Όμως μια μέρα κ’ οι
νεκροί
πεθαίνουν
βυθίζονται διαρκώς μέσα στην πάχνη
χαμηλώνει το φως στα πρόσωπά τους
η φωνή τους ακούγεται σβησμένη
σαν μέσ’ από κρυστάλλινους θαλάμους
Φυσάει βοριάς τρελός κι αναστενάζουν
τα ζωντανά και πεθαμένα ξύλα
σαλεύουν χέρια πέρ’ απ’ τους τάφους
γίνεται το σκοτάδι μαύρος λάκκος
Κι αυτοί μαντεύουν πια πως ήρθε η ώρα
κι αυτοί βουλιάζουν πια
στη λησμονιά τους
Βέβαια στο τέλος
κ’ οι νεκροί
σωπαίνουν
κυλούν αργά στο σκοτεινό βυθό τους
γίνονται πέτρες άσπρες πέτρες μαύρες
Μες στη σιωπή τους πνίγονται οι νεκροί μας
~
Από την ποιητική συλλογή Ο ληξίαρχος, εκδ. Αστρολάβος / Ευθύνη, 1989
πηγή
Φυσάει βοριάς τρελός κι αναστενάζουν
τα ζωντανά και πεθαμένα ξύλα
σαλεύουν χέρια πέρ’ απ’ τους τάφους
γίνεται το σκοτάδι μαύρος λάκκος
Κι αυτοί μαντεύουν πια πως ήρθε η ώρα
κι αυτοί βουλιάζουν πια
στη λησμονιά τους
Βέβαια στο τέλος
κ’ οι νεκροί
σωπαίνουν
κυλούν αργά στο σκοτεινό βυθό τους
γίνονται πέτρες άσπρες πέτρες μαύρες
Μες στη σιωπή τους πνίγονται οι νεκροί μας
~
Από την ποιητική συλλογή Ο ληξίαρχος, εκδ. Αστρολάβος / Ευθύνη, 1989
πηγή
Ο Ορέστης Αλεξάκης γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1931. Σπούδασε νομικά και
δικηγόρησε στην Αθήνα έως το 1991. Έζησε κατά κύριο λόγο στην ιδιαίτερη
πατρίδα του. Κυκλοφόρησαν οκτώ ποιητικές συλλογές του, ενώ φιλολογικά
του μελετήματα, δοκίμια και βιβλιοκριτικά του σχόλια δημοσιεύτηκαν κατά
καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Είχε τιμηθεί με το βραβείο Νικηφόρου
Βρεττάκου. Έφυγε από τη ζωή στις 16 Μαΐου 2015, σε ηλικία 84 ετών. [Βιογραφία]