Άσπρα και μαύρα πλακάκια,
σ’ εναλλασσόμενη τάξη,
την επαφή των βημάτων μου δέχονται.
Στο διορισμένο μου δάπεδο τούτο
παίζω σαν ένα παιδί,
προσπαθώντας μονάχα
στις λευκές να πατώ επιφάνειες.
Δύσκολη άσκηση ΄
ακροβασία περίτεχνη.
Κάποτε χάνω του σώματος
την ισορροπία ΄
Κάποτε χάνω του πνεύματος
τον υπολογισμό.
Και μπερδεύεται τότε
των βημάτων μου η τάξη ΄
και πλανημένο το πέλμα μου,
παραπατάει στα μαύρα πλακάκια.
Πρέπει πάλι ν’ αρχίσω
απ’ την αρχή το παιχνίδι ΄
πρέπει ν’ ασκήσω το πνεύμα μου
στην τέλεια
ακροβασία...
Όμως αρχίζοντας πάλι και πάλι,
το αποσταμένο μου πνεύμα
περιδινείται
σε ιλίγγου στροβίλισμα ΄
και του δαπέδου ο ακίνητος δίσκος
περιστρέφεται μ’ ένταση.
Και των χρωμάτων συγχέεται
η εναλλασσόμενη τάξη...
Των αισθήσεων σύγχυση...
Κι όπως ένα παιδί,
που του χαλούν το παιχνίδι,
κι όπως ένα παιδί,
που η υπομονή του εξαντλείται,
τρέχω με πείσμα,
τσαλαπατώντας
του δαπέδου την τάξη!
Με το πέλμα σκουπίζω
τις γραμμές που χωρίζουν
τα λευκά και τα μαύρα πλακάκια.
Και ξαπλώνομαι χάμου,
με βουρκωμένο το πνεύμα μου ΄
και ραντίζω με δάκρυα
τη συντριμμένη μου πίστη...
Πόσο με κούρασε
η επίμονη άσκηση!
Όμως τώρα πια βλέπω
φανερά τι σημαίνει
του δαπέδου το γύρισμα.
Τώρα βλέπω το νόημα
της συνουσίας των χρωμάτων...
~
από το βιβλίο Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία - Δύο Αιώνες Νεοελληνικής Ποίησης, εκδ. Πάπυρος, 1995
πηγή
ακροβασία περίτεχνη.
Κάποτε χάνω του σώματος
την ισορροπία ΄
Κάποτε χάνω του πνεύματος
τον υπολογισμό.
Και μπερδεύεται τότε
των βημάτων μου η τάξη ΄
και πλανημένο το πέλμα μου,
παραπατάει στα μαύρα πλακάκια.
Πρέπει πάλι ν’ αρχίσω
απ’ την αρχή το παιχνίδι ΄
πρέπει ν’ ασκήσω το πνεύμα μου
στην τέλεια
ακροβασία...
Όμως αρχίζοντας πάλι και πάλι,
το αποσταμένο μου πνεύμα
περιδινείται
σε ιλίγγου στροβίλισμα ΄
και του δαπέδου ο ακίνητος δίσκος
περιστρέφεται μ’ ένταση.
Και των χρωμάτων συγχέεται
η εναλλασσόμενη τάξη...
Των αισθήσεων σύγχυση...
Κι όπως ένα παιδί,
που του χαλούν το παιχνίδι,
κι όπως ένα παιδί,
που η υπομονή του εξαντλείται,
τρέχω με πείσμα,
τσαλαπατώντας
του δαπέδου την τάξη!
Με το πέλμα σκουπίζω
τις γραμμές που χωρίζουν
τα λευκά και τα μαύρα πλακάκια.
Και ξαπλώνομαι χάμου,
με βουρκωμένο το πνεύμα μου ΄
και ραντίζω με δάκρυα
τη συντριμμένη μου πίστη...
Πόσο με κούρασε
η επίμονη άσκηση!
Όμως τώρα πια βλέπω
φανερά τι σημαίνει
του δαπέδου το γύρισμα.
Τώρα βλέπω το νόημα
της συνουσίας των χρωμάτων...
~
από το βιβλίο Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία - Δύο Αιώνες Νεοελληνικής Ποίησης, εκδ. Πάπυρος, 1995
πηγή
Ο Γεώργιος Θ. Βαφόπουλος (Γευγελή, 1903 - Θεσσαλονίκη, 1996) πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας
το 1921 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στα περιοδικά Σφαίρα (Γυναίκα) και
Νουμάς (Ελεγείο στους αδικοσκοτωμένους). Το 1923 επισκέφτηκε για πρώτη
φορά την Αθήνα, γράφτηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
και εργάστηκε ως αντιγραφέας στη Μεγάλη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης
του Γ.Χατζιδάκη. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη λόγω προβλημάτων υγείας και
το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Μακεδονικά Γράμματα, από
κοινού με τον Κ.Κόκκινο. Το 1927 με εισήγηση του Κωστή Παλαμά
δημοσιεύτηκαν στη Νέα Εστία εφτά ποιήματά του. Το 1932 διορίστηκε στο
Δήμο Θεσσαλονίκης. Το 1938 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης
(την οποία διηύθυνε ως το 1963). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής
κατοχής αποσπάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, όπου γνωρίστηκε
με τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, τον Γιώργο Θέμελη (με τους οποίους συνδέθηκε
στενά), τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Καίσαρα Εμμανουήλ, το Στέλιο
Ξεφλούδα, τον Τάσο Αθανασιάδη, τον Τέλλο Άγρα, και άλλους λογοτέχνες. Το
1983 με δωρεά του ποιητή και της Αναστασίας Γερακοπούλου (2η σύζυγος)
ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Το συγγραφικό
και ποιητικό έργο του Γιώργου Βαφόπουλου είναι πλουσιότατο. Μέσα σε αυτό
απεικονίζεται η ζωή της πόλης επί Tουρκοκρατίας και ως τον B' Παγκόσμιο
Πόλεμο, με πάρα πολλά στοιχεία. Ένα από αυτά τα έργα είναι και η
τελευταία μελέτη του Το παραμύθι της Θεσσαλονίκης, το οποίο έγραψε το
1993. Ξεκίνησε από το νεοσυμβολισμό και την ανανεωμένη παράδοση, με
επιρροές από τον Παλαμά, τον Kαβάφη, τον Mποντλέρ και τον Kαρυωτάκη.
Στράφηκε αργότερα με την Προσφορά, προς τους νέους εκφραστικούς τρόπους,
σχεδόν ταυτόχρονα με το κίνημα του υπερρεαλισμού, χωρίς να παρακολουθεί
τα συνθήματά του. Η ποιητική του φυσιογνωμία σχηματίστηκε μέσα στην
τελευταία πενταετία του μεσοπολέμου και το σημαντικότερο μέρος του έργου
του το έδωσε έπειτα από τον πόλεμο και την Kατοχή. [Βιογραφία]