Ένας αέρας φυσούσε κείνο το βράδυ η δημοσά φειδοσέρνονταν ατέλειωτη -σαν μια αιωνιότη- στον κάμπο· εβουίζαν οι καλαμιές, κρύο έκανε. Και αυτός προχωρούσε.
Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι· πήγαινε, σαν μια ψυχή μες' στην ερημιά του χρόνου. Τον είχαν παραξηγήσει οι άνθρωποι· η σκόνη τον είχε κάμει κατάσπρο, κι ο δρόμος -θεέ μου ο δρόμος- ποτέ δε θα τέλειωνε.
Είχε μείνει με το μπά! η αδερφή του.
Σαν τον είδε να μπαίνει δεν τον γνώρισε· ένας αλήτης της φάνηκε. Τα δασά του μαλλιά, τα χαράκια του μούτρου του, εκείνη του η στρεκλή σιλουέτα, φάνταξαν στο κάδρο της πόρτας σαν μια φοβέρα που θάμπενε.
... Μπ'α ο Γιάννης!..
Ναι ο Γιάννης, και μπήκε. Κύταξε γύρω του, ζητώντας μια καρέκλα και κάθισε. Μα αυτός ήταν αλήτης, ένας αλήτης σωστός. Η αδερφή του τον κύταξε.
... Ο γιά-ννης;;; του κάνει, μάλλον σα να ήταν τρόπος να μην ήταν αυτός, παρά γιατί αμφίβαλε. Αυτός δεν απάντησε μια απάντηση μάταιη· ήταν φανερό πως αυτός ήταν ο Γιάννης μόνο είπε: τι νέα;
.. Καλά είπ' αυτή και τον κύταξε. Πως κατάντησε έτσι, πως έγινε. Προ έξη χρόνια το ίδιο· έτσι παρουσιάστηκε άξαφνα ένα βράδυ στη πόρτα. Ζούσε τότες η μάνα τους κι αυτή ήταν ακόμα ανύπαντρη. Μήτε να τον πλύνουν δε κάθισε, μήτε να τον μπαλώσουν λιγάκι· μπήκε αμίλητος κι' έκλαψε. Τ' άλλο πρωί τον έχασαν, Πήρε πάλι τις στράτες.
Τώρα όμως απόγινε' είχε χάλια .. Θεέ μου. Το πρόσωπό του ήταν και δεν ήταν αυτό -σαν μια φωτογραφία πούχε τραβηχτεί δυό φορές- και με κάτι σπάγγους ήσαν μπαλωμένα τα ρούχα του, μεσ' στην απλησιά και τη βρώμα ανάδευε.
Πήγε κοντά του από βαθιά της συμπόνια· δάκρυσε, έκαμε να τον χαιδέψει λιγάκι, μα ευτύς ένα μύχιο ρίγος απέχθειας την διάτρεξε σύγκορμη, εμύριζε άσκημα ήταν ξένο της κρέας ή σάρκα του, ντουνιά έζεχνε η κορμίλα του, κόσμο.
... Πεινάς; τον ρώτησε
- Πεινώ.
Ευτυχισμένη που θα μάκραινε, μια στιγμή από πλάι του, έτρεξε σερπετή στη κουζίνα. Ά νοιξε ένα ντουλαπάκι και έψαχνε. Χτυπούσε η καρδιά της, ένας τρόμος τη δούλευε.
Τούφερε ψωμί και τυρί· τούβαλε μια καρέκλα κοντά του και πήγε μακρυά του και κάθισε [...]
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΜΟΡΦΗ PDF ΕΔΩ
~
Γραμμένο το 1931 και δημοσιευμένο στις αρχές του 1933, το "Θείο Τραγί" αποτελεί το σημείο εκκίνησης της νεωτερικής γραφής του Γιάννη Σκαρίμπα, αφού εμπεριέχει, προδρομικά, τα περισσότερα από τα στοιχεία εκείνα που θα εξελιχθούν και θα αποτελέσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γραφής του συγγραφέα.
Το θείο Τραγί, εκδότης Αριστ. Ν. Μαυρίδης, 1933
Το θείο Τραγί, εκδ. Νεφέλη, 1993
Ο Γιάννης Σκαρίμπας (Αγία Ευθυμία Φωκίδος, 1893 – Χαλκίδα, 1984) ήταν λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος. Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού. Εισήγαγε επίσης υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο μπαρμπα-Γιάννης Σκαρίμπας, όπως ήταν γνωστός στους φίλους του, έζησε όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα και ταξίδεψε ελάχιστα. Κείμενά του υπάρχουν δημοσιευμένα και σε περιοδικά ενώ αρκετοί στίχοι του έχουν μελωποιηθεί. Τα πιο γνωστά μελοποιημένα ποιήματά του είναι Σπασμένο καράβι, Ουλαλούμ και Εαυτούληδες. [Βιογραφία]