Οδηγημένη από ένα ένστικτο τυφλό
βράδυ παρά βράδυ
διέσχιζε σιωπηλή την πολιτεία.
Περνούσε ολόισια
μέσα απ’ τις φωτεινές ρεκλάμες των κτιρίων
κι εκεί πρώτα δοκίμαζε ελαστικά καλσόν
– όχι όμως για τις γάμπες της –
το πρόσωπό της σκόπευεγια τη ληστεία να καλύψει
αφού κι η Τράπεζα
το χαμηλό της επιτόκιο διαφήμιζε
κι εκείνη έλεγε
να το τολμήσει τελικά τα ταξιδάκι
προς τα εξωτικά νησιά της διπλανής αφίσας
δίχως να στερηθούν και τα παιδιά
της σχολικής χρονιάς τα φροντιστήρια
– «μέχρι τις είκοσι οι εγγραφές»
αναβόσβηνε απειλητικά
η πινακίδα στο μπαλκόνι.
Ύστερα έσκιζε στα δυο
τη μοβ μεταξωτή μαντίλα
και κάπνιζε παρέα με τον ρινόκερο
τα είκοσι τσιγάρα απ’ το πακέτο.
Μου έχουν αναθέσει να προλάβω
– του εξηγούσε διαρκώς –
κι όσο για
τις υποτιθέμενες φιλίες μου με αγνώστους
βαλ’ το, επιτέλους, μια για πάντα στο μυαλό σου
ο σωστός χρόνος
κρύβεται συστηματικά πίσω από την κουρτίνα
και ούτε μα σε ξεγελά
των φαρμακείων που διανυκτερεύουν
η δήθεν ευσπλαχνία.
Ένα άγριο παραμιλητό κι ένα λαχάνιασμα
θα φτάσουν κάποτε στον ελεήμονα Θεό.
Τα υπόλοιπα αναφιλητά κι οι περαιτέρω ικεσίες
μες στο προαύλιο που υπήρξαμε
θα «διαλυθούν ησύχως».
βράδυ παρά βράδυ
διέσχιζε σιωπηλή την πολιτεία.
Περνούσε ολόισια
μέσα απ’ τις φωτεινές ρεκλάμες των κτιρίων
κι εκεί πρώτα δοκίμαζε ελαστικά καλσόν
– όχι όμως για τις γάμπες της –
το πρόσωπό της σκόπευεγια τη ληστεία να καλύψει
αφού κι η Τράπεζα
το χαμηλό της επιτόκιο διαφήμιζε
κι εκείνη έλεγε
να το τολμήσει τελικά τα ταξιδάκι
προς τα εξωτικά νησιά της διπλανής αφίσας
δίχως να στερηθούν και τα παιδιά
της σχολικής χρονιάς τα φροντιστήρια
– «μέχρι τις είκοσι οι εγγραφές»
αναβόσβηνε απειλητικά
η πινακίδα στο μπαλκόνι.
Ύστερα έσκιζε στα δυο
τη μοβ μεταξωτή μαντίλα
και κάπνιζε παρέα με τον ρινόκερο
τα είκοσι τσιγάρα απ’ το πακέτο.
Μου έχουν αναθέσει να προλάβω
– του εξηγούσε διαρκώς –
κι όσο για
τις υποτιθέμενες φιλίες μου με αγνώστους
βαλ’ το, επιτέλους, μια για πάντα στο μυαλό σου
ο σωστός χρόνος
κρύβεται συστηματικά πίσω από την κουρτίνα
και ούτε μα σε ξεγελά
των φαρμακείων που διανυκτερεύουν
η δήθεν ευσπλαχνία.
Ένα άγριο παραμιλητό κι ένα λαχάνιασμα
θα φτάσουν κάποτε στον ελεήμονα Θεό.
Τα υπόλοιπα αναφιλητά κι οι περαιτέρω ικεσίες
μες στο προαύλιο που υπήρξαμε
θα «διαλυθούν ησύχως».
Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου γεννήθηκε στο Μόναχο, κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη και ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ. Παράλληλα με την ποίηση ασχολείται με το λογοτεχνικό δοκίμιο, με δημοσιεύσεις σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Ποιητικές συλλογές: Αφόρετα θαύματα (2017), Το επιδόρπιο (2012), Όροφος μείον ένα (2008, β΄ έκδ. 2009), Ν' ανθίζουμε ως το τίποτα (2004), Εν τη ρύμη του νόστου (1999), Το τρίπτυχο του φέγγους (1993), Λυπημένες μαργαρίτες (1986). Έχει επίσης εκδώσει το δοκίμιο: "Συρραπτική του προσώπου: Επίσκεψη στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη" (εκδ. Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη, 2012). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, αλβανικά, βουλγαρικά, και περιέχονται σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και Γεν. Γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.




(1).jpg)
.png)

