Ο ουρανός γέμισε την καρδιά μου:
με ηλεκτρισμό.
Μια λάμψη ανάμεσα στις παρατημένες πλατείες της πόλης και
τα χείλη μου.
Η καρδιά μου λαχταρά
αυτή την περίφημη ευλογημένη ηρεμία.
Έτσι είναι,
τα πλούτη βουλιάζουν στις παλάμες του φεγγαριού όταν
τη νύχτα τα πρόσωπα φοβούνται την πίστη .
Οι τρομαγμένοι δεν αντέχουν άλλες συμφορές.
Η οικογένεια, οι φίλοι, οι θαυμαστές
δεν υποφέρουν τη ζέστη ή το κρύο, κάποιος
βρέθηκε μπροστά στα μάτια του βρέφους.
Οι περασμένες δόξες ευχαριστήθηκαν
τις οπές στον κατάλευκο λαιμό της.
Τα φύλλα τρέμουν
ο μαύρος θησαυρός υποφέρει μέσα
στην αγκαλιά του μοναχικού άντρα.
Άφησε λοιπόν, την κληρονομιά σου άρχοντα
και δωσ' μου εμένα την προίκα που μου αξίζει.
Απόψε ήρθες
στην πόλη του φθινοπώρου
ζωντανός.
Αυτό το ευσπλαχνικό ζευγάρι στην άκρη του δρόμου
δεν ήξερε πως να με καθησυχάσει.
Ακούω τα βήματα σου,
στερήθηκα την αρετή της θείας ηλιαχτίδας.
Αδερφέ μου, στην μάχη αυτή είμαι μόνη μου.
Δυο παιδιά χαράζουν το ωραίο σου πρόσωπο
μόνο εσένα αγαπούσα
ο φόβος
μας προστάτευσε να μην χωρίσουμε
στη γη κάτω βάζω τα γόνατα μου
και σε παρακαλάω
μη φύγεις
τουλάχιστον να έχω εσένα.
Κράτησε με ζεστή κάτω από τα χέρια των εραστών
οι άγγελοι γεννιούνται σαν άνθη ανοιγμένα κάτω απ' την άσφαλτο
η αιώνια ευτυχία ρέει
μέσα στα μάτια του Απόλλωνα και της Ευρυδίκης.
Ο παράδεισος είναι το όνομά μου
ο πολιτισμός με έχει αποκεφαλίσει
το κεφάλι μου αφημένο στα χέρια του βασιλιά
νεκρή συνάντησα τα εκλεκτά μαργαριτάρια.
~
από την ποιητική συλλογή Ένδοξες Μέρες, εκδ. Κενότητα 2019
πηγή η ιστοσελίδα της ποιήτριας
τα πλούτη βουλιάζουν στις παλάμες του φεγγαριού όταν
τη νύχτα τα πρόσωπα φοβούνται την πίστη .
Οι τρομαγμένοι δεν αντέχουν άλλες συμφορές.
Η οικογένεια, οι φίλοι, οι θαυμαστές
δεν υποφέρουν τη ζέστη ή το κρύο, κάποιος
βρέθηκε μπροστά στα μάτια του βρέφους.
Οι περασμένες δόξες ευχαριστήθηκαν
τις οπές στον κατάλευκο λαιμό της.
Τα φύλλα τρέμουν
ο μαύρος θησαυρός υποφέρει μέσα
στην αγκαλιά του μοναχικού άντρα.
Άφησε λοιπόν, την κληρονομιά σου άρχοντα
και δωσ' μου εμένα την προίκα που μου αξίζει.
Απόψε ήρθες
στην πόλη του φθινοπώρου
ζωντανός.
Αυτό το ευσπλαχνικό ζευγάρι στην άκρη του δρόμου
δεν ήξερε πως να με καθησυχάσει.
Ακούω τα βήματα σου,
στερήθηκα την αρετή της θείας ηλιαχτίδας.
Αδερφέ μου, στην μάχη αυτή είμαι μόνη μου.
Δυο παιδιά χαράζουν το ωραίο σου πρόσωπο
μόνο εσένα αγαπούσα
ο φόβος
μας προστάτευσε να μην χωρίσουμε
στη γη κάτω βάζω τα γόνατα μου
και σε παρακαλάω
μη φύγεις
τουλάχιστον να έχω εσένα.
Κράτησε με ζεστή κάτω από τα χέρια των εραστών
οι άγγελοι γεννιούνται σαν άνθη ανοιγμένα κάτω απ' την άσφαλτο
η αιώνια ευτυχία ρέει
μέσα στα μάτια του Απόλλωνα και της Ευρυδίκης.
Ο παράδεισος είναι το όνομά μου
ο πολιτισμός με έχει αποκεφαλίσει
το κεφάλι μου αφημένο στα χέρια του βασιλιά
νεκρή συνάντησα τα εκλεκτά μαργαριτάρια.
~
από την ποιητική συλλογή Ένδοξες Μέρες, εκδ. Κενότητα 2019
πηγή η ιστοσελίδα της ποιήτριας
Η Σίσσυ Δουτσίου είναι ηθοποιός και ποιήτρια. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε Αστροφυσική στο University of Sussex στο Brighton της Αγγλίας και φοίτησε στη δραματική σχολή Δήλος της Δ.Χατούπη. Eίναι ιδρυτικό μέλος του +Ινστιτούτου [ Πειραματικών Τεχνών ]. Συμμετέχει στη συλλογικότητα Κενό Δίκτυο. Πρωταγωνίστησε σε θεατρικές παραστάσεις. Έχουνε γίνει αφιερώματα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο για το καλλιτεχνικό της έργο και την παρουσία της στο θέατρο. Ποιήματά της έχουν παρουσιαστεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και έχει συμμετάσχει σε διεθνείς εκθέσεις και φεστιβάλ. Τίτλοι βιβλίων: Η Ηδονοβλεψίας (Κενότητα, 2018). Ω! Απόκρυφον (Κενότητα, 2018). Ένδοξες Μέρες (Κενότητα, 2018). Προσβολή Δημοσίας Αιδούς (Κενότητα, 2018). Μυθολογικά Τέρατα (Κενότητα, 2021).