Οι στίχοι μου γιʼ αυτούς που νιώθω την πιο μεγάλη ευαισθησία
Είναι όλοι τους ημιτελείς που ένας ή δυο μαζί πάνε .
Οι στίχοι που το τέλος τους συνέχεια ξαναβάζεις,
που ξαναβρίσκεις ψάχνοντας σε φύλλα σκονισμένα.
Ποιητής σαν είσαι, είσαι οκνός .
Δεν έχεις διόλου υπομονή σαν τον χαράκτη του χαλκού:
Συχνά, όταν η ομορφιά από κάτι σε μεθάει,
Στρώνεσαι να δουλέψεις . μα η φωτιά χωνεύει, όμως
Οι στίχοι συνεχώς τη δύναμή τους χάνουν, αν θες να συνεχίσεις.
Καλύτεροι είναι οι στίχοι που ποτέ σου δεν τελειώνεις.
Η ιδέα είναι λεπτή, και το σχήμα την πονάει
Από ποιήματα τόσο πολύ φτιαγμένα. Εκείνη προτιμά αυτά
Που με στενότητα πολλή δεν την περιορίζουν.
Διατρέχει κίνδυνο σε αυτά μικρότερης ζημίας.
Αν θέλει κάποιος να τελειώσει, γίνεται αυτό τυχαία .
Της τέλειας έννοιας συχνά ο θάνατος πρέπει να ακολουθήσει .
Λιώνει όπως θα έλιωνε το παγωμένο αστέρι
που θα ʽθελες να άγγιζες, ή σαν στις κορυφές το χιόνι!
Σε τελειωμένους στίχους είναι δυνατόν το όνειρο να ζήσει;
Καλύτεροι είναι οι στίχοι που ποτέ σου δεν τελειώνεις.
Εσείς είστε, στίχοι που σας άρχισαν κι ύστερα παραμέλησαν,
Ροντέλα εγκαταλειμμένα, ρεφραίν αρμονικά
Που, από ραθυμία απλά, τραγούδια δεν σας κάνανε,
Σονέτα με τα οποία σκαρώσανε ένα θαυμάσιο τρίστιχο,
Πάντοτε εσάς ο ποιητής πιότερο αγαπάει.
Και τέτοιο αλεξανδρινό που όμοιό του δεν έχει
Μια γοητεία λέει, ένα άρωμα ελαφρύ το οποίο σε μεθάει,
Από ένα ποίημα μακρύ είναι πολύ καλύτερο. Αυτοί είναι οι χειρότεροι,
Οι στίχοι που, απʼτο συρτάρι μέσα, για το πλήθος, παραδίδεις …
Καλύτεροι είναι οι στίχοι που ποτέ σου δεν τελειώνεις.
Αφιέρωση
Λυπάμαι, αναγνώστη. Οι στίχοι που σου παραδίδω αυτοί
– Των οποίων, ίσως, το χαρτί με τη λίβρα θα πωλείται –
Δεν είναι, μακριά από εμένα, αλίμονο! εκείνοι που αγάπησα.
Γιατί, πώς να χωρέσουν οι καλύτεροι σε ένα βιβλίο μέσα;
Καλύτεροι είναι οι στίχοι που ποτέ σου δεν τελειώνεις.
(Έντμοντ Ροστάν, Οι Περιπλανήσεις, 1911)
Είναι όλοι τους ημιτελείς που ένας ή δυο μαζί πάνε .
Οι στίχοι που το τέλος τους συνέχεια ξαναβάζεις,
που ξαναβρίσκεις ψάχνοντας σε φύλλα σκονισμένα.
Ποιητής σαν είσαι, είσαι οκνός .
Δεν έχεις διόλου υπομονή σαν τον χαράκτη του χαλκού:
Συχνά, όταν η ομορφιά από κάτι σε μεθάει,
Στρώνεσαι να δουλέψεις . μα η φωτιά χωνεύει, όμως
Οι στίχοι συνεχώς τη δύναμή τους χάνουν, αν θες να συνεχίσεις.
Καλύτεροι είναι οι στίχοι που ποτέ σου δεν τελειώνεις.
Η ιδέα είναι λεπτή, και το σχήμα την πονάει
Από ποιήματα τόσο πολύ φτιαγμένα. Εκείνη προτιμά αυτά
Που με στενότητα πολλή δεν την περιορίζουν.
Διατρέχει κίνδυνο σε αυτά μικρότερης ζημίας.
Αν θέλει κάποιος να τελειώσει, γίνεται αυτό τυχαία .
Της τέλειας έννοιας συχνά ο θάνατος πρέπει να ακολουθήσει .
Λιώνει όπως θα έλιωνε το παγωμένο αστέρι
που θα ʽθελες να άγγιζες, ή σαν στις κορυφές το χιόνι!
Σε τελειωμένους στίχους είναι δυνατόν το όνειρο να ζήσει;
Καλύτεροι είναι οι στίχοι που ποτέ σου δεν τελειώνεις.
Εσείς είστε, στίχοι που σας άρχισαν κι ύστερα παραμέλησαν,
Ροντέλα εγκαταλειμμένα, ρεφραίν αρμονικά
Που, από ραθυμία απλά, τραγούδια δεν σας κάνανε,
Σονέτα με τα οποία σκαρώσανε ένα θαυμάσιο τρίστιχο,
Πάντοτε εσάς ο ποιητής πιότερο αγαπάει.
Και τέτοιο αλεξανδρινό που όμοιό του δεν έχει
Μια γοητεία λέει, ένα άρωμα ελαφρύ το οποίο σε μεθάει,
Από ένα ποίημα μακρύ είναι πολύ καλύτερο. Αυτοί είναι οι χειρότεροι,
Οι στίχοι που, απʼτο συρτάρι μέσα, για το πλήθος, παραδίδεις …
Καλύτεροι είναι οι στίχοι που ποτέ σου δεν τελειώνεις.
Αφιέρωση
Λυπάμαι, αναγνώστη. Οι στίχοι που σου παραδίδω αυτοί
– Των οποίων, ίσως, το χαρτί με τη λίβρα θα πωλείται –
Δεν είναι, μακριά από εμένα, αλίμονο! εκείνοι που αγάπησα.
Γιατί, πώς να χωρέσουν οι καλύτεροι σε ένα βιβλίο μέσα;
Καλύτεροι είναι οι στίχοι που ποτέ σου δεν τελειώνεις.
(Έντμοντ Ροστάν, Οι Περιπλανήσεις, 1911)