Διότι σου ταίριαζε ν’ αποσπάς των κοριτσιών το βλέμμα,
κάποιες φορές χάδι στο κορμί, είπε, πρόβλημα των άλλων,
μην αντέχοντας να έχουν δίπλα τους έναν πνιγμένο
στην λίμνη και θαμμένο φρέσκο χώμα γυναικών, αμέριμνο νεκρό.
Καλπάζοντας, Αλέξιε, παιδί θαύμα,
στην προφορά του ονόματός σου θλίψη
παρέσερνε τα δάκρυα των άλλων, γέμιζε τον ουρανό
ίσκιος απ’ το κορμί σου, βυθισμένος, συμβαίνει
οι καρποί να λάμπουν σαν τα χέρια γυναικών,
φυλάξου, είπε, Αλέξιε, παιδί θαύμα, σε κράτησα
στα χέρια μου, το σώμα αποσχισμένο απ’ την χαρά του,
φυλάξου, είπε, κεραυνός, η κόρη μου ανελήφθη εις τους ουρανούς,
αφήνει τα μαλλιά της μες στην καταιγίδα,
η κόρη μου ανελήφθη εις τους ουρανούς,
το σώμα της μαζεύεις σε νοήματα πυκνά νήματα των λέξεων.
Των κοριτσιών το βλέμμα κύκλος ερημιάς, είπε,
στοχεύοντας τις άκρες του στήθους χρειαζόσουν
ένα δεύτερο στόμα, ήσουν γλυκό εσύ κρασί, καλπάζοντας
η γλώσσα σου σαν πυρετός, θέριζα στάχυα των πόνων μου.
Από φρέσκο χώμα πνιγμένος, λίμνη των ματιών μου,
τα βάσανά σου, Αλέξιε, μπόρεσε ο καιρός να με σβήσει,
κι έχω μικρή αγκαλιά, ησυχάζει δυο βήματα
το πρόσωπό σου στο πρόσωπό της,
έχω μικρή αγκαλιά, θλίψη στην προφορά του ονόματός σου,
η κόρη μου ανελήφθη εις τους ουρανούς— συμβαίνει πως
σε κράτησα στα χέρια μου, αν μπορούσα
να ’χω κι εγώ μιαν ελπίδα
ότι σμίγει η βρύση στο χώμα, το δάχτυλό σου πως είναι
πάλι στο στόμα και πνίγει τον θάνατο.
Να εξομολογηθώ σε κάθε περίπτωση να εξομολογηθώ
ό, τι με ξεπερνάει δεν μπόρεσα, δεν μπόρεσα να εξηγηθώ,
χάνω τα μαλλιά μου
στοχεύοντας μια χούφτα χώμα, η κοίμηση των ματιών σου
ριπίδι ανοίγει χρωμάτων, τέλος, χάνω τα μαλλιά μου.
Γλυτώνεις κι η φύση σ’ έχει ξεχασμένον,
το πνεύμα μιας τελείας απ’ τα γραπτά σου
φυσάει εδώ, κάθομαι στο γλαυκό κι ο ήλιος μου δένει τα μάτια.
Η φύση σ’ έχει ξεχασμένον, ένα φόρεμα φαντάζομαι σαν το αίμα,
κεράσια χλωμά, η άκρη της γλώσσας σου,
η κόρη μου αφήνει τα μαλλιά της μες στην καταιγίδα,
το σώμα της μαζεύεις, το σώμα μου
σε νοήματα πυκνά νήματα των λέξεων,
σκόνη του παλιού καιρού, φόρεμα σαν το αίμα,
απ’ το σπασμένο που ανοίγει παράθυρο μπαίνετε μαζί,
χορεύοντας, κεράσια χλωμά κεράσια θαμμένα,
και, Αλέξιε, το πρόσωπο της φωνής μου,
το πρόσωπο της φωνής μου, γιε μου,
πορφυρωμένο πώς λάμπει απ’ την καρδιά σου,
συντετριμμένο πώς λάμπει,
πορφυρωμένο.
~
από τη συλλογή Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων, εκδ. Πατάκη, 2014
πηγή
οι καρποί να λάμπουν σαν τα χέρια γυναικών,
φυλάξου, είπε, Αλέξιε, παιδί θαύμα, σε κράτησα
στα χέρια μου, το σώμα αποσχισμένο απ’ την χαρά του,
φυλάξου, είπε, κεραυνός, η κόρη μου ανελήφθη εις τους ουρανούς,
αφήνει τα μαλλιά της μες στην καταιγίδα,
η κόρη μου ανελήφθη εις τους ουρανούς,
το σώμα της μαζεύεις σε νοήματα πυκνά νήματα των λέξεων.
Των κοριτσιών το βλέμμα κύκλος ερημιάς, είπε,
στοχεύοντας τις άκρες του στήθους χρειαζόσουν
ένα δεύτερο στόμα, ήσουν γλυκό εσύ κρασί, καλπάζοντας
η γλώσσα σου σαν πυρετός, θέριζα στάχυα των πόνων μου.
Από φρέσκο χώμα πνιγμένος, λίμνη των ματιών μου,
τα βάσανά σου, Αλέξιε, μπόρεσε ο καιρός να με σβήσει,
κι έχω μικρή αγκαλιά, ησυχάζει δυο βήματα
το πρόσωπό σου στο πρόσωπό της,
έχω μικρή αγκαλιά, θλίψη στην προφορά του ονόματός σου,
η κόρη μου ανελήφθη εις τους ουρανούς— συμβαίνει πως
σε κράτησα στα χέρια μου, αν μπορούσα
να ’χω κι εγώ μιαν ελπίδα
ότι σμίγει η βρύση στο χώμα, το δάχτυλό σου πως είναι
πάλι στο στόμα και πνίγει τον θάνατο.
Να εξομολογηθώ σε κάθε περίπτωση να εξομολογηθώ
ό, τι με ξεπερνάει δεν μπόρεσα, δεν μπόρεσα να εξηγηθώ,
χάνω τα μαλλιά μου
στοχεύοντας μια χούφτα χώμα, η κοίμηση των ματιών σου
ριπίδι ανοίγει χρωμάτων, τέλος, χάνω τα μαλλιά μου.
Γλυτώνεις κι η φύση σ’ έχει ξεχασμένον,
το πνεύμα μιας τελείας απ’ τα γραπτά σου
φυσάει εδώ, κάθομαι στο γλαυκό κι ο ήλιος μου δένει τα μάτια.
Η φύση σ’ έχει ξεχασμένον, ένα φόρεμα φαντάζομαι σαν το αίμα,
κεράσια χλωμά, η άκρη της γλώσσας σου,
η κόρη μου αφήνει τα μαλλιά της μες στην καταιγίδα,
το σώμα της μαζεύεις, το σώμα μου
σε νοήματα πυκνά νήματα των λέξεων,
σκόνη του παλιού καιρού, φόρεμα σαν το αίμα,
απ’ το σπασμένο που ανοίγει παράθυρο μπαίνετε μαζί,
χορεύοντας, κεράσια χλωμά κεράσια θαμμένα,
και, Αλέξιε, το πρόσωπο της φωνής μου,
το πρόσωπο της φωνής μου, γιε μου,
πορφυρωμένο πώς λάμπει απ’ την καρδιά σου,
συντετριμμένο πώς λάμπει,
πορφυρωμένο.
~
από τη συλλογή Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων, εκδ. Πατάκη, 2014
πηγή
Ο Αλέξανδρος Μηλιάς γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα όπου και σπούδασε Ιατρική. Ειδικεύτηκε στην Παιδοψυχιατρική.Τίτλοι βιβλίων: Ό,τι φέρει η βροχή (Έψιλον). Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων (Πατάκη, 2014)