α΄
Δεν ήθελα να ξέρω τ’ όνομά της·
χαμογελούσε κ’ έπεφταν
στο πάτωμα τα δόντια
μιλούσε και το στόμα της μάτωνε λάθη.
Ένα κορίτσι στην κόλαση,
κάποτε μου συστήθηκε. Φορούσε
κάτασπρη τη γλώσσα και κρατούσε
το χέρι μου στο χέρι.
Έψαχνα στα τυφλά
το δρόμο για την επομένη.
Δεν ήθελα να ξέρω τ’ όνομά της·
χαμογελούσε κ’ έπεφταν
στο πάτωμα τα δόντια
μιλούσε και το στόμα της μάτωνε λάθη.
Ένα κορίτσι στην κόλαση,
κάποτε μου συστήθηκε. Φορούσε
κάτασπρη τη γλώσσα και κρατούσε
το χέρι μου στο χέρι.
Έψαχνα στα τυφλά
το δρόμο για την επομένη.
β΄
Λίγο τα πριν μεσάνυχτα
και πίσω απ’ την κουρτίνα
ντυνότανε χοντρό κόκκινο δέρμα,
χτένιζε τα μαλλιά
κι άνοιγε το παράθυρο στο μέσα σπίτι
κ’ έτρεχε νύχτα.
«Τίποτα δεν είναι τυχαίο», μονολογούσα,
«τίποτα» και σηκωνόμουν το πρωί
με πόνους στο σαγόνι.
γ΄
Τραβιόταν η Δ. στη γωνία
– τα πόδια της ως τον μηρό στην πίσσα –
γονάτιζε και σήκωνε τα μαλλιά
και τίναζε τ’ άστρα απ’ τον αυχένα.
Σαν να ‘νιωθα τι είχε συμβεί·
ξερίζωνα τ’ άσπρα κυκλάμινα
που είχαν προλάβει να φανούν
κάτω απ’ τη γλώσσα μου.
δ΄
Φυσούσε μια πίσω φωνή και ζωντάνευε,
μούδιαζε το χέρι μου. Δεν άκουγα
νέα την απορία και αν αίμα
δικό σου ήταν και μάλιστα
σε φως ημέρας;
Δεν ήταν και ησύχαζα
μια ανάσα ελλείμματα. (Σκεφτόμουν ένα πρόσωπο
μαρτυρικά στο πρόσωπό μου: βιαστικά
βαλμένα αυτιά, κακοραμμένο στόμα
δανεικό μου) και δεν υπήρχαν εγκλήματα: πληγές
υποψία, πάτωμα στρωμένο τη βαριά, την απέριττη νύχτα.
Και μάζευαν, μάζευαν τα χείλη της: διάβαζα «ρίζα»
και φυσούσε μια πίσω φωνή και διάβολε
Δεν ήταν και το χέρι στο χέρι της
επέμενε την άρνηση μου.
ε΄
Κ’ έπρεπε τα χέρια μου ν’ απλώνω διαρκώς
διστακτικός εξίσου να πηγαίνω
στο πλήρες του φωτός ή και στο πλέον φυσικό
σκοτάδι γιατί δεν ξέρεις πότε θα χαθεί
το μέσα της απόστασης από μπροστά σου
και πώς η τύφλωση ανάγει
το θύμα της σε άγιο· βραχνός
εκείνος, όρθιος κοντά στο ξύλο
με το πρόσωπο, την ίδια κίνηση τη μία
μιλούσε πεπρωμένο
και μόλις άνοιγε σταυρό
το σώμα του, μαύρες, υπέθετα,
άναβαν οι φλέβες του βαθιά.
Και μάτωνα στον ιδρώτα,
πάγωνα, «φάσμα» ξεσπούσα
«φ ά σ μ α» τη φωνή μου
κι όπως το μέρος του παράφορος ερχόμουν:
ο τοίχος, ο κρυφός διάδρομός του·
βήματα κι άλλα βήματα ανέβαιναν,
έπαιρναν το κεφάλι.
[Το κρεμασμένο στόμα του,
που τύφλωση επανέλαβε
και χαμογέλασε τα δόντια μια σειρά,
κρατούσε τώρα έναν ρυθμό μεταλλικό
κ’ έγραφε σχήματα πουλιά
στον πυρετό ουρανό: το λιγοστό ταβάνι.]
στ΄
Φαινόταν
η γυναίκα στον ξενώνα κ΄ έλεγες μοιραζόταν
δύσκολη μεταμέλεια: καθώς
σε όνειρο τα χέρια της κινούσε·
γύριζε τους δείχτες,
έριχνε κόκκινα σκοινιά στις τέσσερις γωνίες
και μου περνούσε το παλτό
στους ώμους, άσπρα δάχτυλα, μαλλιά·
(πάντα απορούσα εκείνο
ένα άδειο κάθισμα με δύο
πράσινα, στον ίσκιο του, κεφάλια)
– κ’ έδειχνε πάνω τη μισοφαγωμένη λάμπα.
ζ΄
Κ’ έβγαινε πέτρινος ο λαιμός κ’ έβγαινε
κόκκινα σκοτεινό το στήθος·
ά ν ο ι γ ε κίτρινη βροχή
να πλύνει από το χέρι μου
το αίμα κ’ ένας άρρωστος
τόπος έκαιγε με τους σπασμούς
και τα σημάδια του
πώς εκείνο το φθινόπωρο: ξυπνώντας
σ’ ένα πυκνά τετράγωνα ύφασμα
και δίπλα στη γυναίκα·
τα δάχτυλά μου είχαν απότομα γεράσει
κ’ έπεφταν βαθιά στα μαλλιά της,
κ’ έτρεμαν και πήγαιναν ψηλαφητά ωσότου
μία τεντωμένη φλέβα
κι όλο σκεφτόμουν πέτρα
και δύσκολο ν’ αντιμάχεσαι την επιθυμία·
γιατί αυτό που θέλει, με ψυχή το εξαγοράζει.
Κ’ έλειπε ξάφνου το άλλο σώμα.
Και πλέον ό,τι πάλευα στα μάτια μου να κλείσω:
μαύρα καρφιά και δέρμα
κ’ ένα βαθύ νερό στ’ αυλάκια της παλάμης.
~
από τη συλλογή Δ, εκδ. Ερατώ, 2006
πηγή
Ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος γεννήθηκε το 1980 στην Αθήνα. Έχει μεταφράσει στα ελληνικά ποιητικά και πεζά έργα των Γκέοργκ Τρακλ, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, Όσκαρ Ουάιλντ, Νοβάλις, κ.ά. Τίτλοι βιβλίων: Πλάσματα της νύχτας (Δωδώνη, 2001). Δ (Ερατώ, 2006). Συμεών Βάλας (Μελάνι, 2010). Οι δώδεκα (Αιγαίον, 2011). Βόλια (Τυπωθήτω, 2015)