ετών. Παντρεύτηκαν ένα χρόνο αργότερα, απέκτησαν τρία παιδιά, ενώ η κοινή τους πορεία ήταν τρικυμιώδης. Από τις πρώτες του επιστολές, πάντως, φαινόταν ότι η Κέιτλιν ξυπνούσε την ποιητική φαντασία του και τη διάθεση για μποέμικη ζωή.
«Σ’ αγαπώ για εκατομμύρια εκατομμυρίων πράγματα, ρολόγια και βαμπίρ και βρόμικα νύχια και μπερδεμένες ζωγραφιές και όμορφα μαλλιά και ωραία μεθύσια και έκπτωτα όνειρα. Μπορείς να με διδάξεις να περπατάω στον αέρα, κι εγώ θα σε διδάξω να βγάζεις χαριτωμένους ήχους απ’ το πιάνο δίχως διόλου μουσική· θα έχουμε ένα κρεβάτι σε κάποιο μπαρ, και δεν θα έχουμε πεντάρα τσακιστή και θα ζούμε με δανεικά κι αγύριστα από άλλους…».
«Σ’ αγαπώ για εκατομμύρια εκατομμυρίων πράγματα, ρολόγια και βαμπίρ και βρόμικα νύχια και μπερδεμένες ζωγραφιές και όμορφα μαλλιά και ωραία μεθύσια και έκπτωτα όνειρα. Μπορείς να με διδάξεις να περπατάω στον αέρα, κι εγώ θα σε διδάξω να βγάζεις χαριτωμένους ήχους απ’ το πιάνο δίχως διόλου μουσική· θα έχουμε ένα κρεβάτι σε κάποιο μπαρ, και δεν θα έχουμε πεντάρα τσακιστή και θα ζούμε με δανεικά κι αγύριστα από άλλους…».
~ ~ ~
Ο Ντύλαν ισχυρίζεται ότι αγάπησε τη γυναίκα του Κέιτλιν με την πρώτη ματιά και ότι της έκανε πρόταση στην πρώτη τους συνάντηση.
«Θέλω να είσαι μαζί μου, μπορείς να έχεις τον χώρο μεταξύ από τα σπίτια και εγώ μπορώ να έχω το δωμάτιο χωρίς παράθυρα, και θα φτιάξουμε ένα σπίτι στη μέση, θα μου μάθεις να περπατάω στον αέρα κι εγώ θα σου μάθω να παίζεις ωραίους ήχους στο πιάνο, θα έχουμε το κρεβάτι μας σ’ ένα μπαρ έτσι όπως λέγαμε, και δεν θα έχουμε δεκάρα τσακιστή και θα ζούμε με τα λεφτά τρίτων και καθόλου δεν θα τους αρέσει. Το δωμάτιο είναι γεμάτο από αυτούς τώρα, αλλά δε με νοιάζει δε με νοιάζει, δε με νοιάζει για κανέναν τους. Θέλω να είμαι μαζί σου γιατί σε αγαπώ. Δεν ξέρω τι σημαίνει «σ’ αγαπώ» αλλά το νιώθω».
«Θέλω να είσαι μαζί μου, μπορείς να έχεις τον χώρο μεταξύ από τα σπίτια και εγώ μπορώ να έχω το δωμάτιο χωρίς παράθυρα, και θα φτιάξουμε ένα σπίτι στη μέση, θα μου μάθεις να περπατάω στον αέρα κι εγώ θα σου μάθω να παίζεις ωραίους ήχους στο πιάνο, θα έχουμε το κρεβάτι μας σ’ ένα μπαρ έτσι όπως λέγαμε, και δεν θα έχουμε δεκάρα τσακιστή και θα ζούμε με τα λεφτά τρίτων και καθόλου δεν θα τους αρέσει. Το δωμάτιο είναι γεμάτο από αυτούς τώρα, αλλά δε με νοιάζει δε με νοιάζει, δε με νοιάζει για κανέναν τους. Θέλω να είμαι μαζί σου γιατί σε αγαπώ. Δεν ξέρω τι σημαίνει «σ’ αγαπώ» αλλά το νιώθω».