Τὶς ὧρες ποὺ γυρνῶ στ’ ἀλήθεια ματαιωμένος,
σὰν χρῶμα τ’ οὐρανοῦ ποὺ βάλθηκε νὰ σκιάζει
τὰ μάτια ἢ σὰν κρυφὴ λύπη ποὺ ἀποστάζει
τὸ γέλιο ὣς τὸ κενό, νιώθω συχνὰ ἀπ’ τὸ μένος
νὰ πέφτω σὰν κερὶ στὸ πάθημα λειωμένος
καὶ νὰ μοῦ κόβεται ἡ πνοή. Σκέφτομαι ὅτι,
ἂν παρηγορηθῶ, τὸ κλάμα θά ‘ναι ἡ πρώτη
φωτιὰ πνιγμένη μὲς στὶς λέξεις ποὺ διαβαίνω,
γιατὶ ἡ πυρὰ ὅλων τῶν πράξεων ποὺ ἀναμένω
θὰ καίει στὸ ποίημα τὴν ὑπέρτατη χαρά.
Σὰν χρῶμα τ’ οὐρανοῦ ποὺ ἔβαλε νερὰ
καὶ τρέχει στὸ χαρτὶ νερομπογιὰ ἀπὸ ξένο
χεράκι, καὶ διελύθη νοερὰ τὸ σθένος
τῆς μνήμης μου – δὲν θὰ μὲ βγάλει πουθενά.
Κοιτάω τὸ στρῶμα καὶ θαυμάζω τὰ σφυρὰ
ποὺ λάμπουν σὲ ὕψος παιδικό, ἀνανεωμένος
στρέφω τὴν ὄψη ἀπ’ τὰ χαρτιὰ κι ἀλλάζω ρότα,
στὸ ἥσυχο μέρος ποὺ ἐκείνη μὲ ἀνασαίνει,
ἡ ἀνάμνηση· δὲν ξέρω ποιός μὲ παρασταίνει
τόσο χλωμό, δὲν ξέρω καὶ γυρνῶ τὰ νῶτα
στὸν ἑαυτό μου, ποὺ εῑναι τώρα ἔξω ἀπὸ μένα,
κι ἀναρωτιέμαι, τῶν δικῶν σου ἢ τῶν δικῶν μου
χεριῶν γλιστράει τὸ πρῶτο σκέπασμα, καί, δῶσ’ μου,
καρδιά,΄ἕνα σεντόνι φῶς, παρατημένα
παιχνίδια ἢ τὰ ροῦχα της διασκορπισμένα
στὸ πάτωμα ποὺ βάραινα μικρός, νὰ κρύβει
ἡ χαρὰ τὴν σύγχυση, δῶσ’ μου τὴν ἤβη
τῆς ἀνοιξης μὲς στὴν ζωή, θεμελιωμένα
τὰ βήματά μου ὣς τὸ κορμὶ ποὺ θὰ τυλίγει
τὴν ὕπαρξή μου – ἂς μὴν γνωρίσω τὸν χαμό.
Γυρνῶ τὸ πρόσωπο, νὰ δῶ, κι ὢς τὸν λαιμὸ
αἰσθάνομαι σὰν προσμονὴ εὐχῆς τὴν λίγη
πνοή μου νὰ σὲ ἀγγίζει, κι εἶναι πάλι ἐντός μου
ὁ ἑαυτός μου· μιὰ μικρὴ σιωπὴ τελειώνει
ὅ,τι ξεκίνησα, καὶ βγαίνω στὸ μπαλκόνι
καὶ χαιρετῶ· ὅλα τὰ πρόσωπα τοῦ κόσμου
γυρνοῦν καὶ φλέγει ὁ ἀέρα τὴν μορφή σου, τάζει
σὲ ὕψος τὴν στιγμή· τὸ χρέος μου νὰ σ’ ἔχω
ἁπλώνεται στὰ μάτια μου ξανά· προσέχω
νὰ μὴν μὲ βλάψει τὸ ξημέρωμα, χαράζει
κι ἀλλάζω χρῶμα ὣς τὴν ψυχή μετανιωμένος,
κρατῶ στὰ μάτια μου ἄλλη φαντασμαγορία,
καί, πέφτοντας νὰ κοιμηθῶ, τὴν μόνη οὐσία
τῆς λύπης μου βλέπω νὰ ὑψώνεται σὰν αἶνος,
καὶ γέρνουν τὰ κλωνάρια τ’ οὐρανοῦ καὶ μένω
ἀσάλευτος – θυμίζω τὴν μικρὴ ἀκακία
ποὺ κάηκε μὲ τὰ ξερά, κι ἡ ὀπτασία
τοῦ σώματός σου πῆρε στὴν σκιά. Θὰ βγαίνω
νεκρὸς ἀπὸ ὕπνο, μόνος μου στὸ ἀνεστραμμένο
ὕψος τοῦ ποιήματος, γιὰ νὰ κερδίζω τόση
άγάπη ὅση ξεχνῶ νὰ καταβάλω κι ὅση
μπορῶ νὰ μὴν ζητῶ – στ’ ἀλήθεια ματαιωμένος.
~
από τη συλλογή Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων, εκδ. Πατάκη, 2014
πηγή
καὶ νὰ μοῦ κόβεται ἡ πνοή. Σκέφτομαι ὅτι,
ἂν παρηγορηθῶ, τὸ κλάμα θά ‘ναι ἡ πρώτη
φωτιὰ πνιγμένη μὲς στὶς λέξεις ποὺ διαβαίνω,
γιατὶ ἡ πυρὰ ὅλων τῶν πράξεων ποὺ ἀναμένω
θὰ καίει στὸ ποίημα τὴν ὑπέρτατη χαρά.
Σὰν χρῶμα τ’ οὐρανοῦ ποὺ ἔβαλε νερὰ
καὶ τρέχει στὸ χαρτὶ νερομπογιὰ ἀπὸ ξένο
χεράκι, καὶ διελύθη νοερὰ τὸ σθένος
τῆς μνήμης μου – δὲν θὰ μὲ βγάλει πουθενά.
Κοιτάω τὸ στρῶμα καὶ θαυμάζω τὰ σφυρὰ
ποὺ λάμπουν σὲ ὕψος παιδικό, ἀνανεωμένος
στρέφω τὴν ὄψη ἀπ’ τὰ χαρτιὰ κι ἀλλάζω ρότα,
στὸ ἥσυχο μέρος ποὺ ἐκείνη μὲ ἀνασαίνει,
ἡ ἀνάμνηση· δὲν ξέρω ποιός μὲ παρασταίνει
τόσο χλωμό, δὲν ξέρω καὶ γυρνῶ τὰ νῶτα
στὸν ἑαυτό μου, ποὺ εῑναι τώρα ἔξω ἀπὸ μένα,
κι ἀναρωτιέμαι, τῶν δικῶν σου ἢ τῶν δικῶν μου
χεριῶν γλιστράει τὸ πρῶτο σκέπασμα, καί, δῶσ’ μου,
καρδιά,΄ἕνα σεντόνι φῶς, παρατημένα
παιχνίδια ἢ τὰ ροῦχα της διασκορπισμένα
στὸ πάτωμα ποὺ βάραινα μικρός, νὰ κρύβει
ἡ χαρὰ τὴν σύγχυση, δῶσ’ μου τὴν ἤβη
τῆς ἀνοιξης μὲς στὴν ζωή, θεμελιωμένα
τὰ βήματά μου ὣς τὸ κορμὶ ποὺ θὰ τυλίγει
τὴν ὕπαρξή μου – ἂς μὴν γνωρίσω τὸν χαμό.
Γυρνῶ τὸ πρόσωπο, νὰ δῶ, κι ὢς τὸν λαιμὸ
αἰσθάνομαι σὰν προσμονὴ εὐχῆς τὴν λίγη
πνοή μου νὰ σὲ ἀγγίζει, κι εἶναι πάλι ἐντός μου
ὁ ἑαυτός μου· μιὰ μικρὴ σιωπὴ τελειώνει
ὅ,τι ξεκίνησα, καὶ βγαίνω στὸ μπαλκόνι
καὶ χαιρετῶ· ὅλα τὰ πρόσωπα τοῦ κόσμου
γυρνοῦν καὶ φλέγει ὁ ἀέρα τὴν μορφή σου, τάζει
σὲ ὕψος τὴν στιγμή· τὸ χρέος μου νὰ σ’ ἔχω
ἁπλώνεται στὰ μάτια μου ξανά· προσέχω
νὰ μὴν μὲ βλάψει τὸ ξημέρωμα, χαράζει
κι ἀλλάζω χρῶμα ὣς τὴν ψυχή μετανιωμένος,
κρατῶ στὰ μάτια μου ἄλλη φαντασμαγορία,
καί, πέφτοντας νὰ κοιμηθῶ, τὴν μόνη οὐσία
τῆς λύπης μου βλέπω νὰ ὑψώνεται σὰν αἶνος,
καὶ γέρνουν τὰ κλωνάρια τ’ οὐρανοῦ καὶ μένω
ἀσάλευτος – θυμίζω τὴν μικρὴ ἀκακία
ποὺ κάηκε μὲ τὰ ξερά, κι ἡ ὀπτασία
τοῦ σώματός σου πῆρε στὴν σκιά. Θὰ βγαίνω
νεκρὸς ἀπὸ ὕπνο, μόνος μου στὸ ἀνεστραμμένο
ὕψος τοῦ ποιήματος, γιὰ νὰ κερδίζω τόση
άγάπη ὅση ξεχνῶ νὰ καταβάλω κι ὅση
μπορῶ νὰ μὴν ζητῶ – στ’ ἀλήθεια ματαιωμένος.
~
από τη συλλογή Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων, εκδ. Πατάκη, 2014
πηγή
Ο Αλέξανδρος Μηλιάς γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα όπου και σπούδασε Ιατρική. Ειδικεύτηκε στην Παιδοψυχιατρική.Τίτλοι βιβλίων: Ό,τι φέρει η βροχή (Έψιλον). Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων (Πατάκη, 2014)