Ήταν, θυμούμαι , κάποτε, που δίχως να το νιώθω
Κρυφά η ζωή μου εθέρμαινε τον τολμηρό μου πόθο,
Κι ανοίγοντας τα μάτια μου μπροστά της θαμπωμένα,
Έλεα και βρήκα τ΄ όνειρο που εταίριαζε για μένα.
Θυμούμαι, που υποσχετική κοντά της μ΄ εκαλούσε
Και μ΄ έκραζε μυριόστομη και μου χαμογελούσε
Τα θέλγητρά της που άφηνε μονάχα να μαντέψω
-έτσι κι αν δεν το πίστευα να ιδώ και να πιστέψω-
Μα απόμεινα σαν το πουλί στην ξόβεργα που επιάστη
Κι είδα η ψυχή να σταματά σαν άτι που εξαφνιάστη.
Μα ακόμα ωστόσο κι άπιαστη τον πόνο της να πνίγει,
Έτοιμη πάλι να πιαστεί και πάλι να ξεφύγει…
~
Και μ΄ έκραζε μυριόστομη και μου χαμογελούσε
Τα θέλγητρά της που άφηνε μονάχα να μαντέψω
-έτσι κι αν δεν το πίστευα να ιδώ και να πιστέψω-
Μα απόμεινα σαν το πουλί στην ξόβεργα που επιάστη
Κι είδα η ψυχή να σταματά σαν άτι που εξαφνιάστη.
Μα ακόμα ωστόσο κι άπιαστη τον πόνο της να πνίγει,
Έτοιμη πάλι να πιαστεί και πάλι να ξεφύγει…
~
Ο Μίνως Ζώτος, γεννήθηκε στο Νεοχώρι του Μεσολογγίου το 1905, παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή Αθηνών και στη συνέχεια διορίστηκε βοηθός ταμία στο Δήμο Αθηναίων. Το 1928 γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη, τον μεγάλο, χωρίς ανταπόκριση έρωτα της ζωής του. Ο θάνατός της, το 1930, επιβάρυνε και τη δική του υγεία. Το 1932 πέθανε από φυματίωση σε ηλικία 27 ετών. πηγή - σχόλιο