Σ ‘αγαπώ, είμαι τρελός, δεν αντέχω, είναι πολύ.
Το όνομά σου στην καρδιά μου σαν καμπάνα αντηχεί,
Και καθώς συνέχεια τρέμω και ριγώ, Ρωξάνη,
Η καμπάνα όλο χτυπά, και το όνομά σου ηχώ κάνει!
Από εσένα, όλα θυμάμαι, λάτρεψα το κάθε τι:
Ξέρω πέρυσι, μια μέρα, στις 12 του Μάη,
Χτένισμα άλλαξες για να βγεις το πρωί!
Τόσο πέρασα για φως της κόμης σου τη λάμψη
Που, σαν κατάματα τον ήλιο αντικρίζεις,
Στα πάντα βλέπεις έπειτα μια κόκκινη κηλίδα,
Παντού, όταν άφησα τη λάμψη που με κατακλύζει,
Το θαμπωμένο βλέμμα μου πλάθει ξανθά σημεία!
(Έντμοντ Ροστάν, Συρανό ντε Μπερζεράκ, Πράξη ΙΙΙ Σκηνή VII, 1897)
Το όνομά σου στην καρδιά μου σαν καμπάνα αντηχεί,
Και καθώς συνέχεια τρέμω και ριγώ, Ρωξάνη,
Η καμπάνα όλο χτυπά, και το όνομά σου ηχώ κάνει!
Από εσένα, όλα θυμάμαι, λάτρεψα το κάθε τι:
Ξέρω πέρυσι, μια μέρα, στις 12 του Μάη,
Χτένισμα άλλαξες για να βγεις το πρωί!
Τόσο πέρασα για φως της κόμης σου τη λάμψη
Που, σαν κατάματα τον ήλιο αντικρίζεις,
Στα πάντα βλέπεις έπειτα μια κόκκινη κηλίδα,
Παντού, όταν άφησα τη λάμψη που με κατακλύζει,
Το θαμπωμένο βλέμμα μου πλάθει ξανθά σημεία!
(Έντμοντ Ροστάν, Συρανό ντε Μπερζεράκ, Πράξη ΙΙΙ Σκηνή VII, 1897)