Ενώ το φως της λάμπας τρεμουλιάζει,
εκείνη τα ωραία δάχτυλα σαλεύει
και σε τούλι ψηλό – πώς δε δειλιάζει! –
ακούραστα δουλεύει, όλο δουλεύει.
Με το βελόνι τη ζωή αγοράζει,
μα και μ΄ αυτό το θάνατο αγναντεύει
στην αυγή της ζωής! Μα δε χαράζει
μέρα γι΄ αυτούς, που η Μοίρα αγριοπαιδεύει.
Κι όταν αχνή απ΄ τον κόπο και σακάτισσα
– να ζήσει δεν εμπόρεσε ακαμάτισσα! –
σε ψυχικού θα κείτεται κρεβάτι,
σε πλούσιο, μυριοφώτιστο σαλόνι,
σε ώμο γυμνό κυράς θα καμαρώνει
τη νταντέλλα του πόνου κάθε μάτι
εκείνη τα ωραία δάχτυλα σαλεύει
και σε τούλι ψηλό – πώς δε δειλιάζει! –
ακούραστα δουλεύει, όλο δουλεύει.
Με το βελόνι τη ζωή αγοράζει,
μα και μ΄ αυτό το θάνατο αγναντεύει
στην αυγή της ζωής! Μα δε χαράζει
μέρα γι΄ αυτούς, που η Μοίρα αγριοπαιδεύει.
Κι όταν αχνή απ΄ τον κόπο και σακάτισσα
– να ζήσει δεν εμπόρεσε ακαμάτισσα! –
σε ψυχικού θα κείτεται κρεβάτι,
σε πλούσιο, μυριοφώτιστο σαλόνι,
σε ώμο γυμνό κυράς θα καμαρώνει
τη νταντέλλα του πόνου κάθε μάτι




(1).jpg)
.png)

