Καθώς
εγώ
τη μυγδαλιά τινάζω
πέφτουν τ’ αμύγδαλα βροχή
κι εσύ
πώς λάμπεις
μα δεν θυμώνεις
μόνο
με κοιτάζεις
και μου χαμογελάς
φεγγοβολώντας
Κι εγώ
τινάζω με
μανία το δέντρο
και Θε μου σε
φοβάμαι και
μ’ αρέσεις
κι όλο βυθίζεσαι στο φως
και μέσα
στην εκτυφλωτική σου λάμψη
σβήνεις
Κι εγώ
τινάζω κλαίγοντας
– γελώντας
και κλαίγοντας –
το δέντρο
και
ξυπνώ
και πια
δεν είναι φως
δεν είναι δέντρο
μόνο δωμάτιο γκρίζο
βουρκωμένο
και βρέχει
βρέχει
βρέχει
και δεν είσαι
κανείς δεν είναι πια
και με σκεπάζουν
άγρια θολά νερά
νερά
και χρόνια
~
από τη συλλογή Ο ληξίαρχος, εκδ. Ευθύνη, 1989
πηγή
με κοιτάζεις
και μου χαμογελάς
φεγγοβολώντας
Κι εγώ
τινάζω με
μανία το δέντρο
και Θε μου σε
φοβάμαι και
μ’ αρέσεις
κι όλο βυθίζεσαι στο φως
και μέσα
στην εκτυφλωτική σου λάμψη
σβήνεις
Κι εγώ
τινάζω κλαίγοντας
– γελώντας
και κλαίγοντας –
το δέντρο
και
ξυπνώ
και πια
δεν είναι φως
δεν είναι δέντρο
μόνο δωμάτιο γκρίζο
βουρκωμένο
και βρέχει
βρέχει
βρέχει
και δεν είσαι
κανείς δεν είναι πια
και με σκεπάζουν
άγρια θολά νερά
νερά
και χρόνια
~
από τη συλλογή Ο ληξίαρχος, εκδ. Ευθύνη, 1989
πηγή
Ο Ορέστης Αλεξάκης γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1931. Σπούδασε νομικά και
δικηγόρησε στην Αθήνα έως το 1991. Έζησε κατά κύριο λόγο στην ιδιαίτερη
πατρίδα του. Κυκλοφόρησαν οκτώ ποιητικές συλλογές του, ενώ φιλολογικά
του μελετήματα, δοκίμια και βιβλιοκριτικά του σχόλια δημοσιεύτηκαν κατά
καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Είχε τιμηθεί με το βραβείο Νικηφόρου
Βρεττάκου. Έφυγε από τη ζωή στις 16 Μαΐου 2015, σε ηλικία 84 ετών. [Βιογραφία]